Πολιτική δήλωση Γ. Καραγιαννίδη στο εφετείο για την “υπόθεση Χαλανδρίου”

0
495

Τα όσα θα αναφέρω αποτελούν πολύ συνοπτικά όσα θα ήθελα να τονίσω φωτίζοντας τον τρόπο λειτουργίας του αστυνομοδικαστικού συμπλέγματος όπως τον έχω αντιληφθεί έξι χρόνια τώρα που βρίσκομαι σε συνεχόμενες δικαστικές διαδικασίες. Γι αυτόν το λόγο η δήλωση μου δεν αποτελεί κανενός είδους απολογία, με τη νομική έννοια που της προσδίδετε. Σαν αναρχικός δε θεωρώ κανένα δικαστήριο αρμόδιο να κρίνει τις σκέψεις, τις σχέσεις και τις πράξεις μου. Εσείς μπορείτε να με καταδικάσετε και όχι να με κρίνετε. Ή αντίστοιχα μπορείτε να με αθωώσετε, όχι όμως και να με δικαιώσετε.

Θα ξεκινήσω επανερχόμενος σε ένα ζήτημα που μπορεί εσείς να θεωρείτε πως έχει λήξει τυπικά, ουσιαστικά ομως αναδυόταν συνεχώς καθ’ όλη τη μέχρι τώρα διάρκεια της διαδικασίας και θα συνεχίσει να εμφανίζεται και στη συνέχεια. Μιλώ για το ζήτημα της πολιτικής δίκης. Η εισαγγελέας, στην πρόταση της επι της ένστασης που κατατέθηκε σχετικά με το ζήτημα, κατέληξε, μεσω της επικρατούσας αντικειμενικής θεωρίας, στο συμπέρασμα πως αυτή η δίκη δεν είναι μια πολιτική δίκη, αφού δεν εκδικάζονται “πολιτικά εγκλήματα”. Ο όρος προέρχεται απο τη δικονομία και δε με αντιπροσωπεύει, τον χρησιμοποιώ χάριν κατανόησης. Με το ίδιο σκεπτικό το δικαστήριο σας απέρριψε την ένσταση, ακολουθώντας το δρόμο που έχουν χαράξει και άλλες έδρες που ορίστηκαν για να εκδικάσουν παρόμοιες υποθέσεις.

Υπήρξε όμως και κάτι άλλο άξιο αναφοράς στην πρόταση. Η εισαγγελέας πρόσθεσε καταληκτικά πως αν, κατά την πορεία της διαδικασίας, προκύψουν στοιχεία που να συνηγορούν στην πολιτικότητα της δίκης, θα επανέλθουμε στο ζήτημα. Αυτή η κατακλείδα ήταν ομολογουμένως μια καινοτομία στην μέχρι σήμερα στάση και πρακτική της δικαιοσύνης.

Σε ολόκληρη την έως τώρα εξέλιξη της δίκης είναι οφθαλμοφανές πως υπάρχει μια πολιτική σύγκρουση. Όλοι οι κομβικότεροι μάρτυρες (Χωριανόπουλος, Φραγκίσκος, Γκρίζης , Χηνόπουλος), οι οποίοι τον Σεπτέμβριο του 2009 ήταν κορυφαία στελέχη της αντιτρομοκρατικής με καίριο ρόλο στη διεξαγωγή των ερευνών και στο στήσιμο του κατηγορητηρίου, απάντησαν ερωτώμενοι πως η υπηρεσία τους παρακολουθεί τον α/α χώρο, δηλαδή ένα χώρο πολιτικό. Ο Χωριανόπουλος μάλιστα, τότε διοικητής της Δ.Α.Ε.Ε.Β., προσπαθώντας να τα μπαλώσει, δήλωσε ευθαρσώς πως η αντιτρομοκρατική παρακολουθεί τους πάντες, μεταξύ αυτών και τους αναρχικούς. Συμπλήρωσε μάλιστα πως δεν ήταν απαραίτητο να έχει συλληφθεί και κατηγορηθεί προγενέστερα κάποιος για να βρίσκεται φακελωμένος. Παρακάτω θα αναφερθώ αναλυτικότερα στις δηλώσεις των σκουπιδιών της αντιτρομοκρατικής.

Ο πρώην υπουργός Δ.Τ. Παναγιώτης Χηνοφώτης, ερωτώμενος σχετικά, δήλωσε ξεκάθαρα πως είναι σίγουρος πως στοχοποιήθηκε λόγω του αξιώματος που κατείχε την περίοδο της δολοφονίας του αναρχικού Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ο ίδιος μάλιστα δήλωσε πως θεωρούσε τη στοχοποίηση του πολιτική.

Το σύνολο των κατηγορουμένων,είτε είναι μέλη της ΣΠΦ είτε όχι, όπως εγώ, με τις ερωτήσεις και τις τοποθετήσεις μας θέταμε ως επίδικα πολιτικά ζητήματα. Το σκεπτικό με το οποίο πραγματοποιουνταν οι ενέργειες, οι πολιτικές σκοπιμότητες που εξυπηρετούσαν η αστυνομική, δικαστική και επικοινωνιακή διόγκωση της λεγόμενης “υπόθεσης ΣΠΦ”, το ποιοι τελικά κατηγορήθηκαν, το φακέλωμα και η παρακολούθηση του α/ α χώρου, ακόμη και θεωρητικές αναλύσεις περί δημοκρατίας, αναρχίας κλπ. αποτέλεσαν πολλές φορές το επίκεντρο των τοποθετήσεων μας. Πώς αλλιώς μπορουν να χαρακτηριστούν αυτά τα ζητήματα, αν όχι πολιτικά;

Η ίδια η φύση του κατηγορητηρίου συνηγορεί στην πολιτικότητα της δίκης. Η βασική κατηγορία, αυτή της ,” ένταξης και συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση” στηρίζεται στο άρθρο 187Α ή ” τρομονόμο”. Σε αυτό το άρθρο εντάσσονται καί όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες επειδή “τελέστηκαν με τρόπο, σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή ένα διεθνή οργανισμό και με σκοπό κλπ. κλπ. ……ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού”. Η διατύπωση αυτού του άρθρου βιάζει κατάφωρα κάθε λογική. Ενώ αναφέρεται ξεκάθαρα στην τέλεση των εκάστοτε πράξεων με ένα σκεπτικό πολιτικό, αρνείται να χαρακτηρίσει πολιτικές τις αποδιδόμενες πράξεις. Γιατί πώς αλλιώς μπορούν να χαρακτηριστούν τέτοιου είδους πράξεις αν όχι πολιτικές; Αν δεν αποτελούν τις κορυφαίες πολιτικές πράξεις οι εκ βάθρων αλλαγές στις δομές μιας χώρας πώς αλλιώς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν;

Τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Όσο αυτονόητη είναι η πολιτική φύση αυτής της δίκης και άλλων παρόμοιων, τόσο αυτονόητη είναι η  άρνηση του νομικού συστήματος να την αναγνωρίσει ως τέτοια. Αν το δικαστήριο σας έκρινε πως έχουμε όντως μια πολιτική δίκη θα έπρεπε να αυτοκαταργηθεί. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της σύγκρουσης. Αναγνωρίζοντας εαυτόν ως το τελειότερο πολίτευμα, η δημοκρατία ξεμπερδεύει θεωρητικά με τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Η αναγνώριση πολιτικών πράξεων στους εχθρούς της θα διερρήγνυε το φτιασιδωμένο προσωπείο της δημοκρατίας, αποκαλύπτοντας πως η ισχύς της είναι στηριγμένη στη βία των νόμων και των κατασταλτικών αρχών. Η συναίνεση που παρουσιάζει η δημοκρατία ως τον απόλυτο παράγοντα ύπαρξής της αποτελεί απλά το χρυσό επίχρισμα του ατσαλένιου πλέγματος των νόμων και των περιορισμών. Όμως οι σκέψεις και οι πράξεις των ανθρώπων που αναζητούν την ελευθερία δε χωρούν σε κανένα νομικό κώδικα.

Ο αστυνομικός, δικαστικός και μιντιακός συντονισμός αποτέλεσε την οργανωμένη αντίδραση του κράτους να περιορίσει το εξεγερτικό κοινωνικό κύμα που είχε ξεσπάσει το Δεκέμβρη του 2008 και θα μπορούσε να φουντώσει ξανά ( όπως και έγινε) εν όψει της ψήφισης και εφαρμογής των μνημονίων. Τόσο στην εξεγερτική διαδικασία του Δεκέμβρη, όσο και στο μετέπειτα γιγάντωμα της κοινωνικής αμφισβήτησης κατά τη διετία 2010-2012 ο αναρχικός χώρος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η αστυνομικά ονομαζόμενη ” υπόθεση Χαλανδρίου” χρησιμοποιήθηκε από το ελληνικό κράτος με τον ίδιο τρόπο που το ιταλικό κράτος χρησιμοποίησε το 1995 την υπόθεση ORAI. Τότε ο εισαγγελέας Marini κατηγοριοποίησε και απέδωσε από κοινού διάφορες ενέργειες που είχαν πραγματοποιηθεί τα προηγούμενα χρόνια στην Ιταλία από αναρχικούς και τις απέδωσε σε μία ανύπαρκτη οργάνωση, την οποία ονόμασε ORAI. Οι ελληνικές αρχές εξέλιξαν το ιταλικό μοντέλο χρησιμοποιώντας μια υπαρκτή οργάνωση, τη ΣΠΦ. Η αντιτρομοκρατική και οι δικαστικές αρχές, χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο την εισβολή στο Χαλάνδρι, επιδόθηκαν σε μια κατηγοριοποίηση διαφόρων αναρχικών, τοποθετώντας τους κάτω από την ” ομπρέλα” της ΣΠΦ. Είναι χαρακτηριστικό πως στο βούλευμα που αφορούσε τη δράση της ΣΠΦ από το Γενάρη του 2008 ως το Γενάρη του 2011 συμπεριλαμβάνονταν και επιθέσεις για τις οποίες είχαν αναλάβει την πολιτική ευθύνη άλλες οργανώσεις.

Η επιχείρηση στο Χαλάνδρι αποτέλεσε μία βιομηχανία παραγωγής ενταλμάτων σύλληψης. Μια ματιά στα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας είναι αρκετά διαφωτιστική.

Στις 24/9/2009, λίγες μόνο ώρες μετά την εισβολή, εκδίδονται έξι εντάλματα σύλληψης. Τα πέντε αφορούν πέντε αναρχικούς, μεταξύ των οποίων και εμένα, και το ένα κάποιο ανύπαρκτο πρόσωπο. Αυτό το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθ’ ότι καταδεικνύει τη φούρια της αντιτρομοκρατικής για τη σύλληψη και τη φυλάκιση αναρχικών. Σε σχετικές ερωτήσεις που τους έγιναν, άπαντες οι τότε υπεύθυνοι αξιωματικοί δήλωσαν πως το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί γκάφα της υπηρεσίας. Έτσι απλά. Όμως το ζήτημα πάει ακόμα πιο βαθιά. Σε λιγότερες από 24 ώρες δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί καμία εργαστηριακή εξέταση, ούτε φυσικά να εκδοθούν αποτελέσματα απο τη Δ.Ε.Ε. Και όμως τα εντάλματα σύλληψης εκδίδονται. Να σε ποιο ακριβώς πλαίσιο τοποθετούνται οι δηλώσεις των μπάτσων Χωριανόπουλου, Φραγκίσκου, Γκρίζη, Χηνόπουλου σχετικά με τις παρακολουθήσεις αναρχικών από την υπηρεσία τους. Ειδικότερα ο Χωριανόπουλος εμμέσως πλην σαφώς παραδέχτηκε πως τα εντάλματα ήταν έτοιμα πριν την επιχείρηση. Αυτή η αναφορά του τότε διοικητή της Δ.Α.Ε.Ε.Β. έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Χωριανόπουλος ήταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος για την προώθηση των πληροφοριών στον εποπτεύοντα εισαγγελέα Αγγελόπουλο προκειμένου να εκδοθούν τα εντάλματα. Αυτός συνέλεγε και αξιολογούσε τις αναφορές του Χηνόπουλου, χωρίς να παρεμβαίνει κάποιος υφιστάμενός του. Όλα αυτά κατά δήλωσή του.

Είπε και άλλα εκπληκτικά ο Χωριανόπουλος. Στην ερώτηση μου πως εκδόθηκε εναντίον μου ένταλμα σύλληψης,με ποια στοιχεία και με ποια συλλογιστική απάντησε: ” επειδή είχες παρουσία στο σπίτι”. Νομίζω πως η συγκεκριμένη δήλωση δεν αφήνει αμφιβολίες για τον τρόπο με τον οποίο η αντιτρομοκρατική χειρίζεται τις υποθέσεις της. Όλοι οι παρακολουθούντες μπάτσοι (Μουρδουκουτας, Ξένος, Σιώκας κι ο επικεφαλής Χηνόπουλος) που κατέθεσαν, ανέφεραν πως στο σπίτι πηγαινοέρχονταν πάρα πολλοί άνθρωποι, κανένας δεν παρουσίαζε ύποπτη συμπεριφορά, υπήρχαν ανοιχτά παράθυρα κλπ. Και όμως, κατά το Χωριανόπουλο αρκούσε η παρουσία στο σπίτι για να εκδοθεί για κάποιον ένταλμα σύλληψης.

Η κατάθεση του Χηνόπουλου είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Ενώ κανένας από τους Ξένο, Σιώκα, Μουρδουκούτα δεν αναφέρει πως με είδε να μπαίνω ή να βγαίνω από το σπίτι, ο Χηνόπουλος αναφέρει πως κάποιος που πλέον δε μπορεί να θυμηθεί με είδε και με περιέγραψε, χωρίς να κριθεί αυτό τόσο σημαντικό ώστε να καταθέσει επώνυμα. Έχω δηλώσει πολλές φορές πως σε αυτό το σπίτι έχω πάει αρκετές φορές πριν την επιχείρηση της αντιτρομοκρατικής. Δεν αρνούμαι την παρουσία μου στο χώρο, με ενδιαφέρει όμως να καταδείξω πως η αντιτρομοκρατική και οι ειδικοί ανακριτές στήνουν τα κατηγορητήρια.

Αυτό που δεν ανέφερε κανένα από τα στελέχη της αντιτρομοκρατικής που κατέθεσαν, μπορούμε όμως να το συναγάγουμε πολύ εύκολα, είναι πως υπήρχε και άλλο κριτήριο για την έκδοση των ενταλμάτων. Η αναρχική ταυτότητα. Από τους δεκάδες ανθρώπους που επισκέπτονταν το σπίτι η αντιτρομοκρατική ξεδιάλεξε όσους ήταν αναρχικοί, προκειμένου να διωχθούν. Εκεί εστιάζεται η κρατική αντιεξεγερτική στρατηγική εκείνης της περιόδου για την οποία έκανα λόγο στην αρχή της δήλωσής μου. Προς επίρρωση αυτών ο τότε τμηματάρχης Φραγκίσκος δήλωσε: ” μας είχε ανησυχήσει η κινητικότητα που εμφάνιζε ο αναρχικός χώρος μετά το Δεκέμβρη. Ήταν πολιτική εντολή να παρέμβουμε πριν εξελιχθεί ανεξέλεγκτα. Η όλη επιχείρηση εξυπηρέτησε και πολιτικές σκοπιμότητες”.

Η κατάθεση Φραγκίσκου δημιούργησε μια εκ των έσω ρωγμή στα μυθεύματα της αντιτρομοκρατικής. Ο πρώην τμηματάρχης της, για τους δικούς του λόγους εξέθεσε περιγραφικότατα τον τρόπο λειτουργίας της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Ουσιαστικά επικύρωσε όσα ήταν ήδη γνωστά σε εμάς και έχουν φανεί τόσο σε αυτό, όσο και σε άλλα δικαστήρια. Μόνη η κατάθεση του Φραγκίσκου θα αρκούσε για να κηρύξει άκυρη την όλη διαδικασία. Φυσικά δεν αναμένω κάτι τέτοιο από τη δικαιοσύνη, μια που αυτή είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα της αστυνομικής δίωξης.

Επίσης έχει ενδιαφέρον η συνέχεια της υπόθεσης. Ως γνωστόν η ΣΠΦ συνέχισε τη δράση της μετά την επιχείρηση στο Χαλάνδρι. Η στρατηγική της αντιτρομοκρατικής, προκειμένου να δικαιολογήσει την προφανή ανικανότητά της, ήταν μετά από κάθε ενέργεια της οργάνωσης να συλλαμβάνει κάποιον/ α αναρχικό/ ή που με κάποιον ασαφή τρόπο συνδεόταν με τα ευρήματα στο σπίτι. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι συνελήφθησαν, ανακρίθηκαν και τελικά απαλλάχθηκαν με βούλευμα ή αθωώθηκαν στην πρώτη δίκη. Ακόμα και 5,5 χρόνια μετά, το Φλεβάρη του 2014 εξακουλουθούσαν να διώκονται αναρχικοί λόγω της παρουσίας τους στο σπίτι αυτό. Μια απλή ματιά στις ειδησεογραφικές σελίδες της εποχής είναι παραπάνω από αρκετή για την εξέλιξη αυτών των γεγονότων.

Έως τώρα αναφέρθηκα συνοπτικά στο κοινωνικό κλίμα της εποχής, στο σκεπτικό των διωκτικών αρχών, στον τρόπο με τον οποίο διεξήγαγαν τις επιχειρήσεις τους και στις στοχεύσεις που υποκρύπτονταν πίσω από αυτές. Θα αναφερθώ πλέον πιο εξειδικευμένα στην προσωπική μου εμπλοκή στην υπόθεση.

Σε ό,τι με αφορά λοιπόν, μετά την έκδοση του εντάλματος εναντίον μου πέρασα στην παρανομία. Η φυσική έλξη για την ελευθερία και η αναρχική μου αντίληψη με καθιστά εχθρό της δικαστικής εξουσίας και θα ήταν αναντίστοιχο με τις αξίες μου να παραδοθώ οικειοθελώς στην κρίση της. Δε δέχομαι οποιαδήποτε σχέση έχω με άλλους ανθρώπους να αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης από τις αστυνομοδικαστικές αρχές.

Συνελήφθην το Δεκέμβρη του 2010. Παρόλο που εκκρεμούσε εναντίον μου ένταλμα για συμμετοχή στη ΣΠΦ, στην αρχή κατηγορούμαι για ” ένταξη και συμμετοχή σε άγνωστη τρομοκρατική οργάνωση”. Επίσης για τη διάπραξη ” άγνωστων τρομοκρατικών πράξεων”. Πραγματικά εντυπωσιακή η βεβαιότητα της αντιτρομοκρατικής, των ειδικών ανακριτών Μπαλτά και Μόκκα και των εισαγγελέων Δημητρίου και Μακρόπουλου ( ο οποίος σε αντάλλαγμα για τις τότε υπηρεσίες του σήμερα “κοσμεί” την έδρα) σχετικά με τη συμμετοχή μου στη συγκεκριμένη οργάνωση. Το Μάρτιο του 2011, δηλαδή τρεις μήνες μετά τη σύλληψη μου, οι Μπαλτάς – Μόκκας και οι Δημητρίου – Μακρόπουλος αλλάζουν την αρχική κατηγορία περί συμμετοχής σε ” άγνωστη τρομοκρατική οργάνωση” και την αντικαθιστούν με συμμετοχή στη ΣΠΦ. Επίσης με προφυλακίζουν για άλλη υπόθεση της ΣΠΦ σχετικά με τα παγιδευμένα δέματα. Ένα χρόνο μετά με ξαναπροφυλακίζουν για το σύνολο των προγενέστερων επιθέσεων της ΣΠΦ. Καταλήγω λοιπόν με τέσσερεις προφυλακίσεις σε 15 μήνες. Αυτή η κατάτμηση και η πολυδιάσπαση των τμημάτων που συγκροτούσαν μια κοινή υπόθεση, ήταν ο τρόπος που εφηύραν οι αστυνομοδικαστικές αρχές προκειμένου να παρατείνουν την παραμονή όλων των κατηγορουμένων στη φυλακή για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο. Επίσης εισήγαγαν το φασιστικό μέτρο της επ’ αόριστον προφυλάκισης και χρειάστηκε η απεργία πείνας του φίλου και συντρόφου Κ. Σακκά για να σπάσει η αλαζονική αυθαιρεσία των δικαστικών και των πολιτικών τους προϊστάμενων.

Παρόλο που το δικαστήριο που εκδίκασε σε πρώτο βαθμό την υπόθεση μου έριξε ποινή 20 χρόνων, ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που δικάζομαι. Η διεξαγωγή της πρώτης δίκης υπό την πρόεδρο Βαρελά αποτέλεσε την επιτομή του δικαστικής εκδικητικότητας και της απόπειρας κρατικής επιβολής. Όπως και εδώ, έτσι και τότε οι κατηγορούμενοι είχαμε καταθέσει αιτήματα να μην παρακρατούνται και φωτοτυπούνται οι ταυτότητες των εισερχομένων, καθώς και να μαγνητοφωνηθεί η διαδικασία για να υπάρχουν αδιάσειστα πρακτικά. Ενώ στην αρχή η Βαρελά έκανε δεκτά τα αιτήματά μας, μετά από διακοπή και προφανώς συνεννόηση με τους προϊσταμένους της τα απέρριψε. Μέρος των κατηγορουμένων αποχωρήσαμε και παύσαμε τους συνηγόρους μας, προκειμένου να εναντιωθούμε στην πραξικόπηματική συνθήκη που προοιωνιζόταν. Κατά παράβαση κάθε δικονομικού κανονισμού η δίκη συνεχίστηκε με απόντες τέσσερεις κατηγορούμενους και τους συνηγόρους τους. Κάτι τέτοιο τότε δεν προβλεπόταν από τη δικονομία, παρόλα αυτά η δίκη εξελίχθηκε κανονικά. Ένα χρόνο μετά ψηφίστηκε και ο ανάλογος νόμος για να αποφευχθούν παρόμοιες εμπλοκές στο μέλλον. Η πραγματική φύση του νόμου δεν είναι κάποια αφηρημένη ” απόδοση δικαιοσύνης”, αλλά η επιβολή και η εμπέδωση της ισχύος των κρατικών θεσμών. Και γι αυτό μου είναι απεχθής και εχθρική.

Όπως παρατηρείτε, οι αγαπημένες λέξεις της δικαιοσύνης ” αθωότητα” και ” ενοχή” δεν έχουν θέση στο λεξιλόγιό μου. Μιλάμε διαφορετικές γλώσσες που δεν έχουν κοινό κώδικα. Το ότι δεν είμαι μέλος της ΣΠΦ δε με κάνει “αθώο” για τη δικαιοσύνη σας. Η διαφοροποίησή μου από άλλους αναρχικούς πάνω σε ζητήματα αντίληψης δε χωρά στα στενά πλαίσια των νόμων σας. Ο αναρχικός αγώνας ενάντια σε κράτη, καπιταλισμό και στις σχέσεις που η ύπαρξή τους γεννά υπερβαίνει κατά πολύ τα δίπολα της δημοκρατίας. Ένας αγώνας που δίνεται καθημερινά με κάθε τρόπο σε κάθε γωνιά της γης, με όλα τα μέσα, ειρηνικά και βίαια, νόμιμα και παράνομα. Κάθε πρόσφορος τρόπος πάλης, φυσικά και η άμεση δράση κι ο ένοπλος αγώνας αποτελούν απαραίτητα στοιχεία κάθε επαναστατικής απόπειρας. Μέσα σε αυτόν τον αγώνα αγκαλιάζουμε τις άπειρες προεκτάσεις της δημιουργικότητας, της αλληλεγγύης, του σεβασμού, χτίζοντας σχέσεις όχι βασισμένες στο στενό ατομικό συμφέρον, αλλά στην ισορροπία με τους άλλους και το φυσικό περιβάλλον.

Αυτή είναι η στόχευσή μου και αυτή θα υπερασπίζομαι πάντα.

via athens.indymedia.org