Βαρδής Τσουρής, μια αναρχική κατάφαση στη ζωή, μια μεθοδολογία ενάντια στον θάνατο

0
287

Αρχές του Μάη, έφυγε ο Βαρδής. Αμέτρητα τα λόγια εκτίμησης και οδύνης που συνόδευσαν τον θάνατό του, οι μνήμες όσων χάρηκαν τη συμμετοχή του στους κοινωνικούς αγώνες και τη φιλία του.

Και νά λοιπόν, άλλο ένα παράδοξο. Η απώλεια είναι η διαρκής παρουσία. Η συλλογική μνήμη που αναδύεται από το φευγιό του Βαρδή Τσουρή θυμίζει τα προσωκρατικά παράδοξα, αυτά που αγαπούσε ο ίδιος να ερμηνεύει ως μία ακόμα αναρχική μέθοδο ενάντια στις εξουσίες του θανάτου. Η απώλεια σου, Βαρδή, θα είναι στο εξής για την Κρήτη ένας συνεχής διάλογος με τα δύσκολα ερωτήματα και τις προοπτικές που πρότεινε η συνεισφορά σου, μια ανεπανάληπτη και αναντικατάστατη «δουλειά μυρμηγκιού»: στα χωριά και στη διάχυση των λαϊκών συνελεύσεων, στις πρωτοβουλίες γειτονιάς, στην ταξική πάλη και τους αγροτικούς αγώνες, από την ανυποχώρητη, μέχρι τη νίκη, απεργία πείνας στο κελί, σε μια διαδρομή ζωής που άλλαζε ψάχνοντας διαρκώς έναν κριτικό λόγο για την αναρχία, τη ζωή, την ελευθερία, την αλληλοβοήθεια και την ισότητα.

«Ο χρόνος ποτέ δεν μας αφορούσε…», έτσι θα κλείσει ο Ραούλ Βανεγκέμ τον αποχαιρετισμό του στον Βαρδή. Σε μια επίκληση της μνήμης λοιπόν: ένα ζωηρό βήμα, ένα ανυπότακτο πνεύμα γαλουχημένο τόσο από τη ζωή στα όρη, όσο και από την απρόβλεπτη και περιπετειώδη καθημερινότητα στα στενά των μεταπολεμικών γειτονιών των Χανίων, η αγάπη για τα βιβλία και οι συλλογικές αναζητήσεις της νεολαίας στα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Θα βρεθεί και αυτός ανάμεσα στα πρώτα αγκάθια που βυθίζονται στη γκρίζα καρδιά μιας σιωπηλής πρωτεύουσας, στη δικτατορία. Στις πρώτες δημόσιες δράσεις των μικρών ομάδων «που τσιγκλάνε τα πρόβατα» της πόλης, και ύστερα χάνονται από τα μάτια των μπάτσων. Ανάμεσα σε όλα τα ρεύματα της αμφισβήτησης εκείνων των ανθρώπων που εξεγέρθηκαν ενάντια στη χούντα, κάποιοι από αυτούς θα επιλέξουν την εξουσία. Ο Βαρδής θα υπερασπιστεί την αναρχία, ήδη από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

«Ούτε να με κυβερνούν θέλω, ούτε να κυβερνώ». Η ρήση του Ηρόδοτου θα γίνει μία από τις πρώτες αφίσες της αναρχικής ομάδας Χανίων στα τέλη της δεκαετίας του ΄70. Τα πρώτα αντιεξουσιαστικά κείμενα της μεταπολίτευσης ενάντια στον εθνικισμό, ενάντια στις παρελάσεις, για την κατάργηση των φυλακών, για την ορατότητα και την υποστήριξη όσων δεν ακολουθούν την ετερόφυλη επιθυμία. Επίσης, τα πρώτα κείμενα ενάντια στον ολοκληρωτισμό των σταλινικών καθεστώτων, τα πρώτα κείμενα για το ελευθεριακό κίνημα και οι διαρκείς διώξεις. Την ίδια δύσκολη εποχή, οι ενέδρες από τα «σταγονίδια» και ο τρόπος του Βαρδή να τους τρέπει σε φυγή. Πιο ύστερα, οι αγώνες ενάντια στις βάσεις και τον μιλιταρισμό. Εκεί ο Τσουρής θα αναγκάσει πολλούς να αναλάβουν σοβαρά πλέον τη μέριμνα για μια οριζόντια οργάνωση του κινήματος, όπως και τη διάχυση ενός λόγου ενάντια σε όλους τους στρατούς, ενάντια στον ελληνικό καπιταλισμό και τις γεωπολιτικές του στρατηγικές. Ακολουθεί η νικηφόρα απεργία πείνας και η πανελλαδική κινητοποίηση που προκάλεσε στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, όταν η καταστολή επιχείρησε να γονατίσει το κίνημα στο όνομά του. Την ίδια περίοδο, οι πρώτοι κοινοί αγώνες μαζί με τους μετανάστες, για τη ζωή και τα δικαιώματα τους και τη συμμετοχή των «χωρίς χαρτιά» στα εργατικά σωματεία, έπειτα το αυτοδιαχειριζόμενο στέκι των Χανίων, οι αγώνες για να μην γίνει η γαυδοπούλα στρατιωτική πλατφόρμα, η κατάληψη Rosa Nera, οι αγώνες στα χωριά ενάντια στον «πράσινο» καπιταλισμό.

Οι άνθρωποι στα Χανιά, που πενθούν και στοχάζονται τη μνήμη ενός ανθρώπου που αγωνίστηκε με ανιδιοτέλεια, θυμούνται, αυτές τις μέρες, τις ιστορίες από τις αμέτρητες διώξεις 40 χρόνων, για πράγματα που σήμερα χαιρόμαστε ως αυτονόητα και για αυτά που χάνουμε πάλι. Αναστοχάζονται επίσης τον αγώνα του για την καταστροφή της βαρβαρότητας, για τη δυνατότητα της αταξικής κοινωνίας και του διαρκώς εξεγερμένου ατόμου. Θυμούνται τον Βαρδή στις χαρές της ζωής, πότε στα βοσκοτόπια των ορεσίβιων και στα ριζίτικα τραγούδια, στα λαϊκά καφενεία και τα στέκια των μεταναστών εργατών, στις περιβαλλοντικές και τις εργατικές κινητοποιήσεις, στα γλέντια και τις συγκρούσεις των εξεγέρσεων, σε κάθε διεκδίκηση των καταπιεσμένων και των μειονοτήτων για την ελευθερία.

Το φευγιό του Βαρδή, ας το παραδεχτούμε, είναι το τέλος μιας εποχής. Ο Βαρδής Τσουρής ήταν πασίγνωστος στον τόπο του, ως Αναρχικός. Πασίγνωστος κυριολεκτικά, καθώς δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως μέχρι και μόλις πριν από δεκαπέντε χρόνια τον ήξεραν όλοι στα Χανιά, από τους υπέργηρους μέχρι τα λυκειόπαιδα. Τι ήταν αυτό που έκανε τον ίδιο τόσο αναγνωρίσιμο, και τις αναρχικές του ιδέες και μεθόδους τόσο σεβαστές, παρά το προωθημένο του λόγου και της δράσης του; Οι αλλεπάλληλες διώξεις εναντίον του στο όνομα των δίκαιων αγώνων, η ασυμβίβαστη στάση του απέναντι στους διώκτες, η πανθομολογούμενη κινηματική του οργανωτική ευφυΐα, ίσως ακόμα περισσότερο η απαράμιλλη κοινωνικότητά του, δίχως το παραμικρό εργαλειακό στρογγύλεμα σχετικά με τα πιστεύω του. Ας ειπωθεί ξανά, προφανώς και όσοι δρούμε στο όνομα μιας ελευθεριακής προοπτικής, βρήκαμε έναν δρόμο στρωμένο από αυτόν τον άνθρωπο. Στο μέλλον, οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι της Κρήτης θα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στην παραταξιακή περιχαράκωση ή στη διάχυση της αναρχικής του μεθόδου: της από κοινού συλλογικής και οριζόντιας συνδιαμόρφωσης των «πολυάριθμων αγωνιστών της βάσης, που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους, και που τους χωρίζουν τα πάντα με τις τυπικές και άτυπες ηγεσίες τους», όπως έλεγε ο Βαρδής.

Για τη συνεχή και αδιάλειπτη συνεισφορά του στο κίνημα, μέχρι τις τελευταίες του μέρες. Για τη συνέχιση αυτής της πρόκλησης, για την αντιεξουσιαστική και αντιεθνικιστική «ενότητα στη βάση» για την οποία αγωνίστηκε, βασανίστηκε και τελικά αναγνωρίστηκε. Τόσο από τους συντρόφους που αφοσιώθηκαν στο κίνημα όσο και από τους λαϊκούς ανθρώπους, τους αόρατους και τους καταπιεσμένους που εμπνεύστηκαν από την ελευθεριακή του «τεχνοτροπία» στον αναρχικό αγώνα και στη φιλία της καθημερινής ζωής.

Ο Βαρδής Τσουρής θα είναι πάντα εδώ,
θα είναι παρών,
θα είναι μαζί μας.

 Δυο σύντροφοι από την κατάληψη Rosa Nera

via apatris.info