«Ο ήλιος ανατέλει πρώτα γι’ αυτούς που στέκουν όρθιοι» – Για την παρακμή του δικαίου

0
259
Την Δευτέρα 9 Οκτώβρη 2017 στις 9 πμ δικάζονται από το Θ 3μελές πλημμελειοδικείο Αθηνών (στην Ευελπίδων) οι σύντροφοι Αργύρης Ντάλιος, Φοίβος Χαρίσης, Γρηγόρης Σαραφούδης, Γιάννης Ναξάκης και Δημήτρης Χατζηβασιλειάσης, για την σύλληψή τους στις 30 Απρίλη 2013 στη Ν.Φιλαδέλφια. Και οι πέντε κατηγορήθηκαν αρχικά με τον πρώτο «αντιτρομοκρατικό» («εγκληματική οργάνωση»), χωρίς καμία αναφορά σε οποιοδήποτε συμβάν ή ένδειξη προετοιμασίας. Οι τέσσερις πρώτοι μπήκαν αμέσως σε ήδη υπάρχουσες δικογραφίες, που αφορούσαν απαλλοτριώσεις τραπεζών. Το βούλευμα που τους απάλλασε όλους από την ανυπόστατη κατηγορία της «οργάνωσης» εκδόθηκε τελικά τον Απρίλη του 2017.

Λίγο καιρό μετά την σύλληψη κι αφού είχαν προηγηθεί δημόσιες τοποθετήσεις των τεσσάρων προφυλακισμένων, ο Δημήτρης Χατζηβασιλειάδης δημοσιοποίησε ένα πολιτικό κείμενο για τα γεγονότα και με αφορμή τα γεγονότα. Η ανάλυσή του συντρόφου θίγει το καθεστώς των βασανιστηρίων, την δομική υποκρισία του νόμου, την εγγενή αυθαιρεσία της πολιτικής καταστολής, την πολιτική μεταφυσική των μεθόδων «ταυτοποίησης», την αναπόφευκτη παρακμή των δικαιϊκών θεσμών ως άμεση έκφραση της γιγάντωσης των ταξικών ανισοτήτων και της τρομοκρατικής βάσης τους, τον αντικοινωνικό κι ολοκληρωτικό πυρήνα των «αντιτρομοκρατικών» νόμων. Θίγει επιπλέον, την θεσμική θέση του ΣΥΡΙΖΑ και της γύρω απ’ αυτόν αριστεράς, πριν ακόμα αναλάβει την διακυβέρνηση, ως πόλος της αντεπαναστατικής κι αντιαναρχικής στρατηγικής του κράτους. Θίγει επίσης, ζητήματα της αντάρτικης πάλης, της ανοιχτής κοινότητας και της μεταξύ τους σχέση μέσα απ’ το πρίσμα της συγκρότησης επαναστατικού κινήματος. Σ’ ετούτη την συγκυρία, με την έξαρση των αστυνομικών βασανιστηρίων κατά διαδηλωτών και μεταναστών, το τσουβάλιασμα νυν και πρώην πολιτικών κρατουμένων σε κοινά κατηγορητήρια, τις καταδίκες κατ’ επίκληση «γεννετικών δειγμάτων» παρά την επιστημονική ανεπάρκειά τους και την σαρωτική ταξική επίθεση των ελεγκτικών και ποινικών μηχανισμών, στο όνομα της «διαφάνειας» και της «ευταξίας», αυτό το κείμενο είναι εύστοχα επίκαιρο.

||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||

Ο ΗΛΙΟΣ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ ΠΡΩΤΑ

ΓΙ’ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΟΡΘΙΟΙ i

_______________________________________

Τρίτη 30 Απρίλη 2013, επέμβαση της αστυνομίας σε μια καφετέρια.

Συνοπτική περιγραφή των γεγονότων.

Είναι απόγευμα και καθόμαστε κάποιοι αναρχικοί σε ένα τραπεζάκι καφετέριας πίνοντας πορτοκαλάδες. Μέσα στο μαγαζί υπάρχουν άλλες δυο παρέες, σίγουρα όχι ασφαλίτες. Σταματάει στον δρόμο μια ομάδα μπάτσων με μηχανές (διας), οι οποίοι κινήθηκαν προς το μαγαζί ενώ εγώ πήγαινα προς την τουαλέτα. Ακούω φωνές και ένα λεπτό μετά δίνουν παραγγέλματα προς εμένα, βρίζοντας, να βγω από την τουαλέτα. Ανοίγοντας την πόρτα με σημαδεύει με το πιστόλι ένας κουκουλωμένος ασφαλίτης. Του λέω να κατεβάσει το όπλο, δείχνοντας τα χέρια μου και αφού στρέφει την κάννη πιο χαμηλά βγαίνω και με ξαπλώνουν κάτω. Έξω βλέπω μόνο τον σύντροφο Φοίβο Χαρίση, δεμένο. Πλησιάζει μια ασφαλίτισσα, προφανώς της «αντιτρομοκρατικής», κουκουλωμένη με ένα φούτερ, η οποία με ένα νεύμα επιβεβαιώνει στους ένστολους κατόπιν ερώτησής τους ότι έχουν αιχμαλωτίσει τους σωστούς ανθρώπους. Ο σύντροφος Αργύρης Ντάλιος κατάφερε να βγει από το μαγαζί τρέχοντας, αλλά τον ακινητοποίησαν μετά από κάποια απόσταση. Κατά την ακινητοποίηση τραυματίστηκε στο γόνατο. Όταν ξεκίνησε η επέμβαση των μισθοφόρων στην καφετέρια, είχαν ήδη συλληφθή ο Γιάννης Ναξάκης και ο Γρηγόρης Σαραφούδης, λίγο πιο μακριά στον δρόμο. Μέσα στο μαγαζί οι μπάτσοι ακινητοποίησαν και την κοπέλα που δούλευε εκεί, διότι έσπευσε να μας υπερασπιστεί και συνέλαβαν κι έναν ταξιτζή που μόλις είχε σταματήσει απέξω, μάλλον επειδή μίλησε με την εργαζόμενη κοπέλα (ήταν ο έκτος που ανακοινώθηκε ότι αφέθηκε αργότερα). Εμένα και τον Φοίβο μας μετέφεραν με περιπολικά κατευθείαν στον δωδέκατο όροφο της γαδα, στην έδρα της «διεύθυνσης αντιμετώπισης ειδικών εγκλημάτων βίας».

Όπως φάνηκε από την εξέλιξη των γεγονότων και τις περιγραφές των μπάτσων στις καταθέσεις τους, οι χαφιέδες της «αντιτρομοκρατικής» ακολούθησαν το συγκεκριμένο μεσημέρι τον Γρηγόρη και τον Γιάννη μέχρι τη νέα φιλαδέλφεια. Στην καφετέρια αναγνώρισαν τους δυο καταζητούμενους συντρόφους, Φοίβο και Αργύρη. Αποφάσισαν να επιχειρήσουν άμεσα την σύλληψή τους, παρά να τους παρακολουθήσουν για να συλλέξουν κι άλλες πληροφορίες. Έχοντας χάσει αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν καταζητούμενους κατά την διάρκεια παρακολουθήσεων και συνυπολογίζοντας ότι η εμπειρία πολλών ανθρώπων που πέρασαν έξω από τα εποπτικά πλέγματα της καταστολής τα τελευταία χρόνια έχει αφήσει μια μεθοδολογία άμυνας για εκείνους που βρίσκονται σ’αυτήν την συνθήκη, οι μισθοφόροι επέλεξαν να μην διακινδυνεύσουν την ευκαιρία. Γι’αυτό έβαλαν μπροστά τις άμεσα διαθέσιμες αστυνομικές δυνάμεις, δηλαδή τους ένστολους των περιπολιών.

Στον δωδέκατο εγώ έμεινα δεμένος με χειροπέδες πίσω από την πλάτη για ένα εικοσιτετράωρο. Δώδεκα ώρες σ’ένα γραφείο και μετά στην απομόνωση και μέχρι την επιστροφή από τα δικαστήρια την Τετάρτη το απόγευμα. Η πολύωρη ορθοστασία σε δέσμια κατάσταση θεωρείται επισήμως από τους διεθνείς «ανθρωπιστικούς» θεσμούς των αφεντικών βασανιστήριο. Οι χειροπέδες πίσω από την πλάτη μετά από κάποια ώρα προκαλούν τραυματισμό στους τένοντες των εμπρόσθιων μοιρών των δελτοειδών μυών λόγω παρατεταμένης ακραίας διάτασης. Ο πόνος είναι οξύς. Επιπλέον, το σφίξιμο των χειροπέδων πίσω από τους καρπούς κόβει τα νεύρα των χεριών. Η πάνω πλευρά του δεξιού χεριού μου έχει απονευρωθεί αισθητηριακά, όπως είχε συμβεί και σε προηγούμενη σύλληψή μου. Τότε, πέρασαν μήνες μέχρι να αποκατασταθούν τα νεύρα.

Κάποιοι συλληφθέντες αντιμετώπισαν και χτυπήματα. Όπως, βίαιες ήταν και οι διαδικασίες υφαρπαγής αποτυπωμάτων (ακινητοποίηση σε τραπέζι ή στο έδαφος και πρόκληση πόνου εως και τραυματισμός στις αρθρώσεις των δαχτύλων για να ανοίξουν οι παλάμες) και σάλιου (πνιγμός), μετά την άρνησή μας να συνεργαστούμε με τους ανθρωποφύλακες. Πρόκειται για μεθόδους που οι κρατικοί μισθοφόροι εφαρμόζουν εδώ και χρόνια, από τότε που οι αναρχικοί ξεκίνησαν και διέδωσαν μια στάση έμπρακτης αντίστασης στο τεχνοκρατικό φακέλωμα. Απέναντι σε κάθε άρνηση υποταγής η εξουσία αποκαλύπτει το καθαρό πρόσωπό της.

Τα κελιά του δωδέκατου είναι εσωτερικά, χωρίς φυσικό φως και εξαερισμό, χωρίς χώρο κίνησης (ένα επί τρία) και με μια λάμπα συνεχώς αναμένη. Λευκά κελιά (μπανανίας).

Από τις πρώτες ώρες της κράτησής μας στα μπουντρούμια της «αντιτρομοκρατικής» τα Μέσα Μαζικού πληροφοριακού Ελέγχου ανέλαβαν δράση με αφορμή την σύλληψή μας. Οι καλοπληρωμένοι λακέδες δημοσιογράφοι της ασφάλειας επιχείρησαν να αδρανοποιήσουν στο κοινωνικό πεδίο το γεγονός της αιχμαλωσίας ορισμένων αγωνιστών, προβάλοντας πάνω μας τα χαρακτηριστικά του κόσμου της εξουσίας με μια προσπάθεια ληστρικής μονοπώλησης της δημόσιας παρουσίας μας¢« επαναλάμβαναν τετριμμένες ιδεοληπτικές συκοφαντικές περιγραφές που αποσκοπούν στην διάχυση της καχυποψίας και της απαξίας προς τους επαναστάτες, της ηττοπάθειας και της μοιρολατρείας, μέσω μιας πλασματικής εξομοίωσης μας με τα σκοτάδια και τη σαπίλα του δικού τους πολιτισμού.

Κεντρικοί διηγηματικοί άξονες όλων των προπαγανδιστικών σεναρίων είναι μια «πραγματικότητα» μυστικοποιημένη, η κυριαρχία ιεραρχικών δομών και η πανεποπτική ισχύς των κρατικών μηχανισμών. Οι «πρωταγωνιστές» είναι κακόγουστες σκιαγραφήσεις των αγωνιστών, που σαν χαρακτήρες σαπουνόπερας οι νεότεροι ορμούνται ερήμην των πολιτικών κινήτρων τους από «νεανικά τραύματα», φιλελεύθερη διαπαιδαγώγηση και καλοζωΐα και σαν πράκτορες φτηνών κατασκοπικών βιβλίων τσέπης οι γηραιότεροι μηχανορραφούν για να συνεχίζεται το μυθιστόρημα. «Άνθρωποι κλειδιά», «καθοδηγητές», «προμηθευτές» και «εκτελεστικοί βραχίονες» διάφορων βαθμίδων. «Διευθυντήρια», ομάδες των οποίων η διακριτότητα ερμηνεύεται ως βιτρίνα, για να αποκρυφτεί το πλήθος και η πολυμορφία των αντιστασιακών εγχειρημάτων και οργανώσεις που φοριούνται καπέλο, για να χτυπηθούν οι σχέσεις αλληλεγγύης και να χρεωθούν περισσότεροι περισσότερα χρόνια. Τα γενικά σενάρια περί του «χώρου της τρομοκρατίας» προσωποποιούνται αυθαίρετα, αλλά σκοπευμένα σε αιχμάλωτους, καταζητούμενους και ευρύτερα σε στοχοποιημένους αγωνιστές. Αμφίδρομα, το γενικό προπαγανδιστικό πλαίσιο απονοηματοδοτεί τον αγώνα των προσώπων, καθώς εξαφανίζει το συλλογικό υπόβαθρό του και η παραχάραξη της δημόσιας παρουσίας των προσώπων ζωντανεύει τα σκοτεινά αστυνομικά σενάρια.

Η προπαγάνδα προσαρμόζεται πάντα στο πολιτικό, επιχειρησιακό και ποινικό παιχνίδι των κατασταλτικών μηχανισμών. Όσο ήμουν στο λευκό κελί και η «αντιτρομοκρατική» έψαχνε τον τρόπο να με προφυλακίσει, τα παπαγαλάκια της με παρουσίαζαν ως τον κρίκο της «τρομοκρατίας». Αφού δεν βρήκαν να μου αποδώσουν καμία συγκεκριμένη δραστηριότητα, εκτός από την πορτοκαλάδα, αποπειράθηκαν να υπονομεύσουν τις κινηματικές σχέσεις μου παρουσιάζοντάς με ως παγίδα για τους άλλους αγωνιστές. Και τελικά μεταμορφώθηκα σύμφωνα με τις ασφαλίτικες φήμες σε προμηθευτή όπλων, για να ενισχυθεί η ατμόσφαιρα ενός παλαιότερου εκκρεμούντος και εξίσου αίολου κατηγορητηρίου.

Το σημαντικό σ’ετούτη την περιγραφή είναι η θέση των ΜΜΕ στην εκδίπλωση της καταστολής. Τα προπαγανδιστικά μέσα που ελέγχονται από μεγαλοεπιχειρηματίες και κρατικούς θεσμούς (κυβέρνηση και κοινοβουλευτικά κόμματα) διαμορφώνουν προκαταβολικά το συμβολικό έδαφος των αστυνομικών και δικαστικών επιχειρήσεων, όντας τα δομικά δίκτυα μαζικής εμβολής των κρατικών ιδεολογημάτων και του καπιταλιστικού φαντασιακού πάνω στα οποία στηρίζεται κάθε πολιτικός σχεδιασμός. Δυο μέρες μετά τις συλλήψεις στην καφετέρια ο αρχηγός της κυβερνητικής συμμορίας επισκέφτηκε τον υπουργό αστυνομίας για να τον συγχαρεί και να ενημερωθεί σχετικά με την εξέλιξη των ερευνών γύρω από υποθέσεις «τρομοκρατίας» άσχετες με τις πορτοκαλάδες της νέας φιλαδέλφειας. Σίγουρα, τόσο για την ενημέρωση των κρατικών στελεχών, όσο και για την υπόδειξη πολιτικών κατευθύνσεων δεν χρειάζονται επίσημες συναντήσεις. Το σημαντικό σε μια τέτοια παράσταση αποτελεί η κοινοποίηση του πολιτικού πλαισίου πάνω στο οποίο δούλεψαν οι μισθοφόροι. Τα ΜΜΕ επικύρωσαν θεσμικά μια κατασταλτική πολιτική μεθόδευση σε όλες τις κλίμακές της, απλά κάνοντας την δουλειά τους.

Οι συνέπειες της καθεστωτικής λάσπης σε βάρος μου είναι ασήμαντες, αφού είναι αδύνατον οι μισθοφόροι, ασφαλίτες και δημοσιογράφοι, να φθείρουν την δημόσια αγωνιστική παρουσία μου και να κάμψουν τους συντροφικούς δεσμούς μου. Πάραυτα, η μαύρη κρατική προπαγάνδα σημαδεύει τα κεφάλια όλων των καταπιεσμένων ανθρώπων. Η «αντι»-τρομοκρατία επιδιώκει την προληπτική εξουδετέρωση των δυνάμει επαναστατημένων. Προς τούτο, η αστική διεύθυνση οργανώνει την φυσική, πολιτική και ηθική απομόνωση των αγωνιζόμενων και του καθενός από το σύνολο. Η αιχμαλωσία ή και εξόντωση αγωνιστών οριοθετεί αντικειμενικά τον διαρκή ολοκληρωτικό ταξικό πόλεμο, αν και εφόσον αφήνεται σε μια κρατική διαχείρισή της που δουλεύει για την διατήρηση του καθεστώτως κατακερματισμού.

Ενόσο τα Μέσα Μαζικού πληροφοριακού Ελέγχου χτυπούσαν με αντεπαναστατική προπαγάνδα, η ασφάλεια μαγείρευε κατηγορητήρια. Την πρώτη νύχτα μας εμφάνισαν δυο πλημμελήματα, που έμειναν και για τους πέντε και μετά τον σχηματισμό μιας δικογραφίας από την ανακρίτρια: Η «ψευδής ανωμοτί κατάθεση …» για την άρνηση παροχής αποτυπωμάτων και βιολογικού υλικού και η «αντίσταση κατά της αρχής …» κατά την σύλληψη, το γνωστό κερασάκι, για να υπάρχει κι ένα «συμβάν» εκτός από τις πορτοκαλάδες. Εμφάνισαν επίσης στους τρεις μας για τους οποίους δεν εκκρεμούσαν εντάλματα το πλημμέλημα της «υπόθαλψης», το οποίο αντικειμενικά και βάσει νομολογίας δεν θα μπορούσε να σταθεί δικαστικά. Την επόμενη μέρα, Τετάρτη μεσημέρι, εισαγγελέας και ανακρίτρια αρνήθηκαν την ύπαρξη αυτού του κατηγορητηρίου. Πάραυτα, με αυτό το παλιόχαρτο μας είχαν παραπέμψει στην ανάκριση.

Στην ανακρίτρια έφτασα χωρίς δικηγόρο, αφού δεν είχε επιτραπεί καμία επικοινωνία. Τα τσουτσέκια της «αντιτρομοκρατικής» προσπαθούσαν να με παραπλανήσουν υποσχόμενοι ότι θα ειδοποιούσαν αυτοί την δικηγόρο μου. Ενημέρωσα την ανακρίτρια γι’αυτή τη άθλια και ασυνήθη μεθόδευση και απαίτησα να ολοκληρωθεί η κατάθεσή μου την ίδια μέρα και με την παρουσία της δικηγόρου μου. Αλλά μια τέτοια δικαστική απόφαση, η οποία θα ήταν η μόνη νομότυπη θα σήμαινε την άμεση απελευθέρωσή μου και ένα αυτόφορο για τα δυο πλημμελήματα, καθώς δεν είχε εμφανιστεί ακόμα «κακούργημα». Έτσι, μου επιβλήθηκε το «δικαίωμα» της διήμερης προθεσμίας, χωρίς κατηγορητήριο και χωρίς την παρουσία δικηγόρου. Η πρακτική της παράνομης διήμερης ή και πολυήμερης παράτασης της κράτησης στα λευκά κελιά του δωδέκατου με σκοπούς την επιβάρυνση και επιμήκυνση του τρομοκρατικού θεαματικού βομβαρδισμού, το μαγείρεμα «στοιχείων» και κατηγοριών και την περαιτέρω καταπόνηση των αιχμαλώτων, έχει συστηματοποιηθεί για τις πολιτικές υποθέσεις.

Την Πέμπτη ανακοινώθηκε μια «κακουργηματική» κατηγορία και για τους πέντε: «Οργάνωση … για τη διάπραξη ληστειών …» («αντιτρομοκρατικός»). Ο Φοίβος και ο Αργύρης είχαν ήδη προφυλακιστεί για τα εκκρεμούντα εντάλματα. Στην συνέχεια τους αποδόθηκε από άλλον ανακριτή συμμετοχή και σε άλλες απαλλοτριώσεις τραπεζών επιπλέον αυτής για την οποία είχαν βγει τα προηγούμενα εντάλματα. Για τον Γιάννη και τον Γρηγόρη παρατεινόταν κι άλλο η υπό κράτηση ανάκριση, από την στιγμή που αποδόθηκε και σ’αυτούς συμμετοχή σε απαλλοτριώσεις τραπεζών βάσει «γενετικού υλικού».

Την Παρασκευή, στο δεύτερο πέρασμά μας από την ανακρίτρια που διαχειρίστηκε τον φάκελο της νέας φιλαδέλφειας, μετά από τρεις μέρες στον βούρκο της ασφάλειας δεν προφυλακίστηκε κανείς για την συγκεκριμένη υπόθεση. Το «κακούργημα» δεν πάταγε πουθενά. Κι εγώ αφέθηκα, πρακτικά με τους ίδιους περιοριστικούς όρους που ίσχυαν ήδη μετά την αποφυλάκισή μου τον Δεκέμβριο του ’11.

Από την πρώτη στιγμή όλοι οι συλληφθέντες αρνηθήκαμε κάθε συνεργασία με τους μπάτσους. Κανένας διάλογος, καμία υπογραφή, άρνηση αποτυπωμάτων κλπ. Είναι γεγονός ότι οι ανακριτές-βασανιστές της ασφάλειας έχουν καταλάβει πλέον ότι δεν μπορούν να αποσπάσουν πληροφορίες, ομολογίες και δηλώσεις μετάνοιας από αναρχικούς αγωνιστές. Αυτό που μένει από τις ανακρίσεις είναι η αποκάλυψη του απάνθρωπου πυρήνα της εξουσίας και η ακατάβλητη δύναμη των αγωνιζόμενων ανθρώπων. Οπότε, ανακρίνουν πια πολύ επιλεκτικά. Στην δική μας περίπτωση ουσιαστικά δεν υπήρξε (προ)ανάκριση. Η επί χρόνια ακέραιη στάση πάμπολλων αγωνιστών απέναντι στα καθάρματα της δημοκρατίας έχει αποδομήσει πρακτικά και απονοηματοδοτήσει κοινωνικά την κυριαρχία που επιδιώκουν οι ανθρωποφύλακες πάνω στα σώματα, στον ψυχισμό και στην συνείδησή μας. Η μαχητική τοποθέτηση ενάντια στους μηχανισμούς του κράτους, ακόμα και μέσα στα δεσμά της καταστολής, εκφράζει και στηρίζει τον κόσμο της ελευθερίας και της αλληλεγύης. Τέτοιο ήταν το νόημα της απεργίας δίψας και πείνας που ξεκίνησα από την πρώτη στιγμή της κράτησής μου στον δωδέκατο της ασφάλειας και την συνέχεια της οποίας ανακοίνωσα την επόμενη μέρα που οι δικαστές αποφάσισαν να με στείλουν πάλι εκεί.

Ο Φοίβος και ο Αργύρης έκαναν την Παρασκευή μια δήλωση αλληλεγύης προς εμένα. Εκείνη την ημέρα επίσης, συγκεντρώθηκαν στα δικαστήρια σύντροφοι από δυο συλλογικότητες και άλλοι ατομικά.

Οι τέσσερις αιχμάλωτοι Φοίβος Χαρίσης, Αργύρης Ντάλιος, Γιάννης Ναξάκης και Γρηγόρης Σαραφούδης τώρα βρίσκονται προφυλακισμένοι στην πρώτη πτέρυγα του κορυδαλλού.

«Ο κανόνας του νόμου είναι η υπεροχή της κανονικής εξουσίας αντιπαραβαλλόμενη στην αυθαίρετη εξουσία» ii

Αν οι θεσμικοί παράγοντες προσποιούνται ότι εμφορούνται από καινούριες ιδέες, το κάνουν για να θαμπώσουν και να συντηρήσουν τα πέπλα ακατανοησίας στα οποία στηρίζουν την αυθεντία τους. Είτε με πατροπαράδοτες διαδικασίες, είτε εισάγοντας καινοτόμες τεχνικές, για να επιβληθεί αντι-κοινωνικά ένας μηχανισμός, όπως ο κατασταλτικός, χρειάζεται να υποβάλλει δέος σε ταξικούς εχθρούς και συμμάχους. Ας δούμε για παράδειγμα, ως προς τι έχουν αλλάξει οι αστυνομικές παραδόσεις και ποιά είναι τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων μεθόδων της μπατσαρίας.

Η αστυνομία καταγωγικά είναι ο θεσμικός μηχανισμός που έχει την εκτελεστική ευθύνη και σε επίπεδο αντι-κοινωνικής καθημερινότητας επιπλέον την αποφασιστική ευθύνη για τον κρατικό φόνο. Η κραταιά τάξη προστατεύεται από τους δολοφόνους της. Αυτή η δομή διατρέχει την ιστορία του κράτους. Αλλά για να φονεύονται λιγότεροι και να δουλεύουν περισσότεροι ή να αργοπεθαίνουν από αρρώστια και πείνα, η αστυνομία ανέκαθεν βασάνιζε και φυλάκιζε.

Ο πολύωρος βασανισμός των συντρόφων που αιχμαλωτίστηκαν στην βέροια τον Φλεβάρη, ο οποίος είχε συνέπεια τον τραυματισμό ορισμένων και την παραμόρφωσή τους, ανήκει στο αταβιστικό παρελθόν της εξουσίας, στο ακτάπαυστο παρόν της κρατικής κυριαρχίας ή σ’ένα μέλλον που αποκαλύπτεται ως κόλαση εδώ και τώρα; Και τα τρία. Τα βασανιστήρια είναι μια ακατάπαυστη πραγματικότητα της κατοχής του κοινωνικού πεδίου από τους ένοπλους σχηματισμούς του κράτος¢« πραγματικότητα που σημαδεύει τα σώματά μας για να καταρρακώσει το ελεύθερο βίωμα, να εμπεδώσουμε όλοι οι καταπιεσμένοι, μετανάστες και ντόπιοι ότι οι κοινωνικές σχέσεις ανήκουν στον κρατικό έλεγχο. Ας θυμηθούμε τους μαζικούς ξυλοδαρμούς και εξυτελισμούς σε όλο το κέντρο της αθήνας μετά την διάλυση της συγκέντρωσης στο σύνταγμα στις 29 Ιούνη 2011. Απ’την άλλη, ο μεθοδικός εξατομικευμένος βασανισμός μέσα στα κατοχικά τμήματα περατώνεται με διαφορετικό βαθμό διακριτότητας κατά περίπτωση. Εκείνοι που δρομολογούνται για την φυλακή, όπως κι εκείνοι που συλλαμβάνονται για την αγωνιστική κινητοποίησή τους τραυματίζονται και σημαδεύονται εμφανώς, παραδειγματικά. Ενώ εκείνοι που περνάνε προληπτικά από τα χέρια των μπάτσων-βασανιστών γίνονται δέκτες ενός αδιόρατου βασάνου.

Ο διακριτικός βασανισμός είναι πάγια μέθοδος τρομοκρατίας. Ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης, οι αρχιβασανιστές-ανακριτές της χούντας ήταν μανούλες σε τέτοιες τεχνικές. Έκτοτε, σε συνθήκες δημοκρατίας έχει μετατοπιστεί η βαρύτητα στα σκοπούμενα των βασανιστηρίων. Η ανακριτική τρομοκρατία, που εξευγενίστηκε χωρίς να εγκαταλείψει το ουσιαστικό εργαλείο της, την πρόκληση ωδίνης, έχει παραχωρήσει την πρώτη θέση στην παραγωγή της εικόνας του ελέγχου, στην φήμη του και κατά συνέπεια στο αντι-κοινωνικό ρίζωμά του. Οι ήττες των ανακριτών μπροστά στο σθένος των αγωνιστών οδηγούν στον εξωραϊσμό των βασανιστηρίων.

Τα ψυχολογικά βασανιστήρια, που εδράζονται πάντα σε φυσικούς καταναγκασμούς (περιορισμός, τεχνητό έλλειμα αναγκαίων πόρων κλπ), εκφράζουν την επικέντρωση στο πρωταίτιο σκοπούμενο κάθε βασανισμού: στον ελέγχο πάνω στα υποκείμενα. Έτσι κι αλλιώς, το βασανιστήριο υπάρχει μέσα στον πολιτισμό της εξουσίας (και μόνο εκεί) επειδή είναι ικανό να παράγει μεθοδευμένα ψυχική ωδίνη. Και τα λευκά κελιά εντάσσονται σ’αυτόν ακριβώς τον μηχανισμό.

Αν επανέρχεται κάτι από το παρελθόν στα πρόσφατα γεγονότα έκδηλου βασανισμού αγωνιστών, όπως των συλληφθέντων της αντιφασιστικής περιπολίας και των αναρχικών απαλλοτριωτών που αιχμαλωτίστηκαν στην βέροια, είναι η προφάνεια της θεμελιακής βιαιότητας του κράτους. Η επανάκαμψη της βάρβαρης ιστορίας του ελληνικού κράτους στο δημόσιο προσκήνιο αποκαλύπτει εκ νέου ότι ο ταξικός-κοινωνικός πόλεμος συνεχίζεται μέχρι τις έσχατες συνέπειές του. Ο ολοκληρωτικός ανταγωνισμός της εξουσίας με την ελευθερία συγκεκριμενοποιείται σε κάθε σημείο σύγκρουσης, όπου διακυβέβεται κάθε φορά η ροπή του συσχετισμού ισχύος ανάμεσα στην εξέγερση και στην καταστολή. Οι μπάτσοι-βασανιστές αποπειρώνται να εγγράψουν πάνω στο σώμα μας και στην συνείδησή μας ένα μέλλον φτώχειας, τρόμου και κατακερματισμού. Όμως, ο ολοκληρωτικός πόλεμος είναι πόλεμος αντοχής, πόλεμος κινητοποίησης νέων δυνάμεων, μια πάλη πάνω στο σύνολο του κοινωνικού δυναμικού και των υλικών πόρων. Εκείνοι που διδάσκονται και διδάσκουν τον εαυτό τους ν’ αντιμετωπίζουν την κόλαση κατά μέτωπο, παραμένουν στον δρόμο με την αποφασιστικότητά τους αλόβητη. Η δημοκρατία των βασανιστών τσακίζεται από την δύναμη των ανθρώπων να ορίζουν οι ίδιοι την ζωή και τον θάνατό τους.

Οι βασανιστές της βέροιας εξέφραζαν και λεκτικά κατά την διάρκεια της δράσης τους ένα τοπικιστικό μίσος το οποίο με μια πρώτη ματιά φαίνεται να αντιστρέφει την ταξική αντιπαλότητα για να αποπολιτικοποιήσει το δημόσιο γεγονός της απαλλοτρίωσης των τραπεζών και να διεκδικήσει μια ηθική δικαίωση για τους ίδιους. «Τα κωλόπαιδα από την αθήνα ήρθαν να μας ληστέψουν». Με μια δεύτερη ματιά, η τοπικιστική αναφορά εμπεριέχει μια πραγματική ταξική διάσταση, την αποικειοκρατική δομή της κρατικής κυριαρχίας στην ύπαιθρο. Οι επαρχιώτες αστοί, των πόλεων και των χωριών, με τους οπλισμένους μπράβους τους, ένστολους ή ιδιωτικούς, είναι οι πιονέροι της καπιταλιστκής ανάπτυξης και στα φέουδα τους επιχειρούν με όλα τα μέσα για τον τρόμο και την τάξη, όπως επιχειρεί η εξουσία σε κάθε συνοριακό τόπο. Για τις εμπροσθοφυλακές του κεφαλαίου «τα κωλόπαιδα που ήρθαν από την αθήνα» κι εκείνοι που ήρθαν από το μπαγκλαντές και απαιτούν αυξήσεις μισθών και οι «γαλάτες» της χαλκιδικής είναι ο ίδιος εχθρός.

Οι φιλελεύθερες ενστάσεις για τα βασανιστήρια, και τέτοιες είναι οι πρόσφατες κινήσεις της καθεστωτικής αριστεράς για το συγκεκριμένο θέμα, εστιάζοντας στο υποκειμενικό βίωμα του βασανισμού από μια ιδεαλιστική θέση ενάντια στην βία συγκαλύπτουν το δομικό πολιτικό υπόβαθρο της σύγκρουσης μέσα στην οποία τα βασανιστήρια εμφανίζοται για να λειτουργήσουν. Σε μια τέτοια τοποθέτηση τα υποκείμενα (βασανιζόμενοι, αλληλέγγυοι, καταγγέλοντες και ευαισθητοποιούμενοι) αποσυνδέονται από τα νοήματα του βασανιστικού βιώματος κι επομένως αιωρούνται σε μια κόλαση ακατανοησίας, αναπάντεχου και απόγνωσης. Συνυπολογίζοντας ότι για την αστική ιδεολογία, πρωτοπορία της οποίας ήταν και παραμένει η αριστερή διανόηση, το δικαίωμα αφορά πάντα ένα «αγαθό» κι όχι το κοινωνικό υποκείμενο καθαυτό, που στην περίπτωση των βασανιστηρίων υποδηλώνεται με την παρερμηνεία των εμπειριών βασανισμού ως παθητικών βιωμάτων. Έτσι, αποκρύβεται σκόπιμα ο αγώνας των βασανιζόμενων πριν, κατά την διάρκεια του βασανισμού και μετά. Στον κόσμο των δημοκρατικών αυταπατών οι καταπιεσμένοι αφοπλίζονται κι ο τρόμος μεγεθύνεται.

Κεντρικός άξονας της τελετουργικής μεταχείρισης του αιχμαλωτισμένου είναι το θέαμα της εξαίρεσης. Για να ηττηθεί η άρνηση της κυριαρχίας του νόμου είναι απαραίτητο να αποκλειστούν τα παραδείγματά της από την κοινωνική πρακτική. Η πλήρης ακινητοποίηση (χειροπέδες, στενή περιφρούρηση και ταχύες διαβάσεις στις μεταγωγές, λευκά κελιά) συμβολίζει ένα ατέρμονο παρόν πλήρους ελέγχου. Η μεθοδική πρόκληση ωδίνης συμβολίζει την δυνατότητα επίτασης της κατασταλτικής βαναυσότητας σε απεριόριστο εύρος. Η απειλή του φόνου (παρέλαση στρατιωτικών μονάδων της αστυνομίας, όπως η «ειδική κατασταλτική αντιτρομοκρατική μονάδα», οι «ομάδες ειδικών μεταγωγών» ή οι «ομάδες πρόληψης και καταστολής εγκλήματος» και τα τ.α.ε. στην επαρχία) συμβολίζει ότι το κράτος έχοντας την ισχύ πάνω στον θάνατο ορίζει τον χρόνο μ’έναν τρόπο απόλυτο. Το σύνολο των ελεγκτικών σημάνσεων βίας του καθεστώτως προβάλει ότι οι θεσμοί θα εξακολουθούν να υπάρχουν όσο κατέχουν το επέκεινα της απανθρωπιάς.

Οι βασανιστές της «αντιτρομοκρατικής» και της «εκαμ» είναι αντίστοιχα οι χαφιέδες και οι δολοφόνοι, τσουτσέκια του κεφάλαιου, που γνωρίζουμε μέσα στην μνήμη των αγώνων. Αυτό που προστίθεται σήμερα στην προσπάθεια των βασανιστών να εκπέμψουν κύρος και δέος, είναι ο τεχνολογικός μυστικισμός. Εποπτικές μηχανές, μηχανές θανάτου και πλασματικές γλώσσες προσωποποίησης, όπως η γενετική ταυτοποίηση, επεμβαίνουν στην πολεμική σκηνή πρωτίστως για να σπείρουν μια ατμόσφαιρα φανταστικής επικράτησης. Τα αντικειμενικά αποτελέσματα της χρήσης αυτών των εργαλείων απέναντι σε ανθρώπους που αυτοοργανώνουν την κίνησή τους ενάντια στον κόσμο της εξουσίας, είναι αμφιλεγόμενα. Σίγουρα όμως, η συμβολική ισχύς τους είναι πολύ μεγαλύτερη. Ας συγκρατήσουμε το δεδομένο ότι οι συλλήψεις στη νέα φιλαδέλφια δεν ήταν συνέπεια της αναβαθμισμένης τεχνολογικής καταστολής, στην οποία αναφέρθηκε ένας σύντροφος, αλλά μιας κλασικότατης, ίσως λίγο επιμελημένης χαφιέδικης παρακολούθησης. Ωστόσο, η διάχυση του συμβολικού ελέγχου συνεπάγεται κάποιες αντικειμενικές ακινητοποιήσεις στο κοινωνικό δυναμικό της αντίστασης. Αλλά η «χάρτινη τίγρης» της καταστολής αποδομείται με την άμεση αντιστασιακή δράση.

Οι πλασματικές γλώσσες προσωποποίησης, που συμπεριλαμβάνουν όλων των ειδών τα «στοιχεία» με τα οποία η ασφάλεια κατασκευάζει τα σενάριά της (ανώνυμες καταγγελίες, καταθέσεις χαφιέδων, αναφορές ηλεκτρονικού εντοπισμού και υποκλοπών, εικόνες από βίντεο και φωτογραφίες, αποτυπώματα και βιολογικό υλικό), παράγουν έναν κόσμο απροσπέλαστο στους αδαείς και έτσι αδιαμφισβήτητο. Στο μυστικιστικό έδαφος των τεχνολογικών μεθόδων αφενός έχουν ανοίξει τεχνοτροπίες για το στοχευμένο μαγείρεμα των υλικών με τις προδεδικασμένες σημάνσεις τους και αφετέρου το δίκαιο αποκοινωνικοποιείται ακόμα πιο βαθυά. Τα τελευταία τρια χρόνια η τεχνολογική μυστικοποίηση της ποινικής καταστολής τείνει να γενικευτεί.

Αντιμετωπίζοντας τις κατηγορίες του ασφαλίτικου τεχνομυστικισμού από την θέση των διωκόμενων η αμυντική δυνατότητά μας και η ευθύνη μας για τις παρακαταθήκες που αφήνουν οι επιλογές μας είναι η αναστροφή του πολεμικού διαλόγου που γίνεται μεταγλωττισμένος σε νομικό κώδικα. Αναστροφή των ασφαλίτικων εξιστορήσεων και του νομικού κώδικα στις πολιτικές αιτιότητες τους. Αναστροφή των επικαλούμενων αποδείξεων στην πολιτική λειτουργικότητα της εγγενούς απροσδιοριστίας και αυθαιρεσίας τους. Αναστροφή της δομικής ασυνοχής του ποινικού λόγου, που υπηρετεί την ενότητα της καπιταλιστικής κυριαρχίας και του αντικοινωνικού εξανδραποδισμού. Έχουμε κάθε λόγο να απαντάμε στο συμβολικό περίβλημα των κατασταλτικών επιθέσεων, αλλά όχι τοποθετούμενοι αρνητικά ή θετικά («αθωότητα» και «ενοχή») μέσα στα ασυνάρτητα πλαίσιά του. Να απαντάμε για να αποδομήσουμε δημόσια iii τον παραμορφωτικό κόσμο του κρατικού δικαίου, που οργανώνει τον κατακερματισμό της ατομικής-κοινωνικής συνείδησης και την απομόνωσή μας.

Εγκλήματα κατά του κράτους.

Στην αστική παράδοση η αντικειμενικότητα του δικαίου εξαρτάται από την συγκεκριμενοποίηση των έννομων «αγαθών» και των πράξεων που στρέφονται γύρω από αυτά. Διάφορες αναλυτικές μελέτες στον 20ό αιώνα εξήγησαν βάσει μαρξικών θεωρήσεων την δομική συνάφεια της κυριαρχίας της έννοιας του «αγαθού» στους θεσμικούς κώδικες των κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών και της εξαντικειμενίκευσης του δικαίου πάνω σ’αυτήν την έννοια, με την παρελκυστική κυριαρχία του εμπορεύματος στην αστική πολιτική οικονομία. Η αντικειμενικότητα του έννομου «αγαθού» είναι μια μετωνυμική υπεράσπιση της ατομικής ή κρατικής ιδιοκτησίας. Κατ’ αντιστοιχία της σχέσης εμπορεύματος και αξίας, οι δικαιϊκοί κώδικες μετρικοποιούν τις σχέσεις και τις ποινές σε αναλογία προς τις αξίες χρήσης των «αγαθών» (γενικά «αγαθά») ή τις ανταλλακτικές αξίες τους (εμπράγματο δίκαιο). Η εξαγορασιμότητα των ποινών παραπέμπει άμεσα στην κυριαρχία του χρήματος.

Ο νόμος του αστικού καθεστώτως κωδικοποιεί τον λόγο και την πρακτική της εξουσίας σε δυο στρατηγικές κατευθύνσεις: Συγκαλύπτει τις σχέσεις εκμετάλλευσης και ελέγχου πίσω από σχέσεις πραγμάτων (ιδιοκτησία και αγορά) και ταυτόχρονα τρομοκρατεί για την διατήρηση της καθεστωτικής σταθερότητας. Η προστασία της θεσμικής κυριαρχίας αντικειμενικοποιείται στα «δημόσια αγαθά», τα οποία όμως είναι πολύ αφηρημένα σε αντιδιαστολή προς τις συγκεκριμενοποιήσεις των κεφαλαιακών σχέσεων. Οι διατάξεις που υπηρετούν αυτήν την στρατηγική είναι γενικές ως προς τα βαλλόμενα αντικείμενα (θεσμοί και μηχανισμοί), ερμηνευτικά ανοιχτές ως προς τις παράνομες πράξεις και εκτατικές ως προς τα κατηγορήματά τους (τρόποι προσβολής) και τα υποκείμενά τους. Οπότε, απαιτούν βαθμούς αυθαιρεσίας για την εφαρμογή τους και τείνουν δομικά στην καθολικοποίησή τους. Το θεσπισμένο εύρος των δυνατοτήτων αυθαιρεσίας κατοχυρώνει την πολιτικότητα του νόμου. Το κράτος χτίζει και συντηρεί ένα θεσμικό και πρακτικό υπόστρωμα ευελιξίας για να είναι ικανό να ανταπεξέρχεται επιθετικά στους μεταβαλλόμενους συσχετισμούς του καθημερινού ταξικού πολέμου.

Η αντίφαση ανάμεσα στο δίκαιο της αστικής «κοινωνίας» και στο νόμο ως (προ και μετά) κωδικοποίηση του ταξικού ελέγχου καθίσταται εμφανής. Το δίκαιο των ιδιωτών, που του αποδίδεται ένας χαρακτήρας «κοινωνικού συμβολαίου», είναι μια ψευδεπίγραφα εξισωτική προβολή των συμμαχικών και ενδοανταγωνιστικών ρυθμίσεων της αστικής τάξης πάνω στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Η αστική τάξη είχε και έχει ανάγκη να εμφανίζει τον α-κοινωνικό έλεγχο, την εκμετάλλευση και τις συνέπειές της ως σχέσεις κοινωνικής δικαιοσύνης, για να διαιωνίζει τον ταξικό έλεγχο διατηρώντας μια μεταφυσική ηθική, που μορφοποιείται στο νόμο, όπως συνέβαινε σε κάθε εξουσιαστικό πολιτισμό. Με αυτό το πρίσμα ο σοβιετικός νομολόγος Πασουκάνις είχε δίκιο όταν έγραψε ότι ιστορικά η έννοια του θεσπισμένου δικαίου ταυτίζεται με το δίκαιο της αστικής τάξης.

Όπου διαρρηγνύεται η κυριαρχία της αστικής μεταφυσικής ενεργοποιούνται οι αντιεγκληματικοί νόμοι iv . Το έγκλημα προσδιορίζεται από τους εκάστοτε κυβερνήτες κατά πως επιβουλεύονται την διαφύλαξη και τον μετασχηματισμό της κυριαρχίας τους προσαρμόζοντας τους εξουσιαζόμενους με εντολές και απαγορεύσεις. Όμως, τα εγκληματολογικά περιγράμματα, που αποτυπώνονται στους νόμους, είναι και δεν θα μπορούσαν να μην είναι σε μεγάλο βαθμό ασύμπτωτα προς την πραγματικότητα την οποία το κράτος προσπαθεί να περιορίσει εντός ορίων. Αφενός επειδή η πολυμορφία των ανεξέλεγκτων κοινωνικών και αντικοινωνικών συμπεριφορών δεν είναι κωδικοποιήσιμη και αφετέρου επειδή οι εποπτικοί μηχανισμοί αδυνατούν να γνωρίζουν το πλήθος και τις λεπτομέρειες αυτών των συμπεριφορών. Οπότε, η αστυνομία αναλαμβάνει να στοχοποιήσει πιθανά υποκείμενα παρελθόντων ή μελλούμενων εγκλημάτων, αξιολογώντας κυρίως φακέλους και δευτερευόντως «στοιχεία» που ανταποκρινόμενα στα εγκληματολογικά περιγράμματα συγκεκριμενοποιούν τα σενάρια της. Έτσι κι αλλιώς το έγκλημα κατασκευάζεται. Είτε το σενάριο στηρίζεται στο προφανές, είτε σε μαγειρέματα, είτε στην ασυναρτησία, είτε στην προβοκάτσια (που εμπεριέχει όλα τα προηγούμενα).

Προτεραιότητα της ασφαλίτικης πρακτικής είναι η δίωξη των προσώπων που στοχοποιούνται καθώς τους αποδίδονται τα εγκλήματα που το κράτος έχει ανάγκη να εμφανίζει ότι πατάσσει. Άλλοτε, τα πρόσωπα επιλέγονται εφόσον φαίνονται κατάλληλα για το σενάριο, άλλοτε, τα σενάρια χτίζονται γύρω από τα ήδη στοχοποιημένα πρόσωπα, άλλοτε και τα δυο. Για παράδειγμα, οι ομολογίες που υφαρπάζονται με εκβιασμούς ή βασανιστήρια μέσα στα διάφορα ασφαλίτικα γραφεία (και δεν αναφέρομαι σε αναρχικούς) είναι πάντα λειτουργικές ανεξάρτητα από την σχέση τους με τα πραγματικά γεγονότα. Ή, η «αντιτρομοκρατική» κάνει κρυφές παρακολουθήσεις γιατί δεν ενδιαφέρεται να αποτρέψει την οποιαδήποτε παράνομη πράξη, αλλά να εγκυβωτίσει αγωνιστές σε εκείνα τα εγκληματικά σενάρια στα οποία το κράτος χρειάζεται να βγαίνει νικητής. Και γι’αυτό η αστυνομία δεν επεμβαίνει κατασταλτικά πάντα και παντού, αλλά εκεί που θα έχει πλεόνασμα ισχύος και πολιτικό κέρδος με την μέγιστη οικονομία δυνάμεων. Ή, για τους ίδιους λόγους το fbi επιχειρεί (με πολλά παραδείγματα) να ελέγχει μέσω χαφιέδων τις συνωμοτικές πρωτοβουλίες των ανοργάνωτων νέων αναρχικών, των οργανωμένων οικολόγων κλπ, παρακινώντας τους σε δράσεις για τις οποίες έχει προκαταβολικά όλο το διωκτικό υλικό.

Η αντίφαση λοιπόν, ανάμεσα στην συγκεκριμενοποίηση των αστικών ρυθμίσεων, στην κανοναρχημένη εφαρμογή τους και στην μετρικοποίηση της απ’την μια πλευρά και στην ενδεχομενικότητα του θεσμικού πλαισίου προσδιορισμού των εγκλημάτων κατά του κράτους και της αντίδρασης σε σχέση με αυτά, απ’την άλλη πλευρά, αντανακλά τον ανταγωνισμό του κεφαλαιοκρατικού ελέγχου με το ανεξέλεγκτο κοινωνικό δυναμικό και αλληλένδετα, τον ανεκπλήρωτο αστικό ολοκληρωτισμό v .

Οι ολοκληρωτικοί μετασχηματισμοί στο δικαιϊκό σύστημα του ελληνικού κράτους και της ευρωπαϊκής ένωσης συμπεριλαμβάνουν τον συνεχώς επεκτεινόμενο «αντιτρομοκρατικό» και τον «κουκουλονόμο», την περιθωριοποίηση των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, την ανάσυρση παροπλισμένων διατάξεων για την ποινικοποίηση του λόγου, την πολύτροπη στοχοποίηση κάθε μορφής κατάληψης δημόσιου χώρου, την ποινικοποίηση κάθε μη θεσμικά πιστοποιημένης παραγωγικής ή προνοιακής δραστηριότητας, την στρατιωτικοποίηση της μισθωτής εργασίας (επιστρατεύσεις, κατάργηση εργατικών διακιωμάτων, νομιμοποίηση της τρομοκρατίας των αφεντικών), την κατάργηση του απεργιακού δικαιώματος, την πολύτροπη ποινικοποίηση των οικονομικών μεταναστών, των πολιτικών προσφύγων και των απόκληρων, την κάλυψη της αστυνομικής και φασιστικής τρομοκρατίας, την πρακτική κατάργηση των υπερασπιστικών εγγυήσεων για τους κατηγορούμενους, την μεθοδολογική επικράτηση των τεχνομυστικιστικών εργαλείων (dna, gsm) και την όλο και πιο ευρύα και βίαιη εφαρμογή των παραπάνω πολιτικών και των νόμων γενικότερα. Οι δικαστές συμμετέχουν στην πολιτική της καταστολής διεκδικώντας μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης στην βίαιη αναδιάρθρωση του τυραννικού συστήματος και παρεπόμενα μια ισχυρότερη διευθυντική θέση vi στις νέες ισορροπίες.

Ο κατασταλτικός ολοκληρωτισμός εκβάλλει από μια αιχμιακή τάνυση του ταξικού πολέμου και την αναπυροδοτεί αναπόφευκτα. Βρισκόμαστε συγχρόνως στο μέσο μιας ταξικής γενοκτονίας και στο ξεκίνημα μιας κοινωνικής απόπειρας ανατρεπτικού αυτοκαθορισμού σε πλανητικό επίπεδο.


Για την παρακμή του δικαίου.

Τα ατομικά δικαιώματα, στα οποία προσδένεται η αστική πολιτική φιλοσοφία και στα οποία θεμελιώνει το δίκαιό της, αποτελούν παράγωγα του ιδιοκτησιακού δικαίου. Οι δημοκρατίες των αστών εξαπαρχής τους τα σέβονταν και τα προστάτευαν επιλεκτικά, ανάλογα με την δύναμη που κατείχε ο «δικαιωματούχος» μέσα στην οικονομική και πολιτική πυραμίδα. Και υιοθετούταν από τους κυβερνώντες μια έμπρακτα εξισωτική αναγώρισή τους μόνο όταν ένα τέτοιο τέχνασμα παρουσιαζόταν ικανό να χαλιναγωγήσει το αντιθεσμικό δυναμικό των κοινωνικών αντιστάσεων.

Σήμερα, η επιλεκτικότητα της ισχύος των δικαιωμάτων έχει απογυμνωθεί, αφού έχει φύγει από την σφαίρα της πολιτικάντικης διαχείρισης έχοντας προσαρτηθεί αντικειμενικά στις μαζικές συνθήκες της εξαχρειωμένης μισθωτής σκλαβιάς, της εξοντωτικής βιοπολιτικής και της στρατιωτικοποιημένης καταστολής. Παράλληλα, οι εχθροί του κράτους αντιμετωπίζονταν ανέκαθεν με μεθόδους που βρίσκονται έξω από την τυπική νομιμότητα και όπως περιέγραψα παραπάνω, η τρέχουσα ανάπτυξη του πολεμικού ταξικού δικαίου εκμηδενίζει θεσμικά τις εφικτές συγκεκριμενοποιήσεις των όποιων διακαιωμάτων για το σύνολο των καταπιεζόμενων.

Οι εποχές της φαινομενικής δημοκρατικής συνοχής έχουν παρέλθει ανεπίστρεπτα. Αν σ’εκείνες τις συνθήκες που το κράτος αποσπούσε μια αρκετά ευρεία συναίνεση έβρισκε θέση ο τακτικισμός της αντίστασης στην εξαίρεση, σήμερα που η εξαίρεση από τους θεσμικούς τύπους και η τυπικά επικυρωμένη εξαίρεση αποτελούν τον κανόνα, εκλείπει το διεκδικούμενο αντικείμενο με όρους δικαιωμάτων. Σε μια εποχή μεγιστοποίησης των χασμάτων η δημοκρατία αποκαλύπτεται ως αυτό που ήταν ήδη από την αρχαία αθήνα, δηλαδή ένα σύστημα ταξικής συγκρότησης της ολιγαρχίας των αστών.

Το καθεστώς αδυνατεί να επανεξισορροπήσει «ειρηνικά» τις αντιφάσεις. Οπότε, τις οδηγεί σε ακρότατους ανταγωνισμούς. Σύνθλιψη για τους καταπιεσμένους και ολοκληρωτική ισχύς για τ’αφεντικά. Στην διάταση των αντιθέσεων επιστρατεύονται και τα δικαιώματα, αλλά πλέον το κράτος ορίζει την σχετική ατζέντα σαρωτικά. Η ιδεολογία των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» συνόδευε από τον προηγούμενο αιώνα τις πολεμικές επιχειρήσεις του ευρωπαϊκού και βορειοαμερικάνικου διακρατικού επεκτατισμού (όπως το είχε αναλύσει ευκρινώς ο ακαδημαϊκός Π.Κονδύλης), αλλά σήμερα συγκεκριμενοποιείται στα επίμαχα σημεία ταξικού ελέγχου τα οποία το καθεστώς επιδιώκει να θωρακίσει και κλασματοποιείται σε όλα τα ανταγωνιστικά πεδία. Εκεί όπου προτάσονται τα δικαιώματα που προασπίζουν την απρόσκοπτη συνέχεια της εκμετάλλευσης, όχι μόνο δεν ισχύει κανένα δικαίωμα για τους καταπιεζόμενους, αλλά δεν υπάρχει ούτε χώρος ύπαρξης.

Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας οπλίζεται μέχρι τα δόντια την στιγμή που όλο και λιγότεροι κατέχουν κάτι. Το δικαίωμα στην ανεμπόδιστη παραγωγική δραστηριότητα εξαφανίζει τις ανάγκες των εργαζόμενων την στιγμή που το κεφάλαιο χρειάζεται όλο και λιγότερους μισθωτούς σκλάβους και χωρίς δικαιώματα. Το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των καταναλωτών γίνεται ο κανόνας της μητροπολιτικής λειτουργικότητας την στιγμή που γενικεύεται η σπάνη βιωτικών πόρων και κάθε κίνηση εποπτεύεται από τα αστυνομικά πλέγματα. Το δικαίωμα σ’ένα αειφόρο αστικό περιβάλλον εμφανίζεται ως όραμα μιας φανταστικής κοινωνίας πολιτών την στιγμή που οι δρόμοι και οι πλατείες γεμίζουν από άστεγους, πεινασμένους και τοξικοεξαρτημένους. Το δικαίωμα των μαθητών να εξεταστούν επιστρατεύεται την στιγμή που το σχολείο είναι η πιο ασφυκτική φυλακή. Το δικαίωμα στην ασφάλεια εισβάλει παντού την στιγμή που ελάχιστοι έχουν κάτι να προσμένουν.

Κοινό σημείο σύγκρουσης για τα περισσότερα από τα διαφορετικά πεδία του ταξικού ανταγωνισμού αυτήν την στιγμή και όχι μόνο στην ελλάδα είναι η κατάληψη χώρου. Για να κατοχυρωθούν οι μετασχηματισμοί που επιχειρούν τ’αφεντικά ενάντια στους καταπιεζόμενους, προϋποτίθεται η εξαφάνιση κάθε αντίστασης και κάθε εξωθεσμικής κοινωνικής δραστηριότητας από τα κατεχόμενα εδάφη. Η σύγχρονη καθεστωτική προπαγάνδα των δικαιωμάτων, διεκδικώντας τον ολοκληρωτικό έλεγχο του χώρου επιτίθεται στο σύνολο των καταπιεζόμενων και στις δυνατότητες συλλογικοποίησής μας. Στον ολοκληρωτικό πόλεμο του κράτους ενάντια στην κοινωνία ο ιδεολογικός ανταγωνισμός και η καθεστωτική πρακτική ενοποιούνται σε μια στρατηγική ταξικού εκτοπισμού. Τα δικαιώματα εισάγουν με στρατιωτικές πρακτικές το καταγωγικό τους επίδικο στο πολιτικό προσκήνιο: τον αντικοινωνικό κατακερματισμό και τον εγκλεισμό στις μηχανές του κεφάλαιου.

Όσο όμως οι ηγεμονικοί μηχανισμοί της αστικής τάξης επιτίθενται στο έδαφος των αντιστάσεων, η συνεκτική δύναμη της αλληλεγγύης κινητοποιείται εκθετικά, επικαιροποιώντας το πρόταγμα της ταξικής αντεπίθεσης. Η ανεξέλεγκτη εξεγερσιακή δυναμική τρομάζει τους αφέντες. Η κοινωνική εξέγερση στην τουρκία ξεκίνησε γύρω από ένα παρτέρι. Κι εδώ, τα σχέδια ξεριζώματος των αντιστασιακών υποδομών φρενάρουν μπροστά στην ενότητα και την αποφασιστικότητα των αγωνιζόμενων.

Η καθεστωτική αριστερά, από τους υπουργούς και τον δήμαρχο της δημαρ μέχρι τους καιροσκόπους του σύριζα, πρωτοστατεί στο κατασταλτικό μέτωπο. Η φράση «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα», την οποία δανίστηκε από τον γραμματέα της εδα ο εκκολαπτόμενος προθυπουργός της αριστεράς, είναι πασιφανώς μια τραγική γελοιότητα αν την δούμε τοποθετημένη απέναντι στις μεθόδους της παρούσας συνεργατικής κυβέρνησης. Άλλωστε, τότε που πρωτοειπώθηκε, σύντομα έγινε πραξικόπημα. Όμως, καθώς η απειλή μεταστρέφεται προς τον ταξικό εχθρό, προς τους αγωνιζόμενους ανθρώπους, αποκτά πρακτικό αντίκρισμα. Ο ίδιος αγύρτης, υποδηλώνοντας την υποταγή του στα διεθνή διευθυντήρια του κεφάλαιου με μια συνέτευξή του στο bbc, συμπαρέβαλε τους αναρχικούς μαζί με τους φασίστες στην βία την οποία θα πατάξει η κυβέρνησή του. «…Και όλες αυτές οι ομάδες που χρησιμοποιούν βία, ισχυριζόμενες ότι ανήκουν στον χώρο του αναρχισμού -στον οποίο εγώ προσωπικά δεν πιστεύω, επειδή θεωρώ ότι η χρήση βίας είναι η πιο εξουσιαστική πράξη που μπορεί κάποιος να ασκήσει- θα αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του νόμου».

Απόλυτη σύνταξη στην περί βίας πολεμική ιδεολογία της κεφαλαιοκρατικής επέλασης που συγκαλύπτει την γενικευμένη, γενοκτονική βία της και στοχοποιεί τους αντιστεκόμενους. Απόλυτη σύνταξη στο πολεμικό ιδεολόγημα των «άκρων», που αφενός εμφανίζει τους φασίστες ως αντισυστημικούς και αφετέρου αντιστρέφειτο νόημα του αντικρατικού αγώνα.

Σαν νέος Νόσκε vii ο πρωτοσύντροφος της βουλής εξαγγέλει την αποκατάσταση της νόμιμης τάξης. Η αλαζονεία του στηρίζεται στην κάμψη των κοινωνικών αγώνων που επείλθε με την ανακοίνωση των εκλογών του ’12 και ακόμα παραμένει λόγω της συσσωρευμένης αντιεξεγερτικής βίας της προηγούμενης «μνημονιακής» περιόδου, λόγω της διογκούμενης απόγνωσης και λόγω της παθητικής εναπόθεσης ελπίδων στο εκλογικό θέατρο, η οποία αλληλοτροφοδοτείται με την γενικευόμενη εξαθλίωση και καταστολή. Αλλά η σοσιαλδημοκρατία, μόνο σαν φάρσα μπορεί να επανεμφανιστεί. Στους καιρούς της άγριας δύσης οι πολιτικοί διαχειριστές δεν μπορούν να είναι τίποτ’άλλο από μαριονέτες της οικονομικής και αστυνομικής δικτατορίας.

Ποιό νόμο θα εφαρμόσουν οι επίδοξοι αριστεροί κυβερνήτες; Το υπάρχον αντικοινωνικό και αντεπαναστατικό δίκαιο ή έχουν έτοιμο ένα σοσιαλιστικό στα συρτάρια των trendy λαϊκών επιτροπάτων; Πως θα επιβάλουν το νόμο πάνω στους ανθρώπους που αγωνίζονται; Με εισαγγελίες και αστυνομίες ή αλλιώς με ποιές δυνάμεις; Με τους βασανιστές, χαφιέδες και δολοφόνους αυτού του καθεστώτως ή αλλιώς, με ποιούς άλλους; Και ποιές συνέπειες θα αντιμετωπίσουν όλες (μη σας ξεφύγει κανένας!) αυτές οι ομάδες που χρησιμοποιούν βία ισχυριζόμενες ότι ανήκουν στον χώρο του αναρχισμού; Τα απαγορευμένα χημικά όπλα, χωρίς τα οποία το κράτος αδυνατεί να ελέγξει τους διαδηλωτές; Τα πιστόλια των μπάτσων που σκοτώνουν μετανάστες, ρομά, νεολαίους και συντρόφους; Τις χειροπέδες, τα κρατητήρια και τους τραμπουκισμούς, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να επιβληθεί ο έτσι κι αλλιώς βασανιστικός εγκλεισμός; Τις φυλακές, οι οποίες συμπυκνώνουν την πιο αποτρόπαια βία του αστικού πολιτισμού και με τις οποίες προσπαθεί το κράτος να απομονώσει τους μαχόμενους αναρχικούς, αλλά προσκρούει στην ανεξάντλητη ανανέωση της εξέγερσης; Ή φαντάζονται τα φερέφωνα της «κοινωνικής ειρήνης», δηλαδή της ανεμπόδιστης ταξικής κατοχής, ότι θα χαθούμε μέσα στην φτώχεια και στον αναπτυσσόμενο κανιβαλισμό κι οπότε θα επικρατήσει η «μη βία» και η δημοκρατία;

Χωρίς περιστροφές λοιπόν, η κρατική κυριαρχία αναπόδραστα θα καταλυθεί βίαια. Και μαζί της θα καούν όλοι οι θεσμικοί κώδικές της. Γιατί όταν οι καταπιεσμένοι ανταμώνουμε και κάποια στιγμή θ’ανταμώσουμε και πάλι, πιο αποφασιστικά, ο κόσμος των αφεντικών γίνεται άχρηστος, η οικονομία τους και τα πολιτεύματά τους αναχώματα στην κοινότητά μας, οι νόμοι τους οι τελευταίες λέξεις της τρομοκρατίας τους. Γιατί η άμεση, αθέσπιστη και μη αναθέσιμη δικαιοσύνη της επαναστατικής ταξικής πάλης και η αλληλεγγύη της ταξικής-κοινωνικής αυτοοργάνωσης γεννούν μια ελεύθερη κοινωνία, που δεν έχει ανάγκη από δίκαιο.

Αν ακόμα ο νόμος βρίσκει ηθικά ερείσματα στην κοινωνική συνείδηση, συμβαίνει διότι ακόμα βρισκόμαστε στο καπιταλιστικό σφαγείο, που διαχέει τον αστικό κανιβαλισμό, διαλύοντας ό,τι κοινωνικό. Αλλάζοντας τους συσχετισμούς ισχύος υπέρ της ανατροπής, αλλάζουν και οι γλώσσες των ανθρώπων που αγωνίζονται. Μια αμφίδρομη δυναμική, που εδράζεται στην αμεσότητα της εξεγερσιακής στάσης και αλληλεγγύης.
«Από κοινού και με δόλο συγκρότηση και ένταξη σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα, που αποτελείται από περισσότερα από τρια πρόσωπα (εγκληματική οργάνωση) και επιδιώκει την διάπραξη του κακουργήματος ληστεία Τράπεζας»

Ο ειδικός νόμος που συντάχθηκε, ψηφίστηκε και εφαρμόζεται με σκοπό την μακρόχρονη φυλάκιση αγωνιστών και την ποινικοποίηση κινηματικών και κοινωνικών σχέσεων εστιάζει σε ένα σημείο: στην οργάνωση των καταπιεσμένων ενάντια στο καθεστώς. Τα υπόλοιπα αδικήματα που προστέθηκαν στον «αντιτρομοκρατικό» (βιασμοί, ναρκωτικά, εμπόριο οργάνων, εκβιασμοί, ληστείες γενικά κλπ) είναι το προκάλυμα απόκρυψης της πολιτικότητας του συγκεκριμένου νόμου και μια συκοφαντική περιβολή για την επαναστατική δράση. Η πολιτικότητα του νόμου είναι καταφανής τόσο στην άρθρωσή του, όσο και στις χρονικές συγκυρίες που ψηφίστηκε και αναβαθμίστηκε, όσο και από το σε ποιούς εφαρμόζεται εκτατικά και με ελάχιστα, συνήθως ποταπά προσχήματα. Ακόμα και η κατάταξη των αγωνιστών μέσα σ’ένα πλήθος που περιλαμβάνει τα πιο απαξιωμένα εγκλήματα, για την ποινική διαχείριση των οποίων δεν αλλάζει τίποτα ο «αντιτρομοκρατικός», είναι καταδήλωση της πολιτικής σκοπιμότητας. Ο ειδικός αντεπαναστατικός νόμος στρέφεται αντιδραστικά γύρω από την βασική όψη του ταξικού ανταγωνισμού, την αντιστασιακή αυτοοργάνωση.

Οι ταξικές σχέσεις συνολικά στηρίζονται στην σπειροειδή επαλληλία της διευθυντικής οργάνωσης τους και στην πολυδιάσπαση των από κάτω. Κανένας τύραννος, κανένα καθεστώς δεν θα μπορούσε ποτέ να επιβάλει την τρομοκρατία του αν δεν κρατούσε απομονωνμένους τους εξουσιαζόμενους. Ο μετασχηματισμός του καταπιεσμένου κοινωνικού δυναμικού σε αγώνα για την ελευθερία και την αλληλεγγύη δοκιμάζεται στο ζήτημα της οργάνωσης. Για να υπάρχει και να εξελίσσεται μια ανταγωνιστική συνείδηση μέσα στον κοινό καθημερινό βίο κι όχι μόνο στην σφαίρα της φιλοσοφίας, έχει ανάγκη τον συλλογικό χώρο της έμπρακτης αντίστασης. Τα διαλεκτικά ρηξιακά νοήματα οργανώνουν την σύμπλευση μας σε διαδρομές αντεπίθεσης, ταξικής ανασυγκρότησης και κοινωνικής απελευθέρωσης, πάνω στο έδαφος της αντικειμενικής εκδήλωσής τους. Η εξέγερση κοινωνικοποιείται στην αυτοοργάνωσή της.

Το κράτος διώκοντας την αντικαθεστωτική οργάνωση επιδιώκει να διασπάσει τους κινηματικούς αρμούς. Ξεκινάει από τις πιο μαχητικές εκφράσεις αγώνα και εκτείνει από το εκάστοτε σημείο καταστολής τις επιχειρήσεις του και διαχρονικά το δομικό πλαίσιο τους προς όλο το πλέγμα των αντιστάσεων. Στην περίπτωση της υπόθεσης νέα φιλαδέλφεια η ταυτόχρονη παρουσία ορισμένων προσώπων ήταν αρκετή για να ενεργοποιήσει τους διωκτικούς, πολιτικούς και προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της «αντιτρομοκρατίας». Η συνάντηση κάποιων ανθρώπων στοχοποιείται με βάση τους εξατομικευμένους πολιτικούς φακέλους της ασφάλειας. Εδώ, η επίσημη μορφή των φακέλων, πάντα αποσπασματική, με τις πλασματικές γλώσσες της τεχνοκαταστολής, στις οποίες αναφέρθηκα παραπάνω, έγινε περιττή. Πρόκειται για απόπειρα απόλυτης υποκειμενοποίησης του αντεπαναστατικού δικαίου και άρα για καθαρή αποτύπωση της πολεμικής-δικτατορικής δομής του. Εκεί που το κρίσιμο σημείο είναι η συνάντηση καθαυτή, επίδικο είναι η απομόνωση. Ας επαναλάβουμε, ότι η αστική διεύθυνση οργανώνει την φυσική, πολιτική και ηθική απομόνωση των αγωνιζόμενων και του καθενός από το σύνολο.

Στην ιστορία του ταξικού πολέμου και στην παρούσα εποχή επέλασης της κρατικής-καπιταλιστικής κυριαρχίας δημιουργούνται και παρεμβαίνουν από την πλευρά των καταπιεσμένων οργανωτικά σχήματα άμεσης επίθεσης στον κόσμο της εξουσίας, σχήματα με διάρκεια ή προσωρινά, με διαφορετικά πολιτικά, δομικά και πρακτικά χαρακτηριστικά. Όλες οι εκφράσεις της επαναστατικής προοπτικής αναδύονται από το κινηματικό υπόβαθρο της ταξικής σύγκρουσης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ορισμένα σχήματα σήμερα δεν αναγνωρίζουν αυτήν την καταγωγική και εξελικτική σύνδεση και τάσσονται εχθρικά απέναντι σε άλλες εκφράσεις της αντίστασης και διαλυτικά προς τον συνολικό αγώνα, όπως διαχρονικά, εμφανίζονται σχήματα, ένοπλα, πολύμορφα ή «αντιένοπλα» που τοποθετούνται σε μια θέση υπεροπτικού διαχωρισμού. Τα αντάρτικα σχήματα εισέρχονται στο πεδίο του ανταγωνισμού για να ενσπείρουν την δυνατότητα της άμεσης και αναλογικής απάντησης των καταπιεσμένων στην βιαιότητα του πολιτικού, οικονομικού και πολιτισμικού καθεστώτως, αντικειμενικοποιώντας την προοπτική της συνολικής ανατροπής.

Οι σύντροφοι Φοίβος Χαρίσης και Αργύρης Ντάλιος αναφέρουν επιτούτου: «Οι παράνομες υποδομές/ομάδες αναρχικών τα τελευταία χρόνια με την αντάρτικη δράση τους αμφισβήτησαν έμπρακτα το μονοπώλιο της κρατικής βίας και προκάλεσαν υλικά και πολιτικά πλήγματα στη κυριαρχία και τον πολιτισμό της. Η σημασία των αντάρτικων υποδομών είναι κομβική στην εξέλιξη του πολέμου μας με την εξουσία λειτουργώντας σαν εμπροσθοφυλακή της καταστροφικής δύναμης της αναρχίας. Κομβική διότι κρατάει ζωντανό το στοίχημα της γενικευμένης ένοπλης εξέγερσης ενάντια στο καθεστώς και αναγκάζει την δημοκρατία να αφήσει το δήθεν εξευγενισμένο προσωπείο της εμφανίζοντας τον πραγματικό εαυτό της. Ταυτόχρονα δημιουργεί καταστάσεις τέτοιες στις οποίες επιτυγχάνεται η διάχυση του αναρχικού λόγου και πρακτικής στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα. Η αντάρτικη δράση δεν αποτελεί αυτοσκοπό ούτε είναι απομονωμένη απ’τις υπόλοιπες κινηματικές διεργασίες. Λειτουργεί και δρα συναρτήσει αυτών μεταφέροντας τον πόλεμο σε στρατιωτικό επίπεδο».

Επίσης, οι σύντροφοι Νίκος Ρωμανός, Δημήτρης Πολίτης, Ανδρέας-Δημήτρης Μπουρζούκος και Γιάννης Μιχαηλίδης, που αιχμαλωτίστηκαν μετά από την απαλλοτρίωση δυο τραπεζών στο βελβεντό κοζάνης έγραψαν: «Ο σκοπός είναι η διάχυση της άμεσης δράσης ενάντια στην γενικευμένη συνθήκη της αιχμαλωσίας που βιώνουμε. Είτε αντάρτικα, είτε ανοιχτά και κατά μέτωπο, με όποιο τρόπο ο καθένας εκτιμά ότι είναι πιο γόνιμο και αποτελεσματικό, με όποιο τρόπο διατίθεται και γουστάρει κάθε άτομο και κάθε συλλογικότητα που συμβάλει στον αγώνα. Πάντα στόχος κάθε μας κίνησης, κάθε αντάρτικης επίθεσης είναι η εξάπλωση της επαναστατικής συνείδησης. Για να σταθούμε συνειδητά απέναντι στον κόσμο της καθολικής υποδούλωσης, απέναντι σε έναν διαρκώς εξελισσόμενο εχθρό που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του. Απέναντι σε αυτή τη συνθήκη, η μάχη για την ελευθερία και η προσπάθεια να προσδώσουμε μαχητικά χαρακτηριστικά σε κάθε πτυχή του αναρχικού αγώνα είναι γόνιμη και αναγκαία».

Τα αντάρτικα σχήματα προσανατολίζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ένα μέρος της δραστηριότητάς τους στην δημιουργία επιθετικών, αμυντικών και υποστηρικτικών υποδομών για τα ίδια ή και για άλλους συναγωνιστές. Μια μέθοδος που αξιοδοτείται και επιστρατεύεται σ’έναν τέτοιο προσανατολισμό είναι οι απαλλοτριώσεις τραπεζών. Όπως επισήμαναν οι αναρχικοί απαλλοτριωτές του βελβεντού: «Ως Αναρχικοί θεωρούμε την επιλογή της ληστείας τράπεζας μια συνειδητή επιλογή αντίστασης. Η κίνησή μας δεν είχε στόχο τον προσωπικό πλουτισμό. Η επίθεση στους ναούς του κεφαλαίου εντάσσεται στην συνολική επαναστατική μας δράση». Η άμεση δράση και η οργανωσιακή υποδομή είναι συνυφασμένες σε κάθε στασιαστική κίνηση. Όποια κι αν κρίνει το κάθε συλλογικό σχήμα και ο κάθε αγωνιστής ότι είναι τα αμέσως αναγκαία εργαλεία και οι κατάλληλοι τρόποι κινηματικής οικειοποίησής τους, είναι κοινός τόπος ότι τόσο για να αγωνιστούμε ενάντια στην τυραννία, όσο και για να δημιουργήσουμε τον ελεύθερο κόσμο μας, που είναι προτάγματα αλληλένδετα, χρειάζεται να σπάσουμε την κατοχή των υλικών πόρων από την αστική τάξη.

Το τραπεζικό κεφάλαιο είναι το κυρίαρχο «αγαθό» του αστικού κόσμου. Στον καπιταλισμό οι αξίες ανεβοκατεβαίνουν βάσει των συσχετισμών ελεγκτικής ισχύος, που μετράται στις κερδόες αποδόσεις των κεφαλαίων. Αλλά όλες οι αρπαγές, οι διακυμάνσεις, οι ανατιμήσεις, τα κουρέματα και οι ανακεφαλαιοποιήσεις ενισχύουν το κασέ των τραπεζών. Το χρήμα είναι το συμβολικό εποικοδόμημα της σωρευτικής κλίμακας εκμεταλλευτικού ελέγχου, το οποίο ακόμα κυριαρχεί πάνω στην βάση της ανθρώπινης εργασίας¢« είναι η αφηρημένη σύνοψη της κρατικής βίας και τρομοκρατίας. Το χρήμα είναι η συγκεκριμενοποίηση της μυστικοποιημένης κυριαρχίας της αστικής διεύθυνσης πάνω σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Ή όπως έγραψε κάποιος σ’έναν τοίχο, «το χρήμα είναι η μαύρη μαγεία των σχέσεων».

Τα προηγούμενα χρόνια η επιλογή αρκετών ανθρώπων να συνταχθούν σε διαφορετικά σχήματα με επιθετική στόχευση, οργανώνοντας σχετικές υποδομές, είχε ως συνέπεια την ανάδυση νέων αντάρτικων πολιτικών κοινοτήτων. Τα πολιτικά πλαίσια, οι συλλογικές διαδικασίες και η βιωματική συνέχεια των αντάρτικων ομαδοποιήσεων, όπου υπήρξαν τέτοια χαρακτηριστικά, καλλιέργησαν ένα κοινοτιστικό δυναμικό. Οι ομαδοποιήσεις που έχουν μια εσωτερική εξέλιξη κοινότητας καταφέρνουν να μεταδώσουν με μεγαλύτερη σαφήνεια και συνέχεια τα όποια πολιτικά σκεπτικά τους και την μεθοδολογία τους. Τα περισσότερο τυποκεντρικά σχήματα, όπως και οι ασαφείς ομαδοποιήσεις που στηρίζονται μόνο στις προσωπικές σχέσεις αφήνουν μόνο το ιστορικό στίγμα τους. Κάτι που συμβαίνει επίσης στο πεδίο της ανοιχτής πολιτικής δράσης.

Η εξέλιξη των αντάρτικων κοινοτήτων δεν είναι γραμμική. Η κατάκτηση συντροφικών δεσμών μέσα σε μια ανταγωνιστική συνθήκη ευνοεί μια αντιστροφή του καθολικού νοήματος της επαναστατημένης κοινότητας, μιας κοινότητας ενδυνάμει με όλους τους καταπιεσμένους, αντιστροφή προς την κυριαρχία της ομάδας. Η μικροπολιτική αναπαραγωγή του κατακερματισμού οδηγεί μοιρολατρικά στην ηττοπαθή ιδέα των «μειοψηφιών», στην αφομοίωση στην κρατιστική ηθική της ισχύος, στην απαξίωση και εντέλει, γιατί όχι, στην εκμετάλλευση των πιο αδύναμων. Η ιδεολογία οριοθετεί την εχθρότητα ή την χρησιμοθηρική επαφή με ότι περιβάλλει την ομάδα. Ο ολοκληρωτικός διαχωρισμός της κοινότητας σκληραίνει επαναστροφικά τους εσωτερικούς δεσμούς της. Η αντίθετη εξέλιξη εδράζεται σε μια ανοιχτή αντίληψη της κοινότητας, που υλοποιείται στην αλληλέγγυα συνάντηση των αγώνων. Όπως επισημαίνουν ο Φοίβος και ο Αργύρης: «Ο αναρχικός αγώνας δεν παύει να αποτελεί τόσο ένα μεγάλο μωσαϊκό ιδεών, πολιτικού λόγου και αντιλήψεων όσο κι ένα ψηφιδωτό διαφορετικών και πολύμορφων επιθετικών δράσεων. Επιδίωξή μας σε κάθε περίπτωση είναι η από κοινού -των εκάστοτε επαναστατικών πυρήνων- αποδοχή και κατανόηση της έννοιας της ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ, της κοινότητας αγώνα ενάντια στο κράτος και την διάχυτη εξουσιαστική σχέση.

Η έννοια της κοινότητας σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ταύτιση σε επίπεδο λόγου και δράσης αλλά ένα πρόταγμα που μένει να κατανοηθεί και να οικειοποιηθεί όχι μόνο από τους αναρχικούς/επαναστάτες αλλά από όλους τους καταπιεσμένους της εξουσίας». Κι όπως πολύ απλά είπαν τρεις άλλοι σύντροφοι το Νοέμβρη του ’12 σε ένα κείμενό τους με αφορμή μια δίκη για «εγκληματική οργάνωση»: «Η επαναστατική δράση οφείλει να είναι συνεκτική προκειμένου να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της εποχής της, και συνεκτικότητα σημαίνει ενότητα».

Οι αντάρτικες κοινότητες που ανοίγονται στην επαναστατική προοπτική δοκιμάζουν έμπρακτα την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων εδώ και τώρα με μια μαχητική στάση ενάντια στον έλεγχο, δηλαδή απέναντι στον πυρήνα της κυριαρχίας και ενάντια στην ιδιοκτησία του χρήματος, η οποία διαλύει τις κοινωνικές σχέσεις. «Αναρχία είναι ο τρόπος μας να οργανωνόμαστε, να ζούμε και να παλεύουμε. Είναι η οργάνωση χωρίς περιορισμούς, είναι η αδιάκοπη πάλη. Είναι η ακραία συντροφικότητα που βιώνουμε στις εξεγερμένες κοινότητες απέναντι στο σάπιο κοινωνικό οικοδόμημα». Μικρά προπλάσματα της επαναστατικής κουμούνας. Οι μορφές της κουμούνας που ριζώνει σιγά σιγά σε διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές και με μια συλλογική συνείδηση μέσα στον ταξικό πόλεμο, είναι πολύτροπες και απρόβλεπτες.

Η εμπειρία των κοινοτήτων, κάθε αντιστασιακής κοινότητας, γίνεται κινηματική και κοινωνική εμπειρία. Έτσι και τα αντάρτικα σχήματα, με την δημόσια παρουσία τους και τις προταγματικές μαρτυρίες αιχμαλωτισμένων και διωκόμενων αγωνιστών προσφέρουν υλικό γνώσης. Υπάρχει πλέον μια πολιτική παράδοση, εκείνοι που έχουν συλληφθεί κατά την διάρκεια μιας επιθετικής δράσης να αναλαμβάνουν προσωπικά την ατομική ή συλλογική ευθύνη της συγκεκριμένης επιλογής, όχι προς τους διωκτικούς μηχανισμούς, αλλά στον δημόσιο διάλογο των αντιστάσεων. Και υπάρχουν αιχμαλωτισμένοι που δηλώνουν και υπερασπίζονται την συμμετοχή τους σε κάποιο αντάρτικο σχήμα, ενισχύοντας τον λόγο του. Ειδικά όταν η αιχμαλωσία έχει ως αποτέλεσμα την αδρανοποίηση του σχήματος, ο λόγος των αιχμαλώτων αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία.

Επ’ευκαιρίας όμως, να σημειώσουμε ότι η επιλογή της προσωπικής πολιτικής υπεράσπισης ενός οργανωτικού σχήματος δεν έχει νόημα να γίνει γενική πολιτική γραμμή ή ηθικός κανόνας ερήμην των συγκεκριμένων πολιτικών, οργανωτικών και επιχειρησιακών συνθηκών, παρά εναπόκειται στις πολιτικές συμφωνίες του ίδιου του σχήματος. Η φαινομενική αντίφαση του κινήτρου απέναντι στις ποινικές συνθήκες προς το πολιτικό κίνητρο είναι προϊόν της αντιστροφής της σχέσης πολιτικού και πρακτικού από το κρατικό δίκαιο. Η εγκληματολογία θέλει να εστιάζει σε τυποποιημένες πράξεις, αποπολιτικοποιώντας. Οι αγωνιστές που αιχμαλωτίζονται μπορούν να επαναστρέφουν την πολεμική αντιπαράθεση στις πολιτικές διαστάσεις της.

Σήμερα, υπάρχουν αναρχικοί αντάρτες που δίνουν παραδείγματα συνεπούς στράτευσης στον κοινό αγώνα ενάντια στο καθεστώς που μας θέλει διασπασμένους πολιτικά και υπαρξιακά, παραδείγματα αποφασιστικής κινητοποίησης για την άμεση κατάλυση της κρατικής κυριαρχίας και του πολιτισμού της σε αντιδιαστολή με την διάχυτη μοιρολατρία και αδρανοποίηση της τελευταίας περιόδου, παραδείγματα μαχητικής συλλογικοποίησης σε αντιδιαστολή με τον συντηρητικό ατομικισμό που κατατρέχει τα κινήματα.

Οι νίκες και οι ήττες σε σχέση με τις προθέσεις των αγωνιζόμενων υποκειμένων μας διδάσκουν. Οι ήττες προσφέρονται ως καταλύτες εξελικτικών αλλαγών. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραψε μια μέρα πριν δολοφονηθεί: «Ολόκληρος ο δρόμος του σοσιαλισμού είναι -αν εξετάσουμε τις επαναστατικές συγκρούσεις- σπαρμένος με τέτοιες (σκληρές) ήττες. Κι όμως αυτή η ίδια η ιστορία οδηγεί, βήμα προς βήμα, αδιάκοπα, στην τελική νίκη! Που θα είμασταν σήμερα χωρίς αυτές τις “ήττες” από τις οποίες αντλήσαμε ιστορική πείρα, γνώση, δύναμη, ιδεαλισμό! Σήμερα που έχουμε προχωρήσει ως την τελική μάχη του προλεταριακού αγώνα, στηριζόμαστε ίσα-ίσα πάνω σ’αυτές τις “ήττες” που χωρίς αυτές δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, που κάθε μια τους είναι κι ένα μέρος από τη δύναμή μας κι από τη διαύγεια του σκοπού μας». Ήταν το άρθρο που κατέληγε με την γνωστή πρόταση: «”Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο!” Ηλίθιοι δήμιοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Η επανάσταση αύριο “θα υψώσει τη βροντερή φωνή της ως τους ουρανούς”. Τρομαγμένοι θ’ακούσετε το νικητήριο της σάλπισμα: -Είμουν, είμαι και θα είμαι!»

Στην πάλη με την κρατική τρομοκρατία πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να διαφύγουν από τα εποπτικά πλέγματα των κατασταλτικών μηχανισμών, είτε λόγω διώξεων, είτε προληπτικά. Ο αγώνας διαβίωσης έξω από μια κατάσταση διαρκούς περιστολής ονομάζεται συνήθως «παρανομία». Ο συγκεκριμένος όρος είναι άστοχος για μια σειρά λόγων. Πρώτον, διότι ετεροπροσδιορίζει μια επιλογή αντίστασης από το συμβολικό πλαίσιο με το οποίο την αντιμετωπίζει το κράτος. Μια ταυτότητα εξαρτημένη από το δίπολο νομιμότητας-παρανομίας παλινδρομεί αναπόφευκτα μεταξύ μιας εξιδανίκευσης κάποιων πρακτικών μεθόδων οργάνωσης και μιας περιχαρακωμένης και γι’αυτό απαισιόδοξης ερμηνείας του αγώνα διαφυγής από τον προληπτικό έλεγχο. Δεύτερον, διότι οι μέθοδοι και τα εργαλεία γι’αυτήν την μορφή αντίστασης που αποτελεί συνιστώσα του συνολικού ταξικού αγώνα, ποικίλουν ανάλογα με τα υποκείμενα και την σχέση τους με τις συνθήκες και τον χρόνο. Τρίτον, διότι το νόμιμο και το παράνομο μεταλλάσσονται ανά πάσα στιγμή μέσα στις πολιτικές στρατηγικές του κράτους, στον θεσμικό μονόλογο, στους δικαιϊκούς τύπους και στις κατασταλτικές εφαρμογές. Και τέταρτον, διότι ετούτη την στιγμή το εύρος προσδιορισμού της παρανομίας περιλαμβάνει όλο και περισσότερες εκφάνσεις αντίστασης, ακόμα και τις πιο ελεγχόμενες, ενώ το πλήθος των ανθρώπων που βγαίνουν εκτός νόμου επειδή αδυνατούν ή επιλέγουν να μην πειθαρχήσουν στην εξοντωτική οικονομική τρομοκρατία διογκώνεται. Η αστοχία του όρου «παρανομία» όμως, δεν μπορεί να επικαλύψει την σημασία της επιλογής διαφυγής και την συμβολή των συντρόφων που την κάνουν στον συνολικό αγώνα.

Η συνθήκη του καθημερινού αγώνα απέναντι στα κατασταλτικά πλέγματα σε αρκετές περιπτώσεις έγινε αντιληπτή από τους ίδιους τους αγωνιζόμενους ως γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη κοινοτήτων. Σε μια τέτοια δυναμική εξέλιξη οι διωκόμενοι, που έχουν αρχικά βρεθεί σε θέση αδυναμίας, μπορούν και μετασχηματίζουν την επίθεση του κράτους σε ευκαιρία όξυνσης της ρήξης, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα της διαφυγής από την αιχμαλωσία. Η άποψη που θεωρεί τους καταδιωκόμενους ως αδύναμους κρίκους των κινηματικών δεσμών έχει αποδειχτεί ανεδαφική. Άλλωστε, υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις εντοπισμού καταδιωκόμενων ανθρώπων από χαφιέδικη παρακολούθηση μη καταδιωκόμενων, ενώ το αντίστροφο είναι σπάνιο. Σε κάθε διαφορετική συνθήκη αντίστασης εμφανίζονται πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Τα μεν πλεονεκτήματα οφείλουμε να τα ενεργοποιούμε προωθώντας τις ανταγωνιστικές διεργασίες σε επαναστατικές-συνθετικές κατευθύνσεις. Τα δε μειονεκτήματα οφείλουμε να τα αλληλοκαλύπτουμε με ένα πνεύμα αδιάσπαστης κοινότητας.

Η μεγαλύτερη πολιτική δυσκολία των ανθρώπων που βρίσκονται σε διαρκή κατάσταση διαφυγής είναι η άμεση κινηματική επαφή. Ο Φοίβος και ο Αργύρης τονίζουν πάνω σ’αυτό το ζήτημα: «Το στοίχημα που τέθηκε από την πρώτη στιγμή της εξαφάνισής μας ήταν το εξής: το πως θα “διαρρήξουμε” το καθεστώς της απομόνωσης που προσπαθεί να επιβάλλει η παράνομη συνθήκη. Και η απομόνωση που περιγράφουμε έχει δυο όψεις, πολιτική και υπαρξιακή».

Η ποινική στοχοποίηση παράγει ένα χάσμα ανάμεσα σε καταδιωκόμενους και μη. Αν το δούμε μέσα στην κοινότητα της αντίστασης εκφράζει την αντίφαση των ειδικών μορφών συσχετισμού της άμυνας και της επίθεσης και τα όρια τους. Δηλαδή, η αντάρτικη μέθοδος θεμελιώνει την τακτική άμυνά της στην κρυπτότητά της, στην μη προσφορά στόχου για τον εχθρό, στην κατεξοχήν εστιασμένη παρουσία. Ενώ η ανοιχτή κινητοποίηση θεμελιώνει την άμυνά της εκτείνοντας και οριοθετώντας την επιθετικότητά της με βάση το μαζικό δυναμικό της και την διαχυτικότητά του. Οι καταδιωκόμενοι αγωνιστές αναγκαστικά περνάνε στις αμυντικές συνθήκες του αντάρτικου ενεργητικά ή παθητικά. Μια θέση που τους απομακρύνει από τις κινηματικές διεργασίες. Και οι αντάρτικες πρακτικές συχνά υπερβαίνουν το όριο της επιθετικότητας που μπορούν να εκφράσουν οι ανοιχτές διεργασίες σε μια δεδομένη στιγμή. Ας διευκρινιστεί όμως, ότι όποια κι αν είναι η τακτική μορφή της αντιστασιακής δράσης, η πολιτικότητά της συνάγεται από την διαλεκτική αντίληψη των υποκειμένων της, από την εστίαση της ισχύος της και από την θεμελίωση της συνέχειάς της στο κοινωνικό δυναμικό της. Σ’αυτόν τον άξονα επικοινωνούν, αλληλοσυμπληρώνονται και συντίθενται σε αμοιβαίες οσμώσεις οι διαφορετικοί τρόποι αγώνα, λύνοντας τα όριά τους.

Η αντίφαση που περιγράφηκε ξεπερνιέται με την κοινωνική συνολικοποίηση της πάλης. Συνολικοποίηση των διαφορετικών υποκειμένων που συναντιούνται στην άμεση δράση, συνολικοποίηση των εξελικτικών σχεδίων τους στην κατεύθυνση της εξέγερσης, της κοινωνικής αυτονόμησης και της ανατροπής της εξουσίας και συνολικοποίηση των διαθέσιμων τρόπων αγώνα. Τα εμπόδια στην επαναστατική πρόταση προέρχονται από την παρούσα, επισφαλή ασυμμετρία ισχύος υπέρ του ταξικού ελέγχου ενάντια στις εξεγερσιακές κοινωνικές δυνάμεις, αλλά και πρωτίστως από την πολιτικοποίηση και συστηματοποίηση των χασμάτων στον κόσμο της αντίστασης. Οι τεχνητές διαζεύξεις, η απαξίωση μεθόδων και εγχειρημάτων, η υποτίμηση αγωνιστών, ο ιδεολογικός σεχταρισμός και ελιτισμός εσωτερικεύουν και μονιμοποιούν τα χάσματα που παράγει η εξουσία, υπονομεύοντας το κινηματικό δυναμικό. Και ακόμα δεν έχουμε απαλλάξει το κοινό πεδίο μας από συντηρητικές συνήθειες. Αλλά είναι καιρός.

Υπάρχουν σύντροφοι που ακόμα σκεφτόμενοι με το διχαστικό και άτοπο σχήμα «ένοπλο»-«κοινωνικό» αναρωτιούνται αν είναι η εποχή κατάλληλη για δυναμισμούς με δεδομένες την κρατική υπεροπλία και την κοινωνική βραδυπορία. Η ένσταση αυτή αναγνωρίζει την ισχύ των λεγόμενων υποκειμενικών παραγόντων αρνητικά διαπιστώνοντας τις αντικειμενικές συνέπειες της καθυστέρησης τους, ενώ ταυτόχρονα τους απαξιώνει σε σχέση με μια θετική προοπτική. Ξεκάθαρη ηττοπάθεια, αυτοεκπληρούμενη μοιρολατρεία. Η συντηρητική οικονομία δυνάμεων φέρνει αναπόδραστα την ατέρμονη φθορά. Το κκε είναι ο πρύτανης της απύθμενης ιστορικής πτώσης, κατατρώγοντας επί εβδομήντα χρόνια το μαζικό δυναμικό μιας ματαιωμένης επανάστασης. Οι μάζες όταν εμφανίζονται αυτενεργώντας είναι επαναστατικές και ευφυείς. Οι περιχαρακώσεις είναι συντηρητικές και στενόμυαλες. Το φθίνον πλήθος που κινητοποιεί η αριστερά είναι τα όλο και πιο απρόθυμα υπολλείματα μιας άλλης εποχής. Επαναστατική οικονομία δυνάμενων σημαίνει δυναμική ανάπτυξη της αντίστασης. Η ιστορία διδάσκει.

Αν τα αντάρτικα σχήματα ηττώνται αντί να αναπτυχθούν, συμβαίνει όταν δεν έχουν ένα κινηματικό και κοινωνικό βάθος απόσβεσης των πληγμάτων. Αν τα ανοιχτά εγχειρήματα εκτοπίζονται από τον χάρτη της αντίστασης, συμβαίνει όταν δεν έχουν ένα κινηματικό και κοινωνικό βάθος μετατροπής των πληγμάτων σε πιο ανοιχτή αντεπίθεση, σε πιο μαζική κινητοποίηση. Ετούτη την εποχή οι αντιθέσεις μεταξύ διαφορετικών συμβάσεων λύνονται αρνητικά¢« λύνονται βίαια από το κράτος. Όμως, όλο το επαναστατικό υλικό βρίσκεται ήδη μπροστά μας, αφού έχουν αποσπασματικά δοκιμαστεί ικανές κατευθύνσεις ρηξιακών κοινωνικών εμπειριών. Το στοίχημα είναι η συνάντησή των αντιστάσεων σ’ένα πλατύ μέτωπο ενάντια στην σαρωτική απόπειρα επανασταθεροποίησης της κρατικής κυριαρχίας.

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΥΜΟΥΝΑ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

___________________________________________


Φαντάζουν μεγάλοι αν είμαστε σκυφτοί.

Στην διάρκεια της τριήμερης κράτησής μου πραγματοποίησα μια ολική απεργία δίψας και πείνας απαιτώντας να φύγω αμέσως από τα λευκά κελιά των βασανιστών της «δ.α.ε.ε.β.». Έναυσμα της απόφασής μου ήταν το γεγονός ότι έμεινα ένα εικοσιτετράωρο, με ένα ελάχιστο «διάλειμμα», δεμένος με χειροπέδες πίσω από την πλάτη.

Από τον βούρκο του δωδέκατου έχουν περάσει αγωνιστές που έχουν αντιμετωπίσει βασανιστήρια μάλλον πιο βάναυσα από αυτό που βίωσα εγώ. Ωστόσο, η συγκεκριμένη απεργία είχε μια σημασία, αντιστρέφοντας μια λογιστική στάθμισης της ωδίνης, ακριβώς λόγω του κοινοτυπικού χαρακτήρα που έχει αποδοθεί απ’όλους τους κρατικούς θεσμούς στους ξυλοδαρμούς και στα βασανιστήρια και στο δεσποτικό καθεστώς της «αντιτρομοκρατικής». Ο δωδέκατος επιχειρείται σταθερά να καθιερωθεί ως άβατο των βασανιστών. Επιπρόσθετα, υπάρχει ένα σύνολο άτυπων θεσμοποιήσεων, όπως η παράταση της κράτησης στα λευκά κελιά της ασφάλειας, η σκοταδιστική προπαγάνδα, η δίωξη με τον «αντιτρομοκρατικό» και η προφυλάκιση με σενάρια άθλια. Ενάντια στο ασφαλίτικο-δικαστικό καθεστώς που θωρακίζεται με την συναινετική σιωπή καθίσταται αναγκαίο να αντιστεκόμαστε στην ελάχιστη εκδήλωσή του. Βρισκόμαστε σ’ένα σημείο σύγκρουσης στο οποίο δεν αντιστοιχεί η μετριοφροσύνη. Να τοποθετούμαστε εχθρικά πάνω στις συνοριακές γραμμές της καταστολής και να δημοσιοποιούμε τον αγώνα μας.

Κινούμενος έτσι, θα περιγράψω την εμπειρία μου, με δεδομένη την μερικότητα του γεγονότος της απεργίας σε σχέση με το γεγονός της αιχμαλωσίας κι άλλων αγωνιστών και με δεδομένη την σχετικότητα των σημείων αντιπαράθεσης που έθεσα με την στάση μου. Η άμεση μαρτυρία μπορεί να προσφέρει νέες όψεις ενός πολυδιάστατου βιώματος.

Οι αγώνες κάνουν το πέρασμα από το άνευ νοήματος στη συνεκτικότητα και το άνοιγμά τους κάνει το πέρασμα από το μερικό στο συνολικό.

Προσωπική αφήγηση μιας απεργίας δίψας και πείνας, ενάντια στους βασανιστές της δημοκρατίας.

Το τελευταίο ποτήρι νερό που είχα πιεί ήταν την Τρίτη το μεσημέρι στην καφετέρια στη νέα φιλαδέλφια. Το βράδυ στο γραφείο της ασφάλειας που έμεινα δεμένος μέχρι το ξημέρωμα, οι χαφιέδες μου άφησαν ένα μπουκάλι εμφυαλομένο νερό. Στην άρνησή μου να το δεχτώ, προσπάθησαν να περιπαίξουν την αξιοπρέπειά μου προτείνοντάς μου να πω ότι μου το έφεραν συγγενείς μου (σα να ‘μαστε χαμερπείς υποκριτές όπως οι υπηρέτες της εξουσίας). Είχα ακούσει στην φυλακή ότι η ασφάλεια χρησιμοποιεί τα μπουκάλια με το νερό για να πάρει γενετικό υλικό, πέρα από την καχυποψία του τι άλλο μπορεί να έχει προστεθεί στο νερό, όσο απίθανο κι αν ακούγεται. Ο βοναπάρτης είχε γράψει ότι τα μέτρα υπάρχουν για να μας προστατεύουν από τις ευμενείς προκαταλήψεις που έχουμε για τον εχθρό και γι’αυτό πρέπει να τηρούνται πάντα. Παρομοίως με το συσσίτιο της ασφάλειας, που δεν χρειάζεται προσθήκες για να γίνει τοξικό. Βασικά, δεν είχα καμία διάθεση να δεχτώ οτιδήποτε από τους δεσμοφύλακες και βασανιστές μου. Και ήθελα να είμαι σε εγρήγορση.

Το πολύωρο δέσιμο των χεριών πίσω από την πλάτη τραυματίζει τους μύες των ώμων και είναι επίπονο. Το είχα ξαναζήσει τον Φλεβάρη του ’11, σε μια καρέκλα. Τώρα στεκόμουν όρθιος δώδεκα ώρες, ξυπόλυτος σ’ένα βρομερό χώρο. Και από την πρώτη στιγμή το σφίξιμο του μετάλλου αυτής της παρανοϊκής επινόησης γύρω από τους πήχεις μου έκοβε τις σάρκες μου.

Αργά τη νύχτα, αφού είχαν αραιώσει οι πρώτες σκέψεις γύρω από το γεγονός των συλλήψεων, τις ενδεχόμενες επιδιώξεις των κρατικών μηχανισμών και την στάση μου κι αφού ένοιωσα μια χαλαρωτική κούραση αφέθηκα να μισοκοιμηθώ διατηρώντας μια επαφή με το περιβάλλον, όρθιος. Η μετάβαση σε μια κατάσταση χαλάρωσης ανακούφισε τον πόνο, αλλά όταν ακούσια αφέθηκα λίγο παραπάνω διαταράχτηκε η ισορροπία μου, οπότε επανήλθα σε κατάσταση έντονης προσπάθειας. Ο πόνος ξαναδυνάμωσε. Μετά επιχείρησα να ξαναχαλαρώσω κλπ. Η κύκλιση της κούρασης και του πόνου επαναλαμβανόταν επί ώρες.

Θα μπορούσα να καθίσω στο πάτωμα ή να διεκδικήσω μια καρέκλα, αλλά ήθελα να μην τους κάνω την χάρη να αφεθώ από κάτω τους. Η πάλη ενάντια στο καθεστώς είναι πρωτίστως ηθική. Αγώνας απόγνωσης και συγχρόνως αγώνας αντοχής. Ήμουν αποφασισμένος να μην γονατίσω.

Κατά την διάρκεια της πρώτης νύχτας οι μισθοφόροι υφάρπαξαν αποτυπώματα από τα χέρια μου δυο φορές και σάλιο επίσης δυο φορές, με βίαιη ακινητοποίηση και επιπλέον με πνιγμό για το δεύτερο. Παραδόξως, στην δεύτερη απόπειρα τους να μου πάρουν αποτυπώματα, επικαλούμενοι ότι τα πρώτα βγήκαν κουνημένα, το γεγονός ότι έβγαλαν τις χειροπέδες και οι ώμοι μου κινήθηκαν ήταν ανακουφιστικό παρά το ότι βρέθηκα να με πατάνε ξαπλωμένο στο πάτωμα. Η δημοσιοποίηση της κλοπής γενετικού υλικού σε καμία περίπτωση δεν παρέχει αναγνώριση στα ασφαλίτικα μαγειρέματα. Αντιθέτως, ξεκαθαρίζει την ριζική άρνηση κάθε τεχνομυστικιστικού προκαλύματος των κρατικών διώξεων, ενώ παράλληλα καταδεικνύει την θεμελιακή βιαιότητα της δημοκρατικής τάξης, τόσο στις παραδοσιακές όσο και στις εκσυγχρονιστικές όψεις της.

Όταν τελικά μεταφέρθηκα σ’ένα κελί (τα λευκά κελιά του δωδέκατου), οι χεοροπέδες παρέμειναν πίσω από την πλάτη μου. Μπορούσα να ξαπλώσω, αλλά δεν υπήρχε θέση που να μην επιδεινώνει τον πόνο. Το πρωί της Τετάρτης, ύστερα από ώρες, οι κουκουλοφόροι δεσμοφύλακες πέρασαν τις χειροπέδες μπροστά. Λίγο μετά όμως, τις ξαναπέρασαν πίσω εκδικητικά όταν αρνήθηκα να συνεργαστώ στην φωτογράφησή μου. Και έφτασα στην ευελπίδων το μεσημέρι δεμένος πίσω.

Παραπεμφθήκαμε σε εισαγγελέα και ανακρίτρια χωρίς κατηγορητήριο. Το πρώτο βράδυ οι ασφαλίτες μας εμφάνισαν ένα κατηγορητήριο με πλημμελήματα, νομικά ανίκανο να κινητοποιήσει ανακριτή. Βρέθηκα μέσα σε μια δικαστική διαδικασία χωρίς δικηγόρο, αφού είχα αποκλειστεί από κάθε δυνατότητα επικοινωνίας, την οποία απαιτούσα από την πρώτη στιγμή στην ασφάλεια. Σε αυτές τις συνθήκες κι ενώ εγώ απαιτούσα να ολοκληρωθεί η «κατάθεσή» μου επιτόπου και με την παρουσία της δικηγόρου μου, μου επιβλήθηκε το «δικαίωμα» της διήμερης προθεσμίας, που είχε ως συνέπεια την επιστροφή μου στα μπουντρούμια της «αντιτρομοκρατικής». Ήταν η κρίσιμη στιγμή για την οποία είχα ήδη αποφασίσει ότι αν συνεχιζόταν η κράτησή μου στο περιγραφόμενο καθεστώς θα ανακοίνωνα απεργία δίψας. Ενημέρωσα την ανακρίτρια για το τι συμβαίνει στον βούρκο της «αντιτρομοκρατικής» και δήλωσα ότι αφού με ξαναστέλνουν στα λευκά κελιά αυτής της υπηρεσίας βασανιστών συνεχίζω την μη λήψη νερού και τροφής, δηλαδή ολική απεργία εώς ότου φύγω από εκεί, επισημαίνοντας ότι για ότι έχει συμβεί και για ότι ενδεχομένως συμβεί έχουν ευθύνη και οι δικαστικοί.

Τα βασανιστήρια ήταν η πραγματικότητα την οποία θεώρησα ότι έπρεπε να καταδείξω πρωτίστως. Οι αυθαιρεσίες όλων των εμπλεκόμενων μηχανισμών ήταν το υπόβαθρο της διωκτικής προσπάθειας και μια εγγενής και σκόπιμη αντίφαση της θεσμικής κυριαρχίας, η οποία επίσης αναδεικνύεται μέσα από την συγκεκριμένη απεργία δίψας.

Αρνήθηκα να δεχτώ ως αναντίστρεπτο δεδομένο ότι οι μισθοφόροι της απάνθρωπης δημοκρατίας έχουν την ισχύ να επεμβαίνουν πάνω στο σώμα μας, στον χρόνο μας, στην δυνατότητά μας να συνεχίσουμε να αντιστεκόμαστε. Ήταν ένα μήνυμα ότι όπου κι αν βρεθούμε όσο είμαστε ζωντανοί τίποτα δεν είναι ικανό να σταματήσει τον απελευθερωτικό αγώνα. Δεν υπάρχει ούτε σπιθαμή γης στην οποία να μην μπορεί να ξυπνήσει η εξέγερση, κανένα φρούριο μέσα στο οποίο το κράτος να κατέχει τον πλήρη έλεγχο.

Το απόγευμα της Τετάρτης συναντήθηκα με την δικηγόρο μου κι έτσι βγήκε μια πρώτη ενημέρωση για τα γεγονότα και για την στάση μου. Η κράτησή μου σε ερμητική απομόνωση είχε γίνει αντιληπτή από συγγενείς και συντρόφους μου μέσω των μυθιστορηματικών δημοσιευμάτων που με σκιαγραφούσαν.

Από εκείνη την στιγμή και ύστερα ξεκίνησε μια γελοία παρενόχληση καλυμένη πίσω από την συγκαταβατικότητα. Κάθε τόσο οι βασανιστές με ρωτούσαν αν θέλω νερό και φαϊ. Το πρωί της Πέμπτης έβαλαν στο κελί δυο μπουκάλια νερό. Τα μάζεψαν μόλις τους είπα ότι αυτό επισήμως θεωρείται βασανιστήριο. Με παρότρυναν, όλο αγάπη και στοργή, να ενδώσω, λέγοντας ότι θα καθόμουν μέρες εκεί μέσα. Τους απαντούσα ότι «εγώ την Παρασκευή φεύγω!» και ότι «αν θέλετε ένα πτώμα μπορείτε να το κρατήστε, αλλά εγώ Παρασκευή την κάνω». Και στην προσφορά νερού αντέτεινα την απαίτηση να φέρουν σύντομα γιατρό.

Ήξερα ότι το διάστημα μετά το οποίο το σώμα μου θα έμπαινε σε κρίσιμη κατάσταση συνέπιπτε με το επόμενο πέρασμα από τους δικαστές. Την τέταρτη μέρα μιας απεργίας δίψας αρχίζουν να επικρέμονται κίνδυνοι σοβαρών βλαβών για έναν υγειή οργανισμό. Την Πέμπτη, δεύτερη προς τρίτη μέρα της απεργίας, είχα την προσοχή μου στο σώμα μου. Έκανα οικονομία δυνάμεων. Λίγες κινήσεις, απόλυτη ηρεμία, σε αντιδιαστολή με την ένταση της πρώτης νύχτας. Πότε πότε αναδύονταν στο νου μου πρόσωπα και σκέψεις που με συγκινούσαν, νοήματα σχετιζόμενα με τον αγώνα και η σωματική μου κατάσταση άλλαζε. Έτσι δυνάμωνα.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν κάτι φευγαλέες αρρυθμίες, όταν σηκωνόμουν είχα σύντομες ταχυκαρδίες, αργότερα ένοιωθα μια γενική ατονία και από το απόγευμα βαρυά αναπνοή.

Το βράδυ της Πέμπτης οι χαφιέδες έφεραν έναν γιατρό. Χωρίς να τους ανακοινώσω τα συμπτώματα, απαιτούσα από το πρωί την εξέταση, για να καταγραφεί η εξέλιξη της απεργίας ή η άρνηση της ασφάλειας. Έχοντας μπει στην τρίτη μέρα η κατάστασή μου ήταν ακόμα εκτός κινδύνου, όλες οι μετρήσεις ήταν εντός φυσιολογικών ορίων, αλλά ο γιατρός δεν απέκλεισε μια επιδείνωση από στιγμή σε στιγμή. Διαπίστωσε την δυσκολία στην αναπνοή μου και υπέδειξε στους κουκουλοφόρους δεσμοφύλακες να ανοίξουν το παραθυράκι της πόρτας του κελιού. Πάραυτα, αισθανόμουν ότι μπορούσα να φτάσω στο επόμενο μεσημέρι χωρίς πρόβλημα.

Το επόμενο πρωί, διανύοντας την τρίτη μέρα, όταν έκλεινα τα μάτια μου έβλεπα τρεχούμενα νερά, ποτάμια και θάλασσες, μια μαγική αναπόληση. Αλλά η επιθυμία μου να βγω από εκείνον τον τάφο και η βούλησή μου να νικήσω τους βασανιστές ήταν ισχυρότερες από την δίψα. Εκείνο το πρωί, της Παρασκευής, αναμένοντας την μεταφορά στα δικαστήρια τα αποθέματα δυνάμεων που μου ήταν απαραίτητα για να κινηθώ και να μιλήσω είχαν συγκεντρωθεί για τον επίμαχο χρόνο.

Ήταν πλέον πασίδηλο ότι η «αντιτρομοκρατική» δεν μπορούσε να στήσει την κατηγορία της «εγκληματικής οργάνωσης» για τις συλλήψεις στη νέα φιλαδέλφια. Κανένας από τους συλληφθέντες δεν προφυλακίστηκε για την συγκεκριμένη υπόθεση. Μόλις αφέθηκα έληξα την απεργία. Στα τσιμέντα του κράτους όμως βρίσκονται δέσμιοι πολλοί αγωνιστές.

Μερικές νύχτες αργότερα, περπατώντας σε μια πόλη που βρίσκεται υπό αστυνομική κατοχή και όπου οι μετανάστες βρίσκονται υπό διωγμό, ένας αφρικανός με ρώτησε πως να πήγαινε σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης, όχι μακρύτερα από ένα χιλιόμετρο. Του εξήγησα πως να αποφύγει τους ένστολους κεφαλοκυνηγούς, όσο ήταν εφικτό. Διαισθανόμουν ότι εκείνη την ώρα, λίγο μετά την συνάντησή μας, οι πιθανότητες να φτάσει ελεύθερος εκεί που ήθελε ήταν μάλλον μικρές. Κι εγώ αισθανόμουν πολύ μόνος για να υπερασπιστώ αποτελεσματικά την παρουσία του, να θωρακίσω την συνάντησή μας.

Μέχρι να γίνουμε όλοι ελεύθεροι …

ΑΜΕΣΗ ΔΡΑΣΗ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, ΣΥΝΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΑΜΕΣΗ ΔΡΑΣΗ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, ΣΥΝΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΑΜΕΣΗ ΔΡΑΣΗ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, ΣΥΝΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΞΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΙΣΟΤΗΤΑΣ, ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗΣ

Δημήτρης Χατζηβασιλειάδης

Μάης-Ιούνης 2013

i «Ο ήλιος ανατέλλει πρώτα γι’αυτούς που στέκονται όρθιοι» : Νιγηριανή παροιμία.

ii Συνέντευξη Δένδια στο j.j.college of criminal justice του city university of new york, με αναφορά στον « διαφωτισμό ». Όπως αποδείχτηκε δημοσιογραφικά το περιεχόμενο της συνέντευξης ήταν αντιγραφή από την wikipedia.

iii Η πρόσφατη γραπτή αναλυτική τοποθέτηση των καταδιωκόμενων συντρόφων Πόλας Ρούπα και Νίκου Μαζιώτη για την δίκη της υπόθεσης του Επαναστατικού Αγώνα διαφωτίζει αυτό το σημείο.

iv « Οι νόμοι, ιστορικά και συγχρονικά, εκφράζουν, εγγράφουν και θεσμοθετούν στον κοινωνικό χωροχρόνο τις εντολές και τις απαγορεύσεις τω ν τυράννων. Οι ελεύθερες κοινότητες ποτέ δεν χρειάστηκαν και δεν επέβαλαν γραπτούς κανόνες εντός ή εκτός. Οι γραπτές εντολές και απαγορεύσεις πρεσβεύουν την ετερονομία καθαυτή, όντας μια ξένη, νεκρή υποκειμενικότητα μέσα στην αμεσότητα του κοινωνικού βίου, αλλά φερόμενη με τρόπο αντικειμενικό, με την εγχάραξή της στην πέτρα, στον πάπυρο, στο χαρτί, στην ηλεκτρονική μνήμη και στον συμβολικό κόσμο των ανθρώπων. Όπως ο νόμος εκφράζει την εξουσία και την βούληση του αυθέντη, έτσι το κοινοβούλιο ως νομοθετική εξουσία εκφράζει, εγγράφει και θεσμοθετεί στον κοινωνικό χωροχρόνο τον έλεγχο του κράτους πάνω στην κοινωνία, αντιπροσωπεύοντας το εύρος και το βάθος του τυραννικού ελέγχου.» (Απόσπασμα δημόσιας παρέμβασης από την φυλακή τον Ιούλη του ’11, με τίτλο «Χαιρετισμός στις λαϊκές συνελεύσεις και στους μαχόμενους συντρόφους»)

v «Καθώς οι εξουσίες οργανώνονται και πολλαπλασιάζονται σε μια ιεραρχική κλίμακα κοινωνικών σχέσεων, παράγουν κανόνες νομής και λειτουργίας τους. Η αστική ανάπτυξη, που είναι μια συνέπεια της συσσώρευσης πλούτου και ισχύος, η χωροταξική συγκέντρωση της εξουσίας, εμπεριέχει την κανονιστική οργάνωσή της. Ακόμα και οι παραγκουπόλεις απλώνονται γύρω από συντεταγμένα αστικά κέντρα. Οι πολιτειακοί νόμοι ορίζουν αυτή τη δυναμική. Για παράδειγμα, οι νόμοι και οι θεσμοί της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας είχαν κατά κύριο λόγο έναν τέτοιο χαρακτήρα. Η ανάπτυξη των πόλεων στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα και τα συνακόλουθα αστικά κινήματα που εναντιώνονταν στην κυριαρχία των φεουδαρχών, των βασιλιάδων, του γερμανού αυτοκράτορα και του πάπα, διαπραγματευόμενα την ισχύ τους, γέννησαν ένα πολυσύνθετο κόσμο πολιτειακών θεσμών. Το εθνικό κράτος ήταν η θεσμική συναρμογή της εξουσίας της παραδοσιακής αριστοκρατίας (βασιλιάς και φεουδάρχες) και των νέων διευθυντικών τάξεων που στη συνέχεια συγκρότησαν την αστική κυριαρχία (γραφειοκράτες, έμποροι, βιοτέχνες, λόγιοι). Τα συντάγματα πριν ακόμα ή συγχρόνως με την εγκαθίδρυση αστικών κοινοβουλίων αποτύπωσαν την αστική διάρθρωση της εξουσίας. Άλλωστε, η κεφαλαιακή συσσώρευση θεμελιώνεται στη βία και στην κατοχή της ύλης, αλλά υφαίνεται στο πεδίο της συμβολικής ισχύος. Το σύνταγμα είναι ο γενικός τύπος της υπεραξίας της αστικής κυριαρχίας ως μιας ποιοτικά αναβαθμιζόμενης οργάνωσης της τυραννίας. Το «σύνταγμα των ελλήνων» συμπιέζει τους ιστορικούς αγώνες των γηγενών ενάντια στην τυραννία σε δυο αράδες αφηρημένων επικλήσεων της λαϊκής κυριαρχίας, της ελευθερίας και της ευημερίας. Το ιερό κείμενο του κράτους ούτε νοηματοδοτεί, ούτε δρομολογεί την πρακτική εφαρμογή των κοινωνικών αξιών που επικαλείται. Διατάσσει τη σύσταση των κρατικών θεσμών, τη νομή των εξουσιών και την ιεραρχία τους, θεσμοθετεί τη γενική οργάνωση της σύγχρονης τυραννίας.» (Από το προαναφερόμενο κείμενο)

vi «Η πολιτική αποκάλυψη της δικαιοσύνης δεν την υποβιβάζει σε διεκπεραιωτικό βραχίονα της κυβέρνησης. Αντιθέτως, το δικαστικό σώμα, εισερχόμενο πρακτικά και τυπικά στην πολιτική της αντικοινωνικής και αντεπαναστατικής τρομοκρατίας, αναβαθμίζει τη θέση του στις τάξεις της αστικής κυριαρχίας. Το ιερατείο του νόμου διαπραγματεύεται την εκτελεστική συναρμοδιότητά του. Στον εσωτερικό ανταγωνισμό του καθεστώτος για την ανακατανομή της θεσμικής ισχύος, το δικαστικό σώμα κατέχει το πλεονέκτημα της ανεξαρτησίας από αντιπροσωπεύσεις¢« είναι η πιο κλειστή και κατοχυρωμένη ολιγαρχία, αφού δεν κρίνεται από κανέναν. Έτσι, η κρατική δικαιοσύνη ενέχει μια θεσμικά έμφυτη ροπή προς τη δικτατορία.» (Από το προαναφερόμενο κείμενο)
vii Υπουργός Πολέμου των γερμανών σοσιαλδημοκρατών και συνδημιουργός των μισθοφορικών αντεπαναστατικών στρατευμάτων «frei corps». Είχε πει : «Κάποιος πρέπει να βάψει τα χέρια του με αίμα κι εγώ δεν διστάζω ν’αναλάβω την ευθύνη».
Αναρχική Συλλογικότητα για την Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση