Πολιτική δήλωση του αναρχικού Ανδρέα – Δημήτρη Μπουρζούκου

1
222

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ

Καταρχάς να ξεκαθαρίσω πως ό,τι πω σήμερα αποτελεί τη λογική συνέχεια όσων είχα δηλώσει και πρωτόδικα, εξακολουθώ να στηρίζω τις πράξεις και τις επιλογές μου. Εξακολουθώ να αρνούμαι την αστική νομιμότητα και κατ’ επέκταση τις κατηγορίες που μου προσάπτετε. Εξακολουθώ να αρνούμαι να νομιμοποιήσω το ρόλο σας ως κριτές και τοποτηρητές της ομαλότητας. Όπως είχα πει και στο πρωτόδικο θεωρώ χρέος μου τον επαναστατικό αντίλογο απέναντι στην μονολιθικότητα της δικαστικής εξουσίας. Όπως δεν σταματήσαμε τόσα χρόνια να εκφράζουμε τις πολιτικές μας θέσεις και την αντίθεσή μας στο σύστημα που υπηρετείτε, έτσι δεν θα σταματήσουμε ούτε τώρα. Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν σκοπεύω να σκύψω το κεφάλι και να σας δώσω την ηθική ικανοποίηση ότι τελικά η φυλακή με λύγισε, ότι τελικά κατάφερε η εξουσία σας να με βάλει στον “ίσιο” δρόμο. Να παραδεχτώ μπροστά σας αυτό που διακαώς επιθυμείτε, ότι το βίωμα της φυλακής και το προσωπικό κόστος της απώλειας ελευθερίας ήταν αρκετό για να μετανιώσω για τις επιλογές μου. Όχι, λοιπόν παραμένω συνειδητά σε αυτό που για σας είναι ο λάθος δρόμος, στο δρόμο του αγώνα, στο δρόμο για μία ζωή χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Ξέρω ότι ίσως σας τρομάζει μία τέτοια σκέψη, ίσως σας φαίνεται απόκοσμη εκείνη η στιγμή που ξαφνικά από τις υπερυψωμένες θέσεις σας (αντανάκλαση των κοινωνικών συσχετισμών) θα βρεθείτε χωρίς ίχνος εξουσίας, υπόλογοι για τα χρόνια εγκλήματα που έχετε διαπράξει απέναντι από το εξεγερμένο πλήθος αγωνιστών και επαναστατών. Να είστε σίγουροι πώς θα έρθει αυτή η μέρα και να είστε ακόμα περισσότερο σίγουροι πως δεν θα σταματήσω να αγωνίζομαι για να έρθει.

Η δήλωσή μου στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν δεν αποτελεί μία απόπειρα συνδιαλλαγής μαζί σας για να σας πείσω να μου χαρίσετε κάποια χρόνια απ’ την ποινή μου. Επιλέγω να τοποθετηθώ για δύο λόγους, πρώτον για να καταδείξω το ρόλο σας και κατ’ επέκταση του συνόλου της εξουσίας και δεύτερον γιατί θεωρώ σημαντική παρακαταθήκη, για τη συλλογική μνήμη του κόσμου του αγώνα, την αποτύπωση μιας πτυχής του πολέμου που εκφράζεται μέσα στις δικαστικές αίθουσες.

Άλλη μία στιγμή της προαιώνιας σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους έρχεται να προστεθεί στη μακριά ιστορία αντίστασης του αναρχικού χώρου. Άλλη μία μάχη ανάμεσα στον κόσμο της υποταγής, της εξαθλίωσης, των ζωντανών σκιών και στον κόσμο της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας, στον κόσμο της άγριας ελευθερίας έξω απ’ τις νόρμες και τις προσταγές της εξουσίας και των νόμων.

Θα ξεκινήσω την τοποθέτησή μου λοιπόν με μία περιγραφή των όσων εξελίχθηκαν εδώ μέσα κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Και πιο συγκεκριμένα θα εστιάσω σε δύο μόνο σημεία που έχουν ιδιαίτερη πολιτική σημασία καθώς δείχνουν με τον πιο εξόφθαλμο τρόπο την ταξική φύση της δικαστικής εξουσίας.

Το πρώτο σημείο είναι η προσπάθεια, για άλλη μία φορά όπως συνέβη και στο πρωτόδικο, συγκάλυψης των βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα στο τμήμα της Βέροιας μετά τη σύλληψή μας. Εδώ η έδρα του δικαστηρίου προσπάθησε να προστατεύσει τους αστυνομικούς που κατέθεσαν ούτως ώστε να μην πέσουν σε αντιφάσεις και εκθέσουν τους συναδέλφους τους. Αυτά τα θρασύδειλα ανθρωπάκια που με τεράστια ευκολία χτυπούσαν επί ώρες ανθρώπους πισθάγκωνα δεμένους και τώρα κρύβονται πίσω από τις καταθέσεις των μπάτσων που μας συνέλαβαν οδηγώντας τους έτσι να αναλάβουν επί της ουσίας την ευθύνη του ξυλοδαρμού ως αποτέλεσμα της αντίστασης μας κατά τη σύλληψη. Ένα σενάριο που ξεπερνά κάθε φαντασία καθώς η ίδια η διάρκεια της σύλληψης που κράτησε μόλις ελάχιστα λεπτά αναιρεί τον ισχυρισμό τους για πάλη. Παρόλα αυτά η έδρα έδειξε να ξαφνιάζεται όταν επανειλημμένες φορές άκουσε ότι υπήρξε ξυλοδαρμός μέσα στο τμήμα μετά τη σύλληψή μας. Φαίνεται τα μέλη του δικαστηρίου έρχονται πρώτη φορά αντιμέτωποι με την βιαιότητα των κατασταλτικών μηχανισμών. Μάλλον το ανθρωπιστικό προσωπείο που φοράτε μειώνει το οπτικό σας πεδίο, όχι από αφέλεια όμως, σε καμία περίπτωση! Αντιθέτως, αυτός είναι ο ρόλος σας, είσαστε το λάδι στα γρανάζια του κατασταλτικού μηχανισμού. Όντας και οι ίδιοι φορείς της ίδιας βίας επί της ουσίας επικροτείτε την βαρβαρότητα των αστυνομικών δυνάμεων.

Ενδεικτικά, θα αναφέρω επιγραμματικά μόνο δύο από τις αμέτρητες περιπτώσεις που η δικαστική εξουσία σιώπησε μπροστά στη δολοφονική βία που ασκήθηκε από αστυνομικούς και πιο συγκεκριμένα από τα τσογλάνια της ομάδας ΔΕΛΤΑ.

Η πρώτη είναι η εισβολή της ομάδας ΔΕΛΤΑ στα γραφεία του Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης προσφύγων και μεταναστών το 2010, όπου το δικαστήριο, παρά τα όσα στοιχεία αποδείκνυαν τον τραυματισμό όσων ανθρώπων βρισκόντουσαν εκεί, αποφάνθηκε πως ο “μέσος συνετός αστυνομικός”, δεν θα μπορούσε να συμπεριφέρεται όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο. Η δεύτερη περίπτωση αφορά τον άγριο ξυλοδαρμό Αμερικανίδας διαδηλώτριας το 2010 πάλι από την ομάδα ΔΕΛΤΑ, που είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει την ακοή της. Το δικαστήριο απάλλαξε λόγω αμφιβολιών τους μπάτσους, δύο εκ των οποίων συμμετάσχει και στην εισβολή στο Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης.

Εμείς λοιπόν ξέρουμε πολύ καλά για ποιο λόγο βασανιστήκαμε, ξέρουμε γιατί η αντιτρομοκρατική έδωσε στη δημοσιότητα τις φωτογραφίες μας, όπως ξέρουμε και ποιος είναι ο ρόλος ο δικός σας. Ξέρουμε ότι ο άμεσος στόχος των διωκτικών μηχανισμών όταν δημοσιοποίησαν τις φωτογραφίες μας δεν ήταν η συλλογή πληροφοριών από τους επίδοξους ρουφιάνους, αλλά να περάσουν ένα σαφές μήνυμα προς όσους επιλέγουν συνειδητά την ένοπλη αντιπαράθεση με το σύστημα. Ήταν μία προσπάθεια από πλευράς τους να τρομοκρατήσουν το σύνολο του ριζοσπαστικού χώρου. Όλα αυτά ειναι απόρροια της πολιτικής μας θέσης ως αναρχικοί ενάντια σε ένα σύστημα άγριας επιβολής και καταπίεσης. Και για να απαντήσω στον εισαγγελέα που αναρωτήθηκε γιατί δεν κάναμε μήνυση στους μπάτσους της Βέροιας, ο λόγος βρίσκεται ακριβώς σε αυτά που σας ανέφερα. Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι αρνούμαστε συνολικά την αστική νομιμότητα ακριβώς επειδή την κατατάσσουμε στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που πολεμάμε. Για μας η δικαιοσύνη λοιπόν δεν εκφράζεται μέσα στις δικαστικές σας αίθουσες, εσείς έχετε έναν και μοναδικό ρόλο, την προστασία του κεφαλαίου και της κυρίαρχης τάξης.

Το δεύτερο σημείο που θα σταθώ σχετικά με τη διαδικασία της δίκης είναι οι αναγνωρίσεις και το πώς αυτές στήνονται από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία. Για μένα φυσικά δεν έχει απολύτως καμία σημασία καθώς έχω αναλάβει την ευθύνη για τη διπλή απαλλοτρίωση στο Βελβεντό. Όμως εδώ έχουμε κατηγορούμενους και δύο συντρόφους χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο πέρα από τις καθοδηγούμενες αναγνωρίσεις που τους τοποθετούν στη Νάουσα δύο εβδομάδες μετά τη ληστεία. Με τον Φοίβο και τον Αργύρη γνωριζόμαστε χρόνια, βρεθήκαμε δίπλα δίπλα αρκετές φορές σε διαδηλώσεις, συνελεύσεις και δράσεις του αναρχικού χώρου κι από κει αναπτύξαμε φιλική και συντροφική σχέση. Είμαι περήφανος για αυτή τη σχέση, τη στηρίζω και δεν την αρνούμαι, όπως άλλωστε κάνουν και οι σύντροφοι, όμως γνωρίζω ότι αυτός ήταν και ο λόγος που βρέθηκαν κατηγορούμενοι, μετά από μία καραμπόλα διώξεων που είχε αφετηρία την υπόθεση του Φιλώτα και κατέληξε στην υπόθεση του Βελβεντού. Γίναμε μάρτυρες λοιπόν σε αυτό το δικαστήριο του ύπουλου παιχνιδιού στοχοποίησης και κατασκευής ενόχων που παίζεται από πλευράς αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. Είδαμε να καταθέτουν άνθρωποι που κατά τα φαινόμενα δείχνουν να έχουν αναγνωρίσει τον Φοίβο και τον Αργύρη και εν τέλει οι ίδιοι αυτοί οι άνθρωποι κάνουν ξεκάθαρο πως οι καταθέσεις τους ήταν προϊόν πίεσης και συντάχθηκαν εξολοκλήρου στα γραφεία του 12ου χρησιμοποιώντας μία φρασεολογία που μοναδικό στόχο είχε την ενοχοποίηση των δύο συντρόφων.

 

Ας μιλήσουμε λοιπόν για το δίκαιο, το δικό σας δίκαιο, τη δικαστική εξουσία και την ηθική που επιβάλλετε. Το δίκαιο είναι εξ ορισμού μία μορφή κοινωνικού ελέγχου που συνδέεται άρρηκτα με την κυριαρχία του εκάστοτε κράτους. Το κράτος, παρότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης ξεπερνάει τα όρια του έθνους-κράτους καθώς γίνεται όλο και πιο έντονη η εμφάνιση υπερεθνικών σωμάτων που μετακυλίουν τις αρμοδιότητες του σε ιδιωτικούς θεσμούς και πολυεθνικές, εξακολουθεί να στηρίζεται στον εξαναγκασμό ούτως ώστε να διατηρεί την αυθεντία του. Μέσω της πειθάρχησης και της τήρησης των νόμων εξασφαλίζει το μονοπώλιο της λεγόμενης “νόμιμης βίας”, με λίγα λόγια της κρατικής κυριαρχίας. Αυτό που ο Hobbes περιέγραψε ως κράτος λεβιάθαν, ένα κράτος με απεριόριστη εξουσία που επεμβαίνει σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης πλευράς, σήμερα αποτελεί πραγματικότητα και εκφράζεται από ένα σύμπλεγμα εξουσίας. Η δικαιοσύνη λοιπόν παίζει, αν όχι το σημαντικότερο, έναν από τους σημαντικότερους ρόλους σε αυτό το σύμπλεγμα δημιουργώντας μία άμεση σύνδεση δικαίου και κοινωνικής σταθερότητας(“νόμου και τάξης”). Ανέκαθεν, από τη στιγμή που η διαχείριση των μαζών και των λαϊκών εξεγέρσεων πέρασε απ’ τον στρατό στη δικαστική εξουσία, το δικαστικό σύστημα αποτελούσε μία προσοδοφόρα μηχανή κέρδους που διαμορφώνει την κοινωνική ηθική, δημιουργώντας έναν αμοιβαίο ανταγωνισμό στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και διευκολύνοντας την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη να διευρύνει το πεδίο εκμετάλλευσης. Έτσι το σύνολο της κοινωνίας, παρότι βρίσκεται συνεχώς υπό την ασφυκτική πίεση της κυριαρχίας, αποδέχεται το ρόλο του ως εκμεταλλευόμενο έχοντας νομιμοποίησει ηθικά την θέση του, ενώ αντιθέτως απομονώνει ως αντικοινωνικό τον παραβάτη, τον εγκληματία, όσους εμπράκτως καλώς ή κακώς ξεφεύγουν από το ρυθμό παραγωγής του κέρδους. Εν ολίγοις το δικαστικό σύστημα είναι ένας πολιτικός φορέας που παράγει ιδεολογική κάλυψη στους εκμεταλλευτές, στους πραγματικούς ληστές, στην εξουσία και το κράτος. Καλλιεργείται λοιπόν μία ψευδαίσθηση δικαίου που λειτουργεί ευνοώντας τους πλούσιους σε βάρος των φτωχών, το κράτος σε βάρος των αγωνιστών, την πολιτική – οικονομική – επιστημονική ελίτ σε βάρος των κολασμένων αυτής της γης. Και εσείς ως δικαστές αποτελείτε πολιτικό προσωπικό στην υπηρεσία της εκάστοτε κυβέρνησης, κάτι που σημαίνει πως είσαστε οι θεματοφύλακες της κρατικής ακεραιότητας. Πάντα εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.

Όπως πολύ εύστοχα είχε διατυπώσει ο Φουκώ: “(…) ο ρόλος του Ποινικού συστήματος είναι να κάνει το προλεταριάτο να βλέπει όλο τον μη προλεταριοποιημένο λαό σαν περιθωριακό, επικίνδυνο, ανήθικο, απειλή για ολόκληρη την κοινωνία, σαν τα αποβράσματα της κοινωνίας, σαν σκουπίδια, σαν “όχλο”(…)”. Οι διαιρέσεις της σημερινής κοινωνίας λοιπόν είναι σε μεγάλο βαθμό απόρροια του ποινικού συστήματος.

Αυτή είναι η δικαιοσύνη σας, μία δικαιοσύνη που αθώωσε τους 14 κατηγορούμενους για την υπόθεση του Βατοπεδίου κρίνοντας πως δεν διαπιστώθηκε δόλος στις πράξεις τους, που αθώωσε τους δύο από τους τέσσερις κατηγορούμενους (ανάμεσά τους και τον επιχειρηματία) που είχαν αδειάσει τις καραμπίνες τους στους εργάτες που τόλμησαν να ζητήσουν τα δεδουλευμένα τους στη Μανωλάδα. Μία δικαιοσύνη που αφήνει ελεύθερους τους μεγαλοεπιχειρηματίες που εμπλέκονται στην υπόθεση “Noor One” και τη μεταφορά 2 τόνων ηρωίνης, που αφήνει ελεύθερους με αναστολή και τους 19 εμπλεκόμενους στην υπεξαίρεση 265 εκατομμυρίων ευρώ της εταιρείας Energa-Hellas Power. Μια δικαιοσύνη που αποφυλακίζει σε ένα χρόνο τον χρυσαυγίτη γυμναστή από την Ιεράπετρα που βίαζε κατ’ εξακολούθηση μία 14χρονη αθλήτρια, που αφήνει ελεύθερους τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους που είναι υπεύθυνοι για τη δολοφονία του κρατουμένου Ιλία Καρέλι μετά από τον πολύωρο βασανισμό του. Μία δικαιοσύνη που αναγνωρίζει το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου σε τέσσερις σωματέμπορες οι οποίοι υποχρέωναν κοπέλες που έφερναν στη χώρα να εκδίδονται έχοντας τες σαν δούλες αποκλεισμένες σε μία πολυκατοικία, αφήνοντας τους εν τέλει ελεύθερους. Μία δικαιοσύνη που αφήνει ελεύθερους λόγω παρέλευσης 18μήνου όλους τους κατηγορούμενους χρυσαυγίτες ανάμεσά τους και τον δολοφόνο του Παύλου Φύσσα.

Η ίδια δικαιοσύνη που φορτώνει δωδεκάμηνα προφυλακίσεων σε όλους τους αναρχικούς σπάζοντας μία υπόθεση σε δύο και τρεις διαφορετικές. Η ίδια δικαιοσύνη που μοιράζει εκατοντάδες χρόνια κάθειρξης σε αναρχικούς για μία απόπειρα απόδρασης. Η ίδια δικαιοσύνη που στοχοποιεί ένα ολόκληρο χωριό στις Σκουριές επειδή αντιστέκεται στη λεηλασία της φύσης. Η ίδια δικαιοσύνη που βγάζει παράνομη και καταχρηστική σχεδόν κάθε απεργία που πραγματοποιείται από πλευράς εργαζομένων. Η ίδια δικαιοσύνη σέρνει στα δικαστήρια και κρατάει για χρόνια στις φυλακές αναρχικούς αγωνιστές με μοναδικό στοιχείο το επιστημονικοφανές dNA. Θα μπορούσα να φέρνω παραδείγματα για ώρες ακόμα, αλλά νομίζω ότι τα όσα ανέφερα αρκούν.

Αυτή είναι η ταξικότητα της δικαιοσύνης, αυτές είναι οι αντιθέσεις που γεννάει το καπιταλιστικό σύστημα και εσείς καλείστε να τις πατρονάρετε μειώνοντας τις κοινωνικές αναταράξεις μέσω αυστηρών νόμων, τεραστίων ποινών και άτεγκτης καταστολής προς όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της εξουσίας, προς όσους αρνούνται να δεχτούν το μονοπώλιο της βίας του κράτους.

Για όλους αυτούς, όλους εμάς, η μόνη οδός είναι η φυλάκιση. Όμως τι σκοπούς εξυπηρετεί η ύπαρξη της φυλακής συνολικά για το σύστημα; Σίγουρα ένας από αυτούς είναι ο εγκλεισμός των πολιτικών του εχθρών, όμως μέσα στους αιώνες το ίδιο το σωφρονιστικό σύστημα έχει ενσωματωθεί πλήρως ως λειτουργικό κομμάτι στο καπιταλιστικό σύστημα.
Πάλι με τα λόγια του Φουκώ:”Το αρχιπέλαγος των φυλακών εξασφαλίζει στα βάθη του κοινωνικού σώματος, τη διαμόρφωση της εγκληματικότητας, με αφετηρία μερικές μικροπαρανομίες, την επικάλυψη αυτών των παρανομιών από την εγκληματικότητα και την εγκατάσταση μιας σαφώς καθορισμένης εγκληματικότητας”.

Η μεγαλύτερη επιτυχία του σωφρονιστικού συστήματος λοιπόν είναι η ρύθμιση του εγκλήματος ως μία ενδοταξική βία όπου έμμεσα επιβάλλεται η ίδια η ροη πειθάρχησης στο καπιταλιστικό σύστημα. Η ίδια η φυλακή γεννάει το λεγόμενο ” οργανωμένο έγκλημα” έτσι ώστε η παράκαμψη της νομιμότητας να εισφέρει ακόμα μεγαλύτερο κέρδος, ως “μαύρο” χρήμα. Η φυλακή είναι άλλος ένας μηχανισμός που φροντίζει η παραβατικότητα να χάνει τα οποία αντισυστημικά χαρακτηριστικά της ούτως ώστε να ακολουθεί και να ενισχύει τη ροή του κεφαλαίου.
Εν ολίγοις ο στόχος της εξουσίας είναι το καναλιζάρισμα της εγκληματικότητας έτσι ώστε να εξυπηρετεί μέσω της παράνομης δραστηριότητας τον ίδιο τον καπιταλισμό.

Ζούμε αναμφίβολα στην εποχή των τεράτων. Η καπιταλιστική οικονομία είναι καταδικασμένη να γεννάει κρίσεις. Είναι η ίδια η φύση της διαρκούς επέκτασης του κεφαλαίου που επιβάλλει η επιδίωξη του κέρδους όπου δημιουργεί αυτές τις αντίρροπες δυνάμεις στο εσωτερικό της κοινωνίας. Στην εποχή των μνημονίων αυτές οι δυνάμεις έχουν γίνει πιο ξεκάθαρες από ποτέ, από τη μία έχουμε τους κατέχοντες εξουσία που εξακολουθούν να συσσωρεύουν κέρδος -ρισκάροντας την οικονομική σταθερότητα του ίδιου του συστήματος- και από την άλλη έχουμε τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας που καλείται να πληρώσει τα σπασμένα για να συνεχίσει το κεφάλαιο να συσσωρεύεται σε όλο και λιγότερα χέρια. Το “παλιό” αρνείται να πεθάνει και το “νέο” δυστυχώς αδυνατεί να γεννηθεί.

Κι όμως η εξουσία με περίσσιο θράσος διατυμπανίζει μία αδύνατη συνύπαρξη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Την ίδια στιγμή που 350.000 εργαζόμενοι λαμβάνουν μηνιαίους μισθούς από 100 έως 400 ευρώ, που 130.000 εργαζόμενοι αμοίβονται με μισθό έως 100 ευρώ. Την ίδια στιγμή που περισσότεροι από ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι παραμένουν απλήρωτοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα και ο αριθμός των ανέργων αγγίζει το 1 εκατομμύριο. Όμως η κατηφόρα προς τον εργασιακό Μεσαίωνα δεν σταματάει εδώ, εν όψει της δεύτερης αξιολόγησης οι θεσμοί ζητούν αύξηση του ποσοστού των ομαδικών απολύσεων, εκ νέου μείωση του κατώτατου μισθού, ουσιαστική κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων και επικράτηση των επιχειρησιακών και νομοθέτηση του δικαιώματος της “ανταπεργίας” αλλάζοντας τον συνδικαλιστικό νόμο και θεσμοθετώντας το λοκ άουτ.

Η εξουσία επιδιώκει να δημιουργήσει μία κοινωνία δούλων, όπου η εργασία θα επιβάλεται υπό τη μορφή τιμωρίας και ο εργαζόμενος θα αποτελεί απλά ένα γρανάζι που θα κρατάει σε λειτουργία τον καπιταλιστικό μηχανισμό. Και φυσικά πάνω από όλα έρχονται οι τράπεζες. Με νέα τροπολογία από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζεται το επταετές σώσιμο των τραπεζών διαμέσου του “αναβαλλόμενου φόρου”. Μία τροπολογία που θέτει το κράτος εγγυητή για την κερδοφορία των τραπεζών τα επόμενα 30 χρόνια και μάλιστα αναλαμβάνει την ευθύνη να προσφέρει σε μετρητά τα κεφάλαια σε περίπτωση αδυναμίας​ των τραπεζών. Άρα επί της ουσίας μιλάμε για έναν μηχανισμό που μετακυλύει τη ζημιά των τραπεζών στους πολίτες με τους τραπεζίτες να επωφελούνται ενισχύοντας τη θέση τους.

Η δικιά μας πρόταση λοιπόν δεν απαιτεί από την κοινωνία να σηκώσει στις πλάτες της το βάρος αυτής της δομικής κρίσης του καπιταλισμού, η δικιά μας πρόταση είναι το επαναστατικό ξεπέρασμα της κρίσης και απαιτεί κάτι πιο δύσκολο από την βουβή συμμετοχή του κοινωνικού συνόλου σε ένα σύστημα εξαθλίωσης και εκμετάλλευσης. Απαιτεί την ενεργό δράση και συμμετοχή όλων των καταπιεσμένων, απαιτεί τη συνειδητή ένταξη των απόκληρων αυτού του κόσμου στις τάξεις του ανταγωνιστικού κινήματος, στις τάξεις του αγώνα. Κομμάτι αυτού του αγώνα είμαστε και εμείς, τμήμα της πρότασης μας η επιλογή της ληστείας τραπεζικών καταστημάτων. Όχι όμως ως μεμονωμένο πρόταγμα αποκομμένο από το σύνολο των πολιτικών μας θέσεων, εξάλλου ξεκαθάρισα και προηγουμένως την άποψή μου για τον χαρακτήρα της παραβατικότητας και πώς αυτή ενισχύει το καπιταλιστικό σύστημα.

Η επιλογή της ληστείας τράπεζας για έναν αναρχικό κουβαλάει ταυτόχρονα τόσο μία υπαρξιακή όσο και μία πολιτική επιλογή.

“Αν υπάρχει η ληστεία, είναι γιατί υπάρχει πλεόνασμα αγαθών από την μία και φτώχεια από την άλλη. Είναι γιατί τα πάντα ανήκουν σε λίγους. Ο αγώνας δεν θα τελειώσει ποτέ και μέχρι την μέρα που όλοι θα μοιράζονται την ευτυχία και τη λύπη τους, τον κόπο και τον πλούτο τους, από κοινού. Μέχρι την μέρα που όλα θα ανήκουν σε όλους.” Marius Jacob

Το υπαρξιακό σκέλος πυροδοτείται από την διάχυτη αδικία, είναι το καθημερινό βίωμα των έντονων ταξικών αντιθέσεων που οπλίζει το χέρι ενός αναρχικού και τον οδηγεί στη βίαιη απαλλοτρίωση των τραπεζικών καταστημάτων. Είναι μία κίνηση που εμπεριέχει σίγουρα σε ένα πρωτόλειο στάδιο την άρνηση και την αντίδραση απέναντι στα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς, όμως ορίζεται εξ ολοκλήρου από το υποκείμενο πού την πραγματοποιεί και σε καμία περίπτωση το αντίστροφο. Το να προχωρήσεις σε μία ληστεία δεν σε κάνει αναρχικό, ούτε αγωνιστή ακόμα κι αν εκ των πραγμάτων μία κίνηση τέτοια σε απεγκλωβίζει από τον κόσμο της εργασίας όμως παρόλα αυτά δεν σε τοποθετεί εξ ορισμού απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα. Παρότι βέβαια πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το να ληστεύεις μία τράπεζα έχει τεράστια ποιοτική διαφορά από το να κλέβεις περίπτερα, ακόμα και αν δεν υπάρχει κανένα πολιτικό υπόβαθρο ο συμβολισμός της ίδιας της πράξης είναι εντελώς διαφορετικός. Όμως παραμένει στην καλύτερη περίπτωση μία ατομική πράξη εξέγερσης, αυτοαναφορική με κανένα πραγματικό αντίκτυπο στο κοινωνικό σύνολο.

Ο Galleani είχε γράψει πως ” η απαλλοτρίωση είναι νόμιμη εκτός αν καταλήγει στο αντίθετό της, την ιδιοποίηση”.
Ως αναρχικοί λοιπόν επιλέξαμε να ληστέψουμε τις τράπεζες, όχι με στόχο τον προσωπικό μας πλουτισμό, αλλά την ενίσχυση του αγώνα μέσω των πολιτικών μας θέσεων και πράξεων. Ακόμα και αν οι υποκειμενικοί λόγοι που διαμόρφωσαν τις επιλογές μας ήταν διαφορετικοί για τον καθένα μας, ο τελικός σκοπός ήταν αυτός που μας ένωσε. Από τη θέση μας αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα της βίαιης αντιπαράθεσης με το σύστημα, θεωρούμε πως οι αναρχικοί οφείλουν να εξοπλίζονται ούτως ώστε να μπορούν να απαντήσουν στη βία που ασκείται​ από την εξουσία. Φυσικά τα μέσα και οι επιλογές ποικίλουν, η κάθε ομάδα αγωνιστών που συλλογικοποιείται επιλέγει τον τρόπο και το οργανωτικό μοντέλο που θα ακολουθήσει ώστε να πετύχει στο μέγιστο δυνατό τους στόχους της. Το πλαίσιο κάτω από το οποίο επιλέχθηκε η ληστεία τράπεζας από πλευράς μας ήταν αυτό της ένοπλης υποδομής που λειτουργεί υποστηρικτικά και σε αλληλεγγύη με τον κόσμο του αγώνα. Προσωπικά, όντας νόμιμος χωρίς κάποιο ένταλμα εις βάρος μου, επέλεξα συνειδητά να σταθώ στο πλευρό δύο καταζητούμενων συντρόφων και να οργανώσουμε από κοινού, μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους, τη διπλή ληστεία στο Βελβεντό. Με περίσσια ευκολία δηλώνω ξεκάθαρα πως όσες φορές κι αν βρισκόμουνα μπροστά στην ίδια επιλογή, πάντα, θα έπαιρνα περήφανα την ίδια απόφαση. Γιατί οι δρόμοι μας δεν συναντήθηκαν κατά τύχη, αλλά ήταν αποτέλεσμα της κοινής μας πορείας στον αγώνα για την αναρχία.

Ως μέσο αγώνα λοιπόν η ληστεία τράπεζας είναι ένας άμεσος τρόπος οικονομικής ενίσχυσης των δομών αυτών που είναι απαραίτητες για την προπαγάνδιση και την διάχυση των προταγμάτων μας. Αλλά ταυτόχρονα είναι και σχεδόν ο μόνος τρόπος επιβίωσης για συντρόφους που βρίσκονται στην παρανομία. Από την έκδοση μιας αφίσας ή μιας μπροσούρας, μέχρι τις ενοικιάσεις σπιτιών για τους παράνομους συντρόφους και τη στήριξη των πολιτικών κρατουμένων δυστυχώς χρειάζεται το χρήμα και ξέρουμε πως για να καλυφθούν στο σύνολο τους οι δράσεις του αναρχικού χώρου δεν αρκεί ένα πενιχρό μεροκάματο. Με πυξίδα μας λοιπόν την πολιτική δράση από τις τάξεις του αναρχικού κινήματος ακολουθήσαμε και εμείς μία επιλογή που χαρακτηρίζει διαχρονικά τον ριζοσπαστικό/ ανατρεπτικό χώρο, την απαλλοτρίωση των τραπεζών.

Έτσι στη 1 Φλεβάρη του 2013 δύο ομάδες συντρόφων ακινητοποιήσαμε τους υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου στο χωριό του Βελβεντού. Χωρίς να προκύψει το παραμικρό πρόβλημα αποσπάσαμε τα λεφτά από τα ταμεία και τα χρηματοκιβώτια των καταστημάτων. Κατά τη διάρκεια της ληστείας φροντίσαμε να κάνουμε ξεκάθαρους τους στόχους μας, διαβεβαιώνοντας πελάτες και εργαζόμενους πως δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν από μας καθώς όλα θα τελείωναν μόλις περνάμε τα χρήματα. Μία διαβεβαίωση που όπως φάνηκε εκ των υστέρων εκμεταλλεύτηκε ο διευθυντής της Αγροτικής βάζοντας ξανά από την αρχή τη χρονοκαθυστέρηση στο χρηματοκιβώτιο σε μία προσπάθεια να κάνει τον ήρωα και να προστατεύσει τα χρήματα της Τράπεζας.

Εδώ θα σταθώ λίγο και θα ανοίξω μία παρένθεση, για να δούμε πιο συγκεκριμένα το ρόλο της Αγροτικής Τράπεζας και το πώς κράτος και τραπεζίτες σε άμεση συνεργασία ληστεύουν καθημερινά το σύνολο της κοινωνίας.

Η Αγροτική Τράπεζα λοιπόν ήταν από τη δεκαετία του 80 βασικός χρηματοδότης αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων που αποτελούσαν μία τεράστια δεξαμενή ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Μέσω δανείων δηλαδή στήριζε ένα κομματικό στρατό ενώ ταυτόχρονα κάλυπτε τις ζημιές της μέσω της φορολόγησης των πολιτών. Φυσικά αυτό δεν την κάνει να διαφέρει σε τίποτα με κάθε άλλο τραπεζικό όμιλο, είναι γεγονός ότι κεφάλαιο στηρίζει το κράτος και το αντίστροφο με μόνιμα ζημιωμένες τις φτωχότερες κοινωνικές τάξεις.

Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον όμως σε ότι αφορά την Αγροτική Τράπεζα είναι η διαδικασία αποκρατικοποίησης της και η αγορά της από τον Σάλλα της τράπεζας​ Πειραιώς. Ο κύριος Σάλλας λοιπόν, ο άνθρωπος που επί Σημίτη του χαρίστηκε κυριολεκτικά μία τράπεζα(Μακεδονίας – Θράκης), εξαγόρασε μία δημόσια τράπεζα, την Αγροτική με 95 εκατομμύρια ευρώ, ένα ποσό που το κάλυψε αμέσως μετά πουλώντας τη θυγατρική της Αγροτικής, ΑΤΕ Ασφαλιστική στη γερμανική ergo για 90 εκατομμύρια ευρώ. Έτσι επί της ουσίας η υπό κατάρρευση Πειραιώς διασώζεται εξαγοράζοντας το υγιές τμήμα της ΑΤΕ ενώ στο Δημόσιο παραμένει το προβληματικό τμήμα της ΑΤΕ. Παράλληλα η τράπεζα Πειραιώς έλαβε από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας(ΤΧΣ) 4,7 δις ευρώ για ανακεφαλαιοποίηση. Σε περίπτωση που δεν γινόταν η εξαγορά της ΑΤΕ από τον Σάλλα τότε το ΤΧΣ θα έδινε κάτι λιγότερο από 9 δις και στις δύο τράπεζες για ανακεφαλαιοποίηση, όμως εξαιτίας της μεταβίβασης​ καταβάλλει 13 δις ευρώ. Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται βαρετά νούμερα όμως η ουσία είναι ότι τα χρήματα που δανείζεται το ΤΧΣ προστίθενται στο δημόσιο χρέος. Με λίγα λόγια ο κ. Σάλλας μαζί με την τότε κυβέρνηση Σαμαρά Βενιζέλου χρέωσαν 4 δις ευρώ στο σύνολο των φορολογουμένων απλά για να αυξήσει τα κέρδη του ένας τραπεζίτης​ και να διασωθεί μία τράπεζα. Φυσικά για αυτή τη ληστεία δεν θα βρεθεί ποτέ κανένας κατηγορούμενος, αντιθέτως, αυτοί οι άνθρωποι θα συνεχίσουν το βρώμικο έργο τους σε βάρος των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Αυτή η παρένθεση έγινε για να καταδείξω, πέρα από το προφανές, δηλαδή τη διαρκή καταλήστευση της κοινωνίας από τις τράπεζες, πως το μεγαλύτερο κομμάτι των εργαζομένων στερείται ταξικής συνείδησης. Όταν ένας πολίτης εμποδίζει τη ληστεία μιας τράπεζας αυτομάτως θέτει τον εαυτό του στο στρατόπεδο των εκμεταλλευτών. Φυσικά από έναν διευθυντή Τράπεζας δεν περιμέναμε τίποτα διαφορετικό αφού έχει επιλέξει συνειδητά να είναι οργανικό κομμάτι αυτού του συστήματος. Αυτό που δεν καταλαβαίνει ο κάθε διευθυντής και ο κάθε εργαζόμενος που τρέφει ελπίδες προσωπικής ανέλιξης σε ένα σύστημα καταπίεσης, είναι ότι ποτέ δεν θα πάψει να είναι μαριονέτα στα χέρια κάποιων άλλων με περισσότερη δύναμη και περισσότερη εξουσία.

Κατά την διάρκεια της ληστείας ασκήθηκε από πλευράς μας η απαραίτητη επιβολή με τη χρήση των όπλων. Φυσικά ως αναρχικοί δεν είμαστε οπαδοί της βίας, αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα της στο δρόμο προς την καταστροφή του κράτους και του κεφαλαίου. Όπως επίσης γνωρίζουμε ότι ως αναρχικοί οφείλουμε να στρέφουμε τη βία στοχευμένα απέναντι σε όσους συμβάλλουν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο στην διαιώνιση του καπιταλισμού. Με αυτές τις αρχές λειτουργήσαμε και κατά τη διάρκεια της ληστείας, για αυτό το λόγο αφήσαμε και όλους τους πελάτες να φύγουν, για αυτό το λόγο επιλέξαμε και να μην εμπλακούμε με τους μπάτσους κατά τη διαφυγή μας ούτως ώστε να μη ρισκάρουμε τη ζωή του γιατρού που ήταν μαζί μας στο βαν, παρότι στην αρχή της καταδίωξης είχαμε σαφέστατη υπεροχή σε δύναμη πυρός.

Το έχω ξαναδηλώσει πώς το σύνολο των επιλογών που κάναμε κατά τη διάρκεια της ληστείας και της καταδίωξης μας ήταν απόρροια του προσωπικού μας αξιακού κώδικα και πώς αυτές τις επιλογές αλλά και τη συνολική μας διαδρομή στο επαναστατικό στρατόπεδο δεν είναι κανένα δικαστήριο αρμόδιο να τις δικάσει.

Οι επιλογές μας θα κριθούν από την ιστορία και από τους αγωνιστές που θα ακολουθήσουν μετά από μας. Εγώ προσωπικά θεωρώ χρέος μου στον αγώνα για την Ελευθερία να κρατήσω το κεφάλι μου ψηλά αγνοώντας την εξουσία σας και κάνοντας σαφές πως παραμένω εχθρός και πολέμιος αυτού του συστήματος. Όσο ο κόσμος ορίζεται από μία σαδιστική καπιταλιστική μηχανή παραγωγής κέρδους θα βρίσκομαι απέναντί σας. Για σας και τον κόσμο της εξουσίας ληστής, ίσως τρομοκράτης, ίσως και αντικοινωνικό στοιχείο.

Όμως η ιστορία ευτυχώς δεν γράφεται μέσα στις δικαστικές αίθουσες, η ιστορία γράφεται με τις καθημερινές στιγμές αγώνα και πάλης. Την ιστορία θα την γράψει ο κόσμος του αγώνα, οι σύντροφοί μας, οι καταπιεσμένοι και οι απόκληροι αυτού του συστήματος. Αν υπάρχει ένας λόγος που μέχρι σήμερα δεν έχουμε πετύχει μία κοινωνική επανάσταση είναι επειδή ακόμα αδυνατούμε να οργανωθούμε και να ξεπεράσουμε τις αγκυλώσεις που γεννάει ο ίδιος ο κόσμος που ζούμε, επειδή ακόμα αδυνατούμε να οργανωθούμε κάτω από τον κοινό σκοπό μας αφήνοντας στην άκρη τις επιμέρους διαφωνίες μας.

Θα κλείσω με ένα απόσπασμα του Ρίλκε:
“Πρέπει να ζει κανείς τη ζωή μέχρις εσχάτων, στο βάθος της και όχι λογαριάζοντας την καθημερινότητα. Δεν υποχρεούται να πράττει κάνεις το κοντινό και το χειροπιαστό εφόσον νιώθει πιο κοντά στο μακρινό, στο απώτερο, στο απώτατο. Δικαιούται κανείς να ονειρεύεται ενόσω κάποιοι άλλοι σώζουν, εφόσον τα όνειρα αυτά του φαίνονται πιο πραγματικά απ’ την πραγματικότητα και πιο απαραίτητα απ το ψωμί. Με δυο λόγια: πρέπει να κάνει κανείς μέτρο της ζωής του τη μέγιστη δυνατότητα που φέρει εντός του. Διότι η ζωή μας είναι μεγάλη και χωρά μέσα της τόσο μέλλον, όσο εμείς μπορούμε να κουβαλήσουμε.”

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ, ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ

Ανδρέας – Δημήτρης Μπουρζούκος
Φυλακές Κορυδαλλού Μάρτιος 2017

via athens.indymedia.org

1 ΣΧΟΛΙΟ

τα σχόλια είναι κλειδωμένα.