ΣΑΣΤΑ: Κείμενο της παρέμβασης στα δικαστήρια θεσ/νίκης

0
350

ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΘΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΟΥΝ ΣΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ

Στο πέρας των αιώνων και κατά τη διαμόρφωση των ανθρώπινων κοινωνιών ως το υπάρχον κοινωνικό σύστημα, αν είναι ένα το κοινωνικό ιδεολόγημα που έστρωνε κάθε φορά το δρόμο για την ανθρώπινη εκμετάλλευση, αυτό δεν ήταν άλλο από το συντηρητισμό. Έναν συντηρητισμό, όμως, βαθύτερο από αυτή τη “σχολή” που επιθυμεί τη διατήρηση του τάδε ή του δείνα οικονομικού μοντέλου. Ένα συντηρητισμό που επεδίωκε τη διαιώνιση της συνθήκης της εκμετάλλευσης ως δομικό συστατικό των κοινωνιών.

Για να επιτευχθεί, όμως, ο εν λόγω στόχο ήταν “επιβεβλημένη” η διαμόρφωση ενός θεσμού που δε θα επέτρεπε να θιχθεί ούτε στο ελάχιστο το κοινωνικό status quo. Ο θεσμός αυτός αφορούσε ένα σύνολο κωδίκων ηθικής και αποτέλεσε τη “δικλίδα ασφαλείας” των καθεστώτων κοινωνικής οργάνωσης.

Η κοινωνική ηθική, αποτέλεσε κι αποτελεί μία μέθοδο κατάταξης κάθε ανθρώπινης ενέργειας (από τις προσωπικές σχέσεις μέχρι τις ατομικές πράξεις) κάπου μεταξύ των δύο πόλων, του “ηθικού” και του “ανήθικου”. Και αυτή η μέθοδος δεν ορίζεται καθόλου αυθαίρετα. Αντιθέτως, διαμορφώνεται με βάση τα κυρίαρχα κοινωνικά ιδεολογήματα, και έχει στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής ομαλότητας. Μπορεί, λοιπόν, κατά τα φαινόμενα να αποτελεί απότοκο ενός συλλογικού κοινωνικού “αλτρουισμού” για να επιτευχθεί η “αρμονική συμβίωση με τους άλλους”, αλλά η πραγματικότητα δείχνει πως αυτός ο φερόμενος ηθικός αλτρουισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από το συμβόλαιο υποταγής καθενός και καθεμίας στο υπάρχον εξουσιαστικό σύστημα. Είναι ο “εσωτερικός κανονισμός” της κοινωνίας-φυλακής.

Προφανώς, το πρώτο οξύμωρο στοιχείο είναι πως οι ηθικοί κώδικες προσδιορίζονται ως οικουμενικοί. Ωστόσο, σαφώς αρκετοί είναι οι υποταγμένοι αυτού του κόσμου που αν “ρωτόντουσαν”, δε θα υπέγραφαν συνθηκολόγηση με τους δυνάστες τους, ούτε θα σκλαβώνονταν οικειοθελώς κάτω από τον αξιακό κώδικα που ως ύψιστο ιδανικό, για παράδειγμα, ανάγει την ατομική ιδιοκτησία. Ακόμη πιο οξύμωρο βέβαια είναι, το γεγονός πως αν και αυτό το κοινωνικό δηλητήριο άλλαξε σύσταση και μορφή σε τόσο μεγάλο βαθμό ανά τους αιώνες και ανά τόπους για να φτάσει εδώ και τώρα (ανάλογα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε εξουσιαστικής πραγματικότητας αρχαϊκά πολιτειακά συστήματα, μεσαιωνική χριστιανική εκκλησία, ISIS κλπ). Εντούτοις, οι φορείς του, αντιλαμβάνονται το περιεχόμενό του όχι απλά ως ατομικά απαράβατο εγχειρίδιο διαβίωσης στον κόσμο, αλλά ως μία συνθήκη που οφείλει να επιβληθεί καθολικά στην ανθρωπότητα (και ενίοτε στη φύση), και ως μία παγκόσμιας εμβέλειας “αλήθεια”. Η μετεγκατάσταση των ηθικών κανόνων στην πράξη, βέβαια, αποτέλεσε κι αποτελεί μία πολύ περισσότερο περίπλοκη διαδικασία από την απλή διαμόρφωση των ατομικών συνειδήσεων των υπηκόων. Η διαδικασία αυτή είναι χρέος του δικαστικού συστήματος, του συστήματος δικαιοσύνης, του οποίου η σχέση με τη διαμόρφωση μιας διάχυτης κοινωνικής ηθικής είναι δυναμική και πολυεπίπεδη. Απ΄ τη μία, λοιπόν, το σύστημα δικαιοσύνης είναι η μέθοδος με την οποία θα εκφραστεί η ισχύουσα “άγραφη” κοινωνική ηθική σε τυπικούς και έγγραφους νόμους, είναι
αυτό το σύστημα το οποίο θα καθορίσει τη νομική πραγματικότητα, την τιμωρία και καμία φορά την επιβράβευση για τους παραβατικούς ή τους ευυπόληπτους πολίτες αντίστοιχα. Απ΄την άλλη, αποτελεί το μέσο για τη σταδιακή αφομοίωση των νόμων που θα διαμορφώσουν και θα παγιώσουν την κοινωνική ηθική και τέλος, θα αποτελέσουν το μηχανισμό μέσα από τον οποίο οι νόμοι κάποιες φορές θα εκφράσουν πραξικοπηματικά την επιβολή της κυριαρχίας για τα δικά της συμφέροντα.

Ο θεσμός αυτός της δικαιοσύνης, λοιπόν, αποτυπώνεται διαφορετικά ανάλογα με τα εκάστοτε κοινωνικά συστήματα οργάνωσης. Έτσι, στην αστική δημοκρατία, εκφράζεται μέσω των δικαστικών και νομοθετικών θεσμών, που αποτελούν και τους βασικούς πυλώνες τους κράτους. Το δικαστικό σύστημα δεν πρόκειται μόνο για μια αφηρημένη έννοια (π.χ. αίσθημα δικαίου) αλλά πολύ περισσότερο έχει να κάνει με την έκφραση της κρατικής και καπιταλιστικής καταστολής.

Η δικαστική εξουσία, είναι η κύρια υπεύθυνη για την “απονομή δικαιοσύνης” σε οποίον/α ξεπερνάει τα όρια που έχει ορίσει η κυριαρχία. Σε όλο αυτό το εξουσιαστικό σύμπλεγμα, το δικαστήριο αποτελεί το χώρο όπου αποκτά υλική μορφή η δικαιοσύνη: με τους εισαγγελείς που σα “σοφοί” και σαν “φύλακές” της προτείνουν χρόνια σε δικαστήρια και εκδίδουν εντάλματα πάσης φύσεως και τους δικαστές που σα σύγχρονοι ιεροεξεταστές επικυρώνουν τις ποινές με γνώμονα πάντα, και για τους δύο, την ισορροπία και την ασφάλεια τους συστήματος. Από όλο αυτό δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν και οι δικηγόροι που αποτελούν το συνδετικό κομμάτι του δικαστικού συστήματος με τα “θύματά” του, εκπροσωπώντας τους σα να δίνουν παράσταση σε θέατρο, παζαρεύοντας ποινές και πιέζοντας δικαστές και εισαγγελείς για να δείξουν επιείκεια. Όλοι αυτοί συνθέτουν το και ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα και δείχνουν σε κάθε δίκη το πραγματικό πρόσωπο της δημοκρατίας: διάφοροι φτωχοδιάβολοι έρχονται αντιμέτωποι με βαρύτατες ποινές, ενώ για τους συνειδητά εχθρούς της δημοκρατίας επιφυλάσσονται εκδικητικές φυλακίσεις και μακροχρόνιες ποινές για αυτούς και για τα φιλικά και συγγενικά τους πρόσωπα.

Το δικαστικό σύστημα, όμως, πέρα από μηχανισμό καταστολής αποτελεί “καταφύγιο’’ για τους καταπιεσμένους που έρχονται αντιμέτωποι με το σκληρό πρόσωπο του κράτους που δε θα διστάσει να καταπατήσει δικαιώματα να συγκαλύψει περιστατικά εργοδοτικής τρομοκρατίας, αστυνομικής και σωφρονιστικής βίας, δολοφονίες μεταναστών από φασίστες. Η δικαστική εξουσία, λοιπόν, έρχεται να μπαλώσει τα όποια ατοπήματα στα οποία πέφτουν το κράτος και τα αφεντικά για να αποδυναμώσει τους αγώνες των καταπιεσμένων, αφενός περιορίζοντας τις αντιστάσεις τους σε θεσμικές και αφομοιωτικές διεξόδους, αφετέρου προωθώντας τις ατομικές λύσεις στα συλλογικά μας προβλήματα. Τέλος, το δικαστικό σύστημα θα αποτελέσει τον εκφραστή των ανθρώπινων συναισθημάτων, το διαμεσολαβητή στην επισφράγιση των ανθρώπινων σχέσεων, το διαχειριστή των ανθρώπινων ζωών. Έτσι, η αγάπη και ο χωρισμός, η ζωή και ο θάνατος καλούνται να λογοδοτήσουν στο θεσμό της δικαιοσύνης, ο οποίος θα εγκρίνει τη γνησιότητά τους, θα εγκρίνει την ύπαρξή τους, θα τη νομιμοποιήσει ηθικά και κοινωνικά.

Φυσικά, το δικαστικό σύστημα δε στοχεύει ούτε μονάχα στη διαμόρφωση της κυρίαρχης ηθικής, της ηθικής της κανονικότητας, της ηθικής της υποταγής. Θα ’μασταν αφελείς αν δε βλέπαμε πως το δικαστικό σύστημα αποτελεί με τη σειρά του μια κερδοφόρα επιχείρηση για το κράτος, που μετρά εκατομμύρια ευρώ από τα πρόστιμα, τις εγγυήσεις, την εξαγορά των ποινών, τα περιοριστικά μέτρα, τα παράβολα, αλλά και μια κερδοφόρα επιχείρηση για τους
δικηγόρους που απολαμβάνουν υπέρογκα ποσά για να παζαρέψουν χρόνια ελευθερίας. Έτσι διαμορφώνεται -με δικούς της κανόνες-η μικροοικνομία του δικαστικού συστήματος

Η θεσμοθέτηση των νόμων ανέκαθεν διασφάλιζε την επιβίωση του κράτους. Κράτος και κεφάλαιο ανανεώνουν συνεχώς το συμβόλαιο καθολικής επιβολής μέσα από την απονομή μιας υποτιθέμενης αντικειμενικής και καθολικής δικαιοσύνης, μέσα από τη συνεχή αναβάθμιση του νομικού τους οπλοστασίου, μέσα από την εφεύρεση του ’’εγκλήματος’’, αλλά και της “τιμωρίας’’, και της επακόλουθης κοινωνικής τους νομιμοποίησης, μέσα από την παγίωση του δόγματος της κοινωνικής ειρήνης, σε έναν κόσμο που βράζει στις αντιθέσεις του, σε έναν κόσμο που ο πόλεμος από κράτος και αφεντικά έχει κηρυχθεί προ πολλού και το μόνο που μένει είναι να πάρουμε θέση μάχης απέναντι στους δυνάστες των ζωών μας.

Μέσα από τους νόμους, κράτος και καπιταλισμός νομιμοποιούνται τόσο ηθικά, όσο και πρακτικά. Οι νόμοι που στις ανθρώπινες συνειδήσεις εμπνέουν κάτι το καθολικό, το δεδομένο, το αναγκαίο και το αναλλοίωτο είναι αυτοί που ανάμεσα σε άλλα, φροντίζουν να κατασκευάσουν την εικόνα ενός κράτους που είναι “παντοδύναμο’’. Απ΄την άλλη, εμπνέοντας το φόβο στους καταπιεσμένους, δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως είναι ανήμποροι και αδύναμοι να αντιπαρατεθούν μαζί τους, άρα και με την εξουσία, να αντιπαρατεθούν με την εκμετάλλευση, την καταπίεση, σπέρνωντας τη ματαιότητα και την υποταγή.

Για όσους και όσες φοβούνται στην ιδέα της καταστροφής των νόμων και της κυρίαρχης ηθικής που φέρουν… Αρκεί να αμφισβητήσουμε τους νόμους ως θέσφατα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και σκέψης, το σύστημα δικαιοσύνης ως το υπέρτατο μηχανισμό εξασφάλισης της “καλής λειτουργίας” της καθημερινότητας και των ζωών μας και τελικά το δίκαιο και το άδικο ως δίπολο αυθαίρετα και αλλότρια ορισμένο όχι μόνο για να οριοθετεί και να διαχωρίζει τις δυνατότητες κίνησής μας, αλλά και για να επιβάλει “σωστή απάντηση’’ στην ελευθερία επιλογής. Αρκεί να πάρουμε θέση μάχης στον αέναο κοινωνικό πόλεμο, οξύνοντας τις εχθροπραξίες με όλα τα μέσα, τόσο ενάντια στο υπάρχον, στο σύστημα εξουσίας και καταπίεσης, όσο και ενάντια στην ίδια την αυταπάτη της κοινωνικής ειρήνης που συντηρεί ο θεσμός της δικαιοσύνης και το νομικό του οπλοστάσιο. Αρκεί να πάρουμε αυτά που μας ανήκουν με αγώνες όχι απλά πέρα από τα θεσμικά του πλαίσια αλλά και εξεγερμένοι/-ες εναντίον του.

Γιατί κανένα δίκαιο δεν προϋπάρχει για να διεκδικήσουμε. Το δίκαιο που κατασκευάζεται από τους καταπιεστές για να δυναστεύουν, γκρεμίζεται από τους καταπιεσμένους όταν επαναστατούν.

Αρκεί να οπλιστούμε με τη συνείδηση που συλλογικά χτίζει το αναρχικό επαναστατικό πρόταγμα. Να εμπιστευτούμε τον αντιιεραρχικό τρόπο οργάνωσής μας, την αδιαμεσολάβητη και συλλογική ζωή, την ελευθερία. Αρκεί να πολεμήσουμε κράτος και καπιταλισμό.

Ως την αναρχία

https://sasta.espivblogs.net
[email protected]

rear1 rear3 ΤΡΙΚΑΚΙ4mpros ΤΡΙΚΑΚΙ4pisw