Σχετικά με τη 2η δίκη του Επαναστατικού Αγώνα

0
169

Η δεύτερη πολιτική δίκη της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας τελείωσε. Κράτος και δικαστές, καταδίκασαν τους συντρόφους σε δεκάδες χρόνια φυλάκισης. Το δικαστήριο αυτό, με προεδρεύουσα την εφέτη Ι. Χριστοδουλέα-Κλάπα, εξάντλησε την κατασταλτική της δυνατότητα επιβάλλοντας: Ισόβια και 129 χρόνια κάθειρξη στον Νίκο Μαζιώτη, 11 χρόνια  κάθειρξη στην Πόλα Ρούπα μόνο για τα πλημμελήματα, 13 χρόνια κάθειρξη στον Αντώνη Σταμπούλο και 36 χρόνια κάθειρξη στον Γιώργο Πετρακάκο.

Σε αυτό το ειδικό δικαστήριο εντός των φυλακών, υπήρξαν καινοτομίες που αφήνουν αρνητικές  παρακαταθήκες για το κίνημα και τις μελλοντικές δίκες αγωνιστών. Καινοτομίες που δείχνουν ξεκάθαρα ότι το κράτος δε πρόκειται να χαριστεί στους πολιτικούς του αντιπάλους, όσο αριστερό και αν είναι το προσωπείο που παίρνει κάθε φορά. Οι πολιτικές αυταπάτες με το τέλος αυτής της δίκης δέχθηκαν άλλη μια γροθιά στα πλευρά, κάνοντας σαφές σε όλους ότι η πολιτική αιχμή του ένοπλου ανατρεπτικού αγώνα πρέπει να καταδικαστεί στη φυλακή και στη λήθη. Το αποτέλεσμα αυτής της δίκης και τα χρόνια που βαραίνουν τους συντρόφους μας, αποτελούν σαφή παραδειγματισμό και φόβητρο για όσους έχουν ως λογική τους την απόλυτη συνάφεια του ένοπλου αγώνα με τον αγώνα για την κοινωνική επανάσταση.

Σε αυτό το δικαστήριο η έδρα έδειξε από την αρχή τις προθέσεις της. Από την πρώτη κιόλας στιγμή  προτάθηκαν απανωτές συνεδριάσεις σχεδόν σε καθημερινό επίπεδο, προτάθηκαν ακόμα και  απογευματινές συνεδρίες και ξεδιάντροπα ομολογήθηκε ότι η δίκη αυτή σε κάθε περίπτωση πρέπει να τελειώσει πριν παρέλθει το 18μηνο του συντρόφου Α. Σταμπούλου. Πριν αρχίσει δηλαδή η δίκη  είδαμε ότι θα μιλούσαμε για διαδικασία express, με ειλημμένη την απόφαση ότι οι κατηγορούμενοι πρέπει να παραμείνουν όλοι τους φυλακισμένοι, μέχρι τη στιγμή της προαποφασισμένης τους καταδίκης. Ακόμη πάντως και με τη μέθοδο του κατεπείγοντος που διεξήχθη αυτή η δίκη, ο μηχανισμός της αντιτρομοκρατικής και της εισαγγελίας προσπάθησε να εισάγει νέα στοιχεία. Χαρακτηρηστικό παράδειγμα τα «σημειώματα της αντιτρομοκρατικής», που κατατέθηκαν μετά την έναρξη της δίκης και αφορούσαν στοιχεία που δεν σχετιζόντουσταν άμεσα με τις κατηγορίες, στοιχεία που θα αξιοποιούνταν φτιάχνοντας το πλαίσιο για την καταδίκη των κατηγορούμενων και φυσικά, η μεθόδευση και τα δεδομένα αυτά θα αξιοποιούνταν και σε μελλοντικές δίκες. Επιχειρήθηκε  να συσχετιστούν εκρεμμείς υποθέσεις ληστειών με την οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας, να «δέσουν» την υπόθεση του μηντιακής εμπνεύσεως «επαναστατικού ταμείου» και να δημιουργήσουν πάλι το πλαίσιο για να στηθεί η κατηγορία της διεύθυνσης της οργάνωσης, η οποία είχε πέσει από το πρώτο δικαστήριο. Η αποτροπή της μεθόδευσης κατασκευής κατηγοριών από την εισαγγελεία με βάση τα σημειώματα της αντιτρομοκρατικής, τόσο από τους συντρόφους όσο και τους συνηγόρους, ήταν από τα θετικά σημεία της δίκης αφού το δικαστήριο τελικά δεν τα έκανε δεκτά.

Στη συνέχεια όμως, η έδρα απέδειξε ότι η καταδίκη των κατηγορουμένων έπρεπε να επιβληθεί και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, κάνοντας τη νομολογία λάστιχο, σε ελεύθερη πάντα μετάφραση κι ερμηνία κατά τη σκοπιμότητα. Στις 18/1 είχε προγραμματιστεί η συνεδρίαση όπου θα γινόταν η αγόρευση της εισαγγελέως (μετά την οποία τυπικά απέμεναν δύο ακόμα συνεδριάσεις για το τέλος της δίκης), συνεδρίαση που “έπεσε” μέσα στις πρώτες μέρες της αποχής των δικηγόρων. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έχει ένα πλαίσιο εξαίρεσης από την αποχή των δικηγόρων που αφορά στην εκδίκαση των υποθέσεων που παραγράφονται και των υποθέσεων που αφορούν προσωρινά κρατούμενους των οποίων κοντεύει να συμπληρωθεί το ανώτατο όριο προφυλάκισης (18μηνο).

Στη συνεδρία της 18/1, οι συνήγοροι γνωρίζοντας ότι δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο εξαιρέσεων του ΔΣΑ, δεν προσκόμισαν κάποιο χαρτί που να τους καλύπει στην αποχή τους. Η πρόεδρος όμως, κρίνοντας ότι ήταν υποχρεωμένοι να το προσκομίσουν όπως και να έχει, τους απέλυσε όλους και δήλωσε ότι θα ορίσει νέους συνηγόρους από το κράτος. Οι κατηγορούμενοι εναντιώθηκαν σε αυτή την απόφαση και δήλωσαν ξεκάθαρα ότι επιθυμούν να έχουν υπεράσπιση από τους δικηγόρους της επιλογής τους. Η πρόεδρος ερμηνεύοντας ελεύθερα το νομικό πλαίσιο που υποχρεώνει το δικαστήριο να ορίσει όχι μία, αλλά τρείς φορές συνήγορο από το κράτος και αν και ο τρίτος συνήγορος δεν γίνει δεκτός από τον κατηγορούμενο τότε και μόνο έχει το νομικό δικαίωμα να προχωρήσει στη διαδικασία, υπέθεσε ότι αυτά τα βήματα έγιναν. Με λίγα λόγια, προσπάθησε να προχωρήσει στη διαδικασία αφήνοντας όλους τους κατηγορούμενους χωρίς υπεράσπιση. Προκειμένου να ανακαλέσει την απόλυσή τους, η έδρα απαίτησε από τους δικηγόρους να φέρουν την ίδια στιγμή χαρτί από τον ΔΣΑ που να βεβαιώνει ότι τους καλύπτει στο να απέχουν από τα καθήκοντά τους στη συγκεκριμένη συνεδρία, κάτι που ο Ν.Μαζιώτης ζητήσε από τη δικηγόρο του να μην κάνει. Η έδρα συνέχισε να ορίζει κανονικά δικάσιμους και απαιτούσε από τους συνηγόρους να φέρνουν κάθε φορά χαρτί από τον ΔΣΑ προκειμένου να ζητάνε αναβολή λόγω της αποχής και νέα ημερομηνία.

Στις 22/2 ο ΔΣΑ έκρινε ότι λόγω της παρόδου του χρόνου, η υπόθεση πλέον εμπίπτει στο πλαίσιο της εξαίρεσης (κίνδυνος παρέλευσης 18μηνου) και ότι δεν θα καλύπτει πλέον τους συνηγόρους στο να απέχουν από τα καθήκοντά τους στη συγκεκριμένη δίκη, οπότε οι δικηγόροι ήταν υποχρεωμένοι είτε να παρίστανται στη δίκη, είτε να αποδεσμευτούν. Ο Νίκος Μαζιώτης σε συνεννόηση με τη δικηγόρο του επέλεξε να την απολύσει προκειμένου να μην αναγκαστεί να παραστεί και ζήτησε να του οριστεί δικηγόρος από το κράτος. Η έδρα με “αιτιολογία” ότι το αίτημά του έχει ως μόνο σκοπό την παρεμπόδιση της διαδικασίας, το αρνήθηκε. Λόγω της άρνησης αυτής, οι συγκατηγορούμενοι του Ν. Μαζιώτη μαζί με τους δικηγόρους τους αποχώρησαν από τη διαδικασία ως ένδειξη διαμαρτυρίας, κι έγινε αυτό που είχε αποφευχθεί στις 18/1: η διαδικασία συνεχίστηκε κανονικά, με την εισαγγελέα να αγορεύει σε άδεια έδρανα και την πρόεδρο να αναγγέλει την έκδοση της απόφασης δύο μέρες μετά, παρακάμπτωντας τις αγορεύσεις των συνηγόρων. Μετά από μάχη των δικηγόρων τους επετράπει τελικά να αγορεύσουν.

Ίσως η πιο αρνητική παρακαταθήκη που άφησε αυτό το δικαστήριο από δικαστικής πλευράς να είναι ότι σε αυτά τα ειδικά δικαστήρια, που οι σύντροφοί μας έχουν επιλέξει ότι θα δώσουν αυτή τη μάχη, μπορεί να υπάρχει η περίπτωση η δίκη να γίνεται χωρίς συνηγόρους υπεράσπισης αλλά και χωρίς απαραίτητα τη δική τους φυσική παρουσία, ενδεχόμενο που σαφέστατα έχει αφεθεί ανοικτό στην πιθανότητα των τηλεδικών. Φαίνεται ξεκάθαρα μια κατασταλτική μεθόδευση προκειμένου να εξαφανιστούν οι πολιτικές δίκες από το δημόσιο λόγο και χώρο. Το κράτος να ορίζει ως μόνο επίδικο πολιτικής αντιπαράθεσης την υποτιθέμενη δικιά του αυτοκάθαρση μέσω των υποθέσεων διαφθοράς και να επιβάλλει ιδεολογικά το μονοπώλιο στην πολιτικότητα.

Στη συνέχεια αυτής της δίκης-παρωδίας είχαμε και άλλες καινοτομίες αφού κατά τη διάρκεια της αγόρευσης της εισαγγελέως έγιναν και τα ανήκουστα: να ρωτά η εισαγγελέας την πρόεδρο αν αναφέρθηκε σε όλες τις κατηγορίες ή ξέχασε καμία και να στοιχειοθετεί κατηγορίες βάση του μηντιακού κλίματος ή αναρτήσεων στο διαδίκτυο. Ένα παράδειγμα της αφαιρετικής αυτής “λογικής”, ήταν η περίπτωση της κατηγορίας για ένταξη σε οργάνωση του Γ. Πετρακάκου, που αιτιολογήθηκε αποκλειστικά από την ερμηνία της εισαγγελέως για την ψυχοσύνθεση του Ν. Μαζιώτη και από την αλλοίωση μιας δήλωσης του Γ. Πετρακάκου, ο οποίος ενώ είχε δηλώσει πως έχει συμπάθεια προς τον αναρχικό χώρο, η εισαγγελέας είπε πως είχε δηλώσει συμπαθεια προς την οργάνωση του Επαναστατικού Αγώνα (πράγμα που και να είχε ειπωθεί σε καμμία περίπτωση δεν συνεπάγεται συμμετοχή στην οργάνωση).

Ώσπου την ημέρα της απόφασης ακούσαμε και την ετυμηγορία της έδρας και την πρωτοφανή ποινή των ισοβίων και των 129 χρόνων για τον Ν. Μαζιώτη για την έκρηξη στην τράπεζας της Ελλάδος, ενώ για όλες τις άλλες ενέργειες του Επαναστατικού Αγώνα η ποινή κατά συγχώνευση δεν ξεπέρασε τα 50 χρόνια, αλλά και την επαναφορά της κατηγορίας της διεύθυνσης που ουσιαστικά αναιρεί την απόφαση του πρώτου δικαστηρίου. Ακούσαμε τη βαρύτατη ποινή των 11 χρόνων στην Π. Ρούπα μόνο για τα πλημμελήματα! Την ποινή των 13 χρόνων για τον Α. Σταμπούλο, ακόμη και με την παραδοχή από την έδρα ότι τα στοιχεία δεν είναι επαρκή, και με μόνη αιτιολόγηση πως η εισαγγελέας είχε και πάλι σχηματίσει την “εντύπωση” ότι εντάσσεται στην οργάνωση του επαναστατικού αγώνα και ακόμη το παράδοξο τη μέρα της απόφασης να αναβαθμίζεται σε κακούργημα η πλαστογραφία που στο κατηγορητήριο είχε πλημμεληματικό χαρακτήρα. Και τέλος τα 36 χρόνια στον Γ. Πετρακάκο που καταδικάστηκε για το σύνολο των ληστειών και για συμμετοχή στην οργάνωση.

Οι αποφάσεις αφήνουν το κακό προηγούμενο της επιβολής ισοβίων για ενέργιες στις οποίες δεν έχει υπάρξει απώλεια ανθρώπινης ζωής και ουσιαστικά την κατά χειρότερο τρόπο εγκληματοποίηση του ένοπλου αγώνα. Αφήνουν βαρύτατες ποινές στα σώματα συντρόφων που δεν αποδέχθηκαν τον διαχωρισμό της νομιμότητας και δεν καταδίκασαν την ένοπλη μορφή πάλης. Θέλουν να λειτουργήσουν παραδειγματικά για όσους αγωνιστές επιλέγουν ή στηρίζουν τον ένοπλο αγώνα αλλά και να απονομιμοποιήσουν στη πλατιά κοινωνική συνείδηση  την οργάνωση του Επαναστατικού Αγώνα. Βλέπουμε δίκη τη δίκη να βαθαίνει η χρήση της ασάφειας των τρομονόμων σε βάρος του κινήματος και να παγιώνεται η ολοένα πιο αυθαίρετη χρήση του στα χέρια της αστυνομικής-δικαστικής εξουσίας. Ο τρομονόμος δίνει τον χώρο δικονομικά να ακούγεται από στόμα εισαγγελέων ως ενδείξεις ενοχής η κατοχή συγκεκριμένων βιβλίων του εμπορίου, να στηρίζονται οι αποφάσεις στην «εντύπωση» που έχουν σχηματίσει εισαγγελείς και δικαστές για το ποιόν του ατόμου κι όχι από στοιχεία που αποδεικνύουν την ενοχή, να μπαίνουν ποινές υπερπολλαπλάσιες από αυτές που υπαγορεύει ο ποινικός κώδικας, να στοχοποιούνται νομικά συγγενείς και φίλοι.

Σε κινηματικό επίπεδο, στη δίκη αυτή δεν καταφέραμε να διευρύνουμε τα περιεχόμενα της αλληλεγγύης, κεντρικοποιώντας σε πολιτικό επίπεδο τη δίκη και βάζοντας τον συνολικό χαρακτήρα που έχει η υπόθεση. Δεν καταφέραμε  να αξιοποιήσουμε την κινηματική εμπειρία που υπάρχει από ανάλογες δίκες. Το κίνημα αλληλεγγύης έχει φτωχύνει και οι δομές αλληλεγγύης δεν αξιοποιούνται απλώνοντας τα περιεχόμενα και τη μαζικότητα τους. Στη δίκη αυτή υπήρχε τεράστιο έλλειμμα αντιπληροφόρησης από τον αναρχικό χώρο και σίγουρα αυτό δε βοήθησε στο να πλαισιωθούν κινήσεις αλληλεγγύης, είτε να υπάρχουν περισσότεροι σύντροφοι στα δικαστήρια, εκεί που το κράτος προσπαθούσε να γκρεμίσει το πρόταγμα της κοινωνικής επανάστασης και εκεί που οι σύντροφοι μας αγωνίζονταν πρόσωπο με πρόσωπο με τους μηχανισμούς. Στη δίκη αυτή οι σύντροφοι μας στάθηκαν όρθιοι καταγγέλλοντας τη μεθόδευση του κράτους κάθε φορά και υπερασπιζόμενοι τον αγώνα από το μετερίζι που ο καθένας έχει επιλέξει. Όμως δεν υπήρξε η πολιτική βάση που θα χρησιμοποιούσε τη μάχη στο δικαστήριο ως αφορμή για την όξυνση του ταξικού πολέμου, είτε μέσω άμεσων κινήσεων, είτε μέσω του πολιτικού λόγου που θα στόχευε τις αντιφάσεις και τα πολιτικά κενά που αναδείχτηκαν από τη δίκη. Για μας οι πολιτικές δίκες όπως λέει και το κλασικό σύνθημα πρέπει να γίνονται «του κράτους καταδίκες» και σε αυτό το δικαστήριο το νόημα αυτό δεν απλώθηκε κινηματικά. Για μας, στις πολιτικές δίκες αποδεικνύεται πόσο έχει βαθύνει η ταξική πάλη και κατά πόσο τα περιεχόμενα της κάθε υπόθεσης έχουν καταφέρει να συλλογικοποιηθούν σε κινηματικό επίπεδο. Το πρόταγμα της κοινωνικής επανάστασης παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ, όμως ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να συνθέσουμε εκείνο το κίνημα που θα επιχειρήσει το επαναστατικό πείραμα. Στο μέτρο που μας αναλογούσε και εμείς ως συλλογικότητα δεν σταθήκαμε όπως ακριβώς θα θέλαμε και με τις μικρές μας δυνάμεις προσπαθήσαμε να συμβάλλουμε στο άνοιγμα της υπόθεσης, χωρίς να έχουμε σημαντικές στιγμές επιτυχίας.

Στα πέτρινα χρόνια που θα διαβούν οι σύντροφοι μας μέσα στις φυλακές εμείς θα στεκόμαστε δίπλα τους, με την κριτική, την πράξη και την αλληλεγγύη συνδετικό κρίκο των αγώνων, τόσο μέσα όσο και έξω από τα τείχη ο αγώνας για την κοινωνική επανάσταση συνεχίζεται.

Συντρόφισσες/οι για την αλληλεγγύη και την ανατροπή