Οι δρόμοι των αγώνων δεν (περι)ορίζονται…

0
322

Λάβαμε 06/07/2020

Οι δρόμοι των αγώνων δεν (περι)ορίζονται…

Μέρα με τη μέρα εξελίσσεται η μεθοδευμένη επιχείρηση εγκληματοποίησης των εργατικών και κοινωνικών αγώνων. Με άγρια καταστολή των κινητοποιήσεων στους δρόμους, στους αυτοοργανωμένους χώρους και στις καταλήψεις, αλλά και με τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωτικού πλαισίου που παρέχει πλήρη ασυδοσία στους μηχανισμούς καταστολής να επιβάλουν τον τρόμο σε όσες/ους αγωνίζονται και σε εκείνους/ες που η ίδια η ζωή, η ανεργία, η φτώχεια, ο αποκλεισμός θα τους βγάλουν αύριο στον δρόμο για να διεκδικήσουν.

Την περίοδο Covid–19 το κράτος παρουσιάζεται ως ο αποκλειστικός ρυθμιστής της ζωής μας. Επέβαλε με τον υποχρεωτικό εγκλεισμό και την τηλεργασία όρους γενικευμένης επιτήρησης, ελέγχου και πειθάρχησης. Τώρα με το σχέδιο νόμου με τον τίτλο «δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» μεθοδεύεται η επιβολή της νέας “νομιμότητας” με οργουελιανούς όρους. Η κυβέρνηση της νέας δημοκρατίας με τη συνδρομή των μηχανισμών προπαγάνδας των μέσων μαζικής εξαπάτησης μεθοδεύει να γίνει νόμος η απαίτηση των αφεντικών (του ΣΕΒ, των ενώσεων ιδιοκτητών εμπορικών και ξενοδοχειακών επιχειρήσεων), η οποία έχει τη συναίνεση των λούμπεν εκφασισμένων ατόμων που έχουν αποδεχτεί τον κοινωνικό κανιβαλισμό ως περιεχόμενο και στάση επιβίωσης. Τα αφεντικά απαιτούν την επιβολή σιωπής νεκροταφείου και η κυβέρνηση δίνει τον μανδύα της “νομιμότητας”…

Ο λόγος της εξουσίας ιστορικά χαρακτηρίζεται από την αλλοίωση της σημασίας των εννοιών: από το ιδιώνυμο του Βενιζέλου, τον νόμο 4229 του 1929, που έφερε τον τίτλο «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών» και τον αναγκαστικό νόμο 509 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών» τον Δεκέμβρη του 1947, μέχρι τον τρομοκρατικό νόμο 2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων». Έτσι και το σχέδιο νόμου που επιχειρεί να επιβάλει απαγόρευση των συγκεντρώσεων έχει τον τίτλο «δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» και «στόχος» του διακηρύσσεται ότι δήθεν είναι η «διασφάλιση της ακώλυτης άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι».

Το σχέδιο νόμου αποτελεί συνέχεια του νόμου του σύριζα με τον τίτλο «Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων του ν. 4557/2018» και της υπουργικής απόφασης του υπουργού οικονομικών Τσακαλώτου λίγες μέρες πριν τις εκλογές του 2019 (Αριθμ. 67343, ΦΕΚ B΄ 2443/20–06–2019) με την οποία στο όνομα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα σωματεία κλήθηκαν να υπογράψουν δήλωση νομιμοφροσύνης, για να μη θεωρηθούν «εγκληματικές οργανώσεις» δηλώνοντας τα ονόματα των μελών του ΔΣ που είναι πρόεδροι, γραμματείς και ταμίες, με πρόστιμο 10.000 ευρώ, αν δεν το έπρατταν.

Με το σχέδιο νόμου επιχειρούν να επιβάλουν προληπτικό φρονηματικό απαγορευτικό πλαίσιο για κάθε συγκέντρωση σε δημόσιο χώρο ανεξαρτήτως αν αυτές εξελιχθούν σε διαδήλωση («σταθερή και κινούμενη συνάθροιση»). Υπάρχει μάλιστα πρόβλεψη για την «αυθόρμητη και την έκτακτη υπαίθρια συνάθροιση», όταν ξαφνικά όσοι/ες αγωνίζονται βγαίνουν στους δημόσιους χώρους, ενώ απαγορεύονται οι αντιφασιστικές κινητοποιήσεις («απαγορεύεται δημόσια συνάθροιση ο σκοπός της οποίας αντιτίθεται προς τον σκοπό ήδη προγραμματισμένης συγκέντρωσης»). Η ιδεολογική προβολή της “ασφάλειας”, του νόμου και της τάξης, η αναγωγή της «διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής» σε κίνδυνο, έρχονται να νομιμοποιήσουν την επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Εδώ όμως αυτός που ορίζει τα όρια της “νομιμότητας” δεν είναι ο δικαστικός μηχανισμός, αλλά ο δολοφονικός κατασταλτικός μηχανισμός των ΜΑΤ στην πόλη και στα λιμάνια, που πλέον δεν έχει μόνο τον ρόλο να βασανίζει, αλλά και να αξιολογεί τη “νομιμότητα” μιας συγκέντρωσης στον δημόσιο χώρο: το μετεμφυλιακό κράτος του χωροφύλακα είναι πάντα παρόν, τώρα και με εξουσία εισαγγελέα…

H κυβέρνηση της νέας δημοκρατίας επιχειρεί να θεσμοθετήσει ένα αστυνομικό κράτος. Ο ρόλος αυτού που απαγορεύει και αποφασίζει την καταστολή δεν δίνεται –όπως μετά το 1974– στον εισαγγελικό μηχανισμό. Αυτός απλώς ενημερώνεται. Την απόφαση θα τη λάβει ο «διαμεσολαβητής», «αξιωματικός αστυνομίας ή λιμενικού σώματος». Υπάρχει και η φαντασιακή παρουσία του διοικητικού πρωτοδικείου ή του συμβουλίου της επικρατείας, στο οποίο «δύναται να προσφύγει ο οργανωτής σε περίπτωση απαγόρευσης της συγκέντρωσης». Πράγματι θα χρειάζονταν πολλές μέρες για να βρούμε μια απόφαση –προσωρινώς εκτελεστή– υπέρ των εργατικών διεκδικήσεων και μάταιος κόπος να αναζητήσουμε αποφάσεις που σταμάτησαν τη λεηλασία της φύσης από το κεφάλαιο.

Σε μια περίοδο, στην οποία κάθε μέρα δημοσιοποιούνται γεγονότα –τα οποία συχνά αποκαλύπτονται λόγω των αντιφάσεων των υπηρετούντων στους κρατικούς μηχανισμούς– για συνέργεια αστυνομικών διευθυντών με τη μαφία (βλ. «οργανωμένο έγκλημα»), η οποία αποτελεί βασικό πυλώνα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης του οικονομικού συστήματος σε περιόδους έλλειψης ρευστότητας από το τραπεζικό σύστημα. Σε μια περίοδο όπου καταγγέλλονται ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί της «ελληνικής αστυνομίας και του λιμενικού» ότι βγάζουν καλά “νυχτοκάματα”, ενώ άμα τη συνταξιοδοτήσει τους, εκτός από την “πενιχρή” σύνταξή τους, σιτίζονται με παχυλή μισθοδοσία αργομισθίας για την προστασία των αφεντικών. Ανατίθεται σε αυτούς να αποφασίσουν αν θα καταστείλουν ή όχι μια απεργιακή συγκέντρωση των εργαζομένων που διεκδικούν τα δικαιώματά τους έξω από ένα εργασιακό κάτεργο. Αυτή η αρμοδιότητα εκχωρείται σε εκείνους που αισθάνονται υποχρεωμένοι στο πρώτο τηλεφώνημα να λειτουργήσουν σαν security, για να προστατέψουν το εφοπλιστικό κεφάλαιο στα λιμάνια, τα αφεντικά σε ένα εργοστάσιο, ένα συνοικιακό μαγαζί όπου το αφεντικό ασύδοτα δεν πληρώνει ή και απολύει, αλλά και να καταστείλουν μια διαδήλωση, όσων παλεύουν ενάντια στη λεηλασία της φύσης από το κατασκευαστικό κεφάλαιο, όσων δεν θα σκύψουν το κεφάλι μπροστά στον ολοκληρωτισμό που επιχειρούν να επιβάλουν.

Η αγορά είναι το φετίχ αυτού του νόμου (βλ. «διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής»). Η εναντίωση στη μεγιστοποίηση του κέρδους των αφεντικών, το κατέβασμα στον δημόσιο χώρο χωρίς την αποδοχή του ρόλου του προβάτου ή και του χαφιέ συνεπάγεται την καταστολή κάθε συλλογικής διεκδίκησης. Για να υπάρξει συγκέντρωση σε δημόσιο χώρο κάποιος πρέπει να δηλώσει «οργανωτής» στην ιστοσελίδα του υπουργείου δημόσιας τάξης είτε αυτός είναι κάποιο άτομο μιας συλλογικότητας είτε ο/η πρόεδρος ενός σωματείου: ο τρόμος πάνω από τα κεφάλια όλων. Να δηλώσει εκτός από τα στοιχεία της ταυτότητάς του, «τόπο, χρόνο έναρξης και λήξης της συνάθροισης, τον σκοπό της και προτεινόμενο δρομολόγιο». Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται η στοχοποίηση του ενός: ρόλος και ταυτότητα “αρχηγού”, ηθικού αυτουργού δηλαδή, αντιμετώπιση της μαζικής παρουσίας στους δημόσιους χώρους με όρους ποινικής καταστολής του “οργανωμένου εγκλήματος”… Αυτοενοχοποίηση, φρονηματική δίωξη («σκοπός»), αποδοχή της έγκρισης της διαδρομής της πορείας… Με τις χειροπέδες στα χέρια, πριν καν ξεκινήσει η διαδήλωση, αν δεν αποδεχτεί να «συνεργάζεται με την αστυνομική και λιμενική αρχή και να συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους… να ζητά την παρέμβαση των αρχών για την απομάκρυνση ατόμων που διαταράσσουν τον ειρηνικό χαρακτήρα της συνάθροισης». Η ορολογία της ναζιστικής κατοχής, του καθεστώτος στον Εμφύλιο και στα μετεμφυλιακά χρόνια ξανάρχεται, ενώ ο «οργανωτής» της δημόσιας συγκέντρωσης πρέπει να αποδεχτεί τον ρόλο του χαφιέ, να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις και με σκυμμένο το κεφάλι να αντιμετωπίζει τους συναγωνιστές του ως πρόβατα που βρίσκονται σε προαυλισμό. Ποια/ος μπορεί να διεκδικήσει και τι, με αυτούς τους όρους της πλήρους υποταγής και πειθάρχησης, όταν ο τρόμος βασιλεύει και ο δρόμος οριοθετείται σε μια νησίδα ολιγόλεπτης προκαθορισμένης κίνησης σε αυτή;

Προϋπόθεση για την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης ή της διαδήλωσης είναι η αποδοχή ενός απαγορευτικού φρονηματικού πλαισίου («συστάσεις της αστυνομικής αρχής»): περιορισμό της κίνησης σε μέρος του οδοστρώματος ή άλλου δημόσιου χώρου, επιβολή από το κράτος άλλου δρομολογίου, κατάδοση άλλων διαδηλωτών ή συγκεντρωμένων, αλλά και αποδοχή της απαγόρευσης κινητοποιήσεων που «εμποδίζουν την πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς κοινής ωφέλειας και νοσηλευτικά ιδρύματα». Το δυστοπικό απαγορευτικό ολοκληρωτικό πλαίσιο έχει τεθεί. Η κίνηση είναι απολύτως προκαθορισμένη, πλήρως ελεγχόμενη, ταπεινωτική και προσβλητική για όσους/ες συμμετέχουν σε αυτή. Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, έξω από τους χώρους εργασίας, με το πρόσχημα της δήθεν παρεμπόδισης πρόσβασης σε αυτές, απαγορεύονται…

Ο νόμος δεν αρκείται στην εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας. Αντίθετα, εγκληματοποιεί τη συγκέντρωση σε δημόσιο χώρο και τη διαδήλωση με ποινική αντιμετώπιση ιδιώνυμου αδικήματος. Η μη συμμόρφωση προς τας υποδείξεις και η συμμετοχή σε συγκέντρωση ή διαδήλωση χωρίς άδεια τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή αν «αλλοιωθεί ο ειρηνικός της χαρακτήρας» με φυλάκιση μέχρι δύο έτη. Ο «οργανωτής» έχει και αστική ευθύνη για την αποζημίωση για όσα συμβούν κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας συγκέντρωσης ή διαδήλωσης.

Ο ιδεολογικός ρόλος του νομοσχεδίου γίνεται ξεκάθαρος στο άρθρο 19 με το οποίο ορίζεται η «συγκρότηση αυτοτελούς υπηρεσίας διεύθυνσης πρόληψης της βίας που υπάγεται απευθείας στον “εκάστοτε Χρυσοχοΐδη”». Συγχέοντας την πολιτική βία («βίαιος εξτρεμισμός – ιδεολογία της βίας») με τη ρατσιστική, την έμφυλη, την ενδοοικογενειακή και την ενδοσχολική βία παρουσιάζεται το κράτος ως ένας ουδέτερος ρυθμιστής παρεκκλίσεων που αποτελούν όλες παθογένειες, οι οποίες χρειάζονται να μελετηθούν “επιστημονικά” από τους μηχανισμούς καταστολής και να αντιμετωπιστούν ως ένα ενιαίο εχθρικό σύνολο. Αναπαράγεται το ιδεολόγημα των δύο άκρων και ταυτίζεται ο φασισμός με την αμφισβήτηση και τον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, της πατριαρχίας και της αυταρχικής εκπαίδευσης της αμάθειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Επίσης, διακηρύσσεται ο μεταφυσικός ρόλος του κράτους να «ενισχύσει την ανθεκτικότητα της κοινωνίας απέναντι στις αιτίες που οδηγούν στη βία, την παραβατικότητα και στο έγκλημα». Το σχέδιο νόμου είναι σε αυτήν την κατεύθυνση: σιγή νεκροταφείου στην Covid–19 εποχή…

Αιδήμονα σιγή τηρούν και οι δικηγορικοί σύλλογοι, οι πανεπιστημιακοί, οι συνταγματολόγοι: μάλλον θα υπάρχει κάποια θέση και γι’ αυτούς στην πιο πάνω υπηρεσία… πρόληψης. Ο πρόεδρος του ΔΣΑ, Βερβεσός, που πρωτοστάτησε με τον Λυκουρέζο, στο κίτρινο σωματείο στα κέντρα ξένων γλωσσών το 2005 (3,5 ευρώ μεικτά χωρίς κανένα εργασιακό δικαίωμα), θα είναι σίγουρα πολύ χαρούμενος που θα απαγορεύονται οι διαδηλώσεις από αστυνομικούς, μιας και τώρα τελευταία εμφανίστηκε γυναίκα εισαγγελέας που ξεφτίλισε τους δικηγόρους των φονιάδων της Ελένης.

Εν κατακλείδι, ένα ολοκληρωτικό θεσμικό πλαίσιο σε συνθήκες καθεστώτος έκτακτης ανάγκης επιβάλλει δυστοπικούς όρους στην ταξική πάλη. Η συλλογική απάντηση, για να είναι νικηφόρα, προϋποθέτει την κινητοποίηση των εργαζομένων και των ανέργων –από τα κάτω–, τη μαζική συμμετοχή στις διαδηλώσεις ενάντια στην ψήφιση του νομοσχεδίου, αλλά και τον ανιδιοτελή ανυποχώρητο αγώνα χωρίς ανάθεση σε “ειδικούς” του κρατικού–εργοδοτικού συνδικαλισμού, ώστε στην πράξη να μην περάσει ο νόμος.

Σπέρνουν ανέμους, θα θερίσουν θύελλες

Δεν θα περάσει η εγκληματοποίηση των εργατικών και κοινωνικών αγώνων

Αυτοοργάνωση – Αντίσταση – Αλληλεγγύη

Πρωτοβουλία Εργαζομένων & Ανέργων στην ιδιωτική εκπαίδευση