Ενημέρωση για τη δίκη των δολοφόνων του Σαχζάτ Λουκμάν (απολογίες τους)

0
164

Το Σάββατο 22 Φεβρουαρίου συνεχίστηκε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο η δίκη των δολοφόνων του Σαχζάτ Λουκμάν. Ολοκληρώθηκε η κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης Φίλιππου Κουτσάφτη και απολογήθηκαν οι δύο δολοφόνοι.

Ακολουθούν οι ισχυρισμοί του μάρτυρα υπεράσπισης και των δύο χρυσαυγιτών δολοφόνων κι έπειτα κάποιες δικές μας παρατηρήσεις.

Η δίκη θα συνεχιστεί στις 10 Απριλίου, ώρα 9.00.

Κατάθεση Κουτσάφτη

Ο Κουτσάφτης με την ιδιότητα του ιατροδικαστή, είχε λάβει εντολή από τους συνήγορους υπεράσπισης του Στεργιόπουλου να συντάξει έκθεση χωρίς να έχει δει το πτώμα, αλλά στηριζόμενος στις πληροφορίες της ιατροδικαστικής εξέτασης. Στην ουσία προσπάθησε να πείσει την έδρα ότι από τις εφτά μαχαιριές που δέχτηκε ο Λουκμάν, οι έξι ήταν «επιπόλαιες» και είχαν προκαλέσει «αβαθή τραύματα». Στο πρώτο μέρος της κατάθεσής του, στις 14/2, περιέγραψε τη δολοφονία σαν ένα σκηνικό όπου «τρεις νέοι άνθρωποι έπαιξαν ξύλο».

Ο Κουτσάφτης, παίζοντας το παιχνίδι της υπεράσπισης, ήθελε να πείσει ότι αφενός οι 6 μαχαιριές δεν συνέβαλαν στο θάνατο του Λουκμάν και αφετέρου ότι υπήρξε συμπλοκή και όχι μονόπλευρη επίθεση.

Οι έξι μαχαιριές έχουν αποδοθεί στο Στεργιόπουλο και η μία στην καρδιά που ήταν η θανατηφόρα στο Λιακόπουλο. Συνεπώς είχε σημασία για την υπεράσπιση του Στεργιόπουλου να αποδείξει ότι ο πελάτης τους δεν είχε πρόθεση να δολοφονήσει.

Μετά την κατάθεση του Κουτσάφτη, ο Φούσας υποστήριξε ότι με τα προλεγόμενα αποδεικνύεται ότι ο Στεργιόπουλος «δεν είχε ενεργό συμμετοχή».

Ο Κουτσάφτης αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία προηγηθείσας πάλης, παρότι στην έκθεση που συνέταξε ο ίδιος έκανε λόγο για «συμπλοκή». Στην προηγούμενη συνεδρίαση (14/2), όταν τον είχαν ρωτήσει οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής ποια στοιχεία τον οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα, είχε πει πως δεν θυμόταν.

Ο Κουτσάφτης δεν δέχτηκε ότι το μαχαίρι του Στεργιόπουλου ήταν αμφίστομο (δίκοπο), αν και αυτό το έχει επιβεβαιώσει η έκθεση των εμπειρογνωμόνων. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι το μαχαίρι δεν ήταν δίκοπο από την κατασκευή του, αλλά είχε υποστεί μετέπειτα επεξεργασία (είχε ακονιστεί), γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του ότι το κατείχε λόγω της πυροσβεστικής του ιδιότητας.

Οι κατηγορούμενοι είπαν προανακριτικά ότι μετά που τον μαχαίρωσαν και έφυγαν, ο Λουκμάν ακόμα περπατούσε. Αυτός ο ισχυρισμός αποτέλεσε τη δικαιολογία ότι έφυγαν επειδή δεν είχαν αντιληφθεί το πόσο είχε τραυματιστεί. Οι συνήγοροι υπεράσπισης ρώτησαν τον Κουτσάφτη αν μπορεί να γίνει αυτό και εκείνος είπε ότι επειδή το θύμα ήταν μικρό σε ηλικία, θα μπορούσε να ζει, ακόμα και να περπατήσει για 2-3 λεπτά μετά τη μαχαιριά στην καρδιά.

Απολογία Λιακόπουλου

Το πρώτο πράγμα που υποστήριξε ο Λιακόπουλος είναι ότι δεν έχει σχέση με τη Χρυσή Αυγή και με κανένα πολιτικό κόμμα.

Ως προς τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, ισχυρίστηκε πως του τηλεφώνησε ο Στεργιόπουλος για να βγούνε ώστε να «στρώσουνε» την καινούρια μηχανή του. Πήγε στο σπίτι του Στεργιόπουλου γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα. Σε σχετική ερώτηση για τα στιλέτα-πεταλούδες που είχαν μαζί τους, απάντησε πως δεν γνώριζε πως είχε ο Στεργιόπουλος. Εκείνος δικαιολόγησε την κατοχή του δικού του στιλέτου λέγοντας πως τον έκανε να νιώθει πιο ασφαλής, καθώς είχε δεχτεί στο παρελθόν δύο φορές επίθεση. Σε ερώτηση ενόρκου αργότερα αν είχε καταγγείλει στην αστυνομία αυτές τις δύο επιθέσεις, η απάντηση ήταν αρνητική.

Μετά τη βόλτα τους στο Γκάζι, επιστρέφοντας στα σπίτια τους ανέφερε ότι στην Τριών Ιεραρχών στα Πετράλωνα βρέθηκαν πίσω από τον Λουκμάν, ο οποίος οδηγούσε ποδήλατο. Υποστήριξε πως ο Λουκμάν «έκανε επίτηδες επικίνδυνους ελιγμούς με το ποδήλατο», και ενώ προσπαθούσαν να τον προσπεράσουν, εκείνος τους εμπόδιζε κάνοντας ζιγκ-ζαγκ για περίπου 8 λεπτά. Εκείνοι του είπαν να κάνει στην άκρη, και ο Λουκμάν τους έβρισε απρόκλητα «μάνες, οικογένειες κ.λπ.» σε σπαστά ελληνικά. Να τονιστεί ότι προανακριτικά ο Λιακόπουλος είχε καταθέσει πως ο Λουκμάν τους έβριζε σε μια ξένη γλώσσα.

Τότε, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενά του, ο Λουκμάν σταμάτησε απότομα το ποδήλατό του με τρόπο ώστε να κλείνει κάθετα τη μηχανή, μπλοκάροντάς τους κάθε πιθανή διέξοδο. Κατέβηκε από το ποδήλατο και κινήθηκε «απειλητικά εναντίον τους». Χαρακτήρισε το Λουκμάν ως ύποπτο, επειδή φορούσε μαύρα ρούχα και σκούφο, προκαλώντας το ειρωνικό σχόλιο της προέδρου «Κι εσείς φορούσατε σκούφο, άρα ήσασταν τρεις ύποπτοι».

Στη συνέχεια της περιγραφής του σκηνικού κατά το Λιακόπουλο, ο Λουκμάν έβαλε το χέρι στην τσέπη του, σαν να θέλει να βγάλει κάτι (αργότερα παραδέχτηκε πως τελικά δεν έβγαλε τίποτα). Ο Λιακόπουλος του έδωσε μια κλωτσιά για να τον αποτρέψει. Ο Λουκμάν αγρίεψε, του όρμησε και του έκανε κεφαλοκλείδωμα. Τότε εκείνος έβγαλε το μαχαίρι του από τη δεξιά του τσέπη και τον χτύπησε χωρίς να καταλαβαίνει πού. Το κεφαλοκλείδωμα αναφέρθηκε για πρώτη φορά, και μάλιστα δεν κατάφερε ούτε καν να το περιγράψει όταν η έδρα του έκανε σχετικές ερωτήσεις.

Πιο συγκεκριμένα, την πρώτη φορά που ερωτήθηκε με ποιο χέρι τον είχε πιάσει ο Λουκμάν, απάντησε πως δεν θυμόταν και αργότερα όταν ένας από τους ενόρκους επέμενε για λεπτομέρειες για το κεφαλοκλείδωμα (με ποιο χέρι του το έκανε ο Λουκμάν, προς ποια μεριά του δρόμου ήταν στραμμένοι, πώς κατάφερε να τον μαχαιρώσει κ.λπ.), εκείνος απάντησε ασαφώς και πέφτοντας σε πολλές αντιφάσεις, προκαλώντας το σχόλιο του ενόρκου «Τώρα μπερδεύτηκα περισσότερο!».

Ο Λιακόπουλος προανακριτικά είχε καταθέσει ότι κατά τη διάρκεια της όλης «συμπλοκής», ο Λουκμάν «βογγούσε και φώναζε» (φωνές και βογγητά έχουν επιβεβαιώσει πως άκουσαν και οι δύο αυτόπτες μάρτυρες). Όμως στο δικαστήριο ισχυρίστηκε πως δεν φώναξε καθόλου, κάτι που ήρθε σε αντίθεση και με τα λεγόμενα του Στεργιόπουλου.

Όλη αυτή την ώρα, ο Στεργιόπουλος δεν τους έβλεπε, καθώς είχαν μετακινηθεί πίσω από τη μηχανή. Όταν όμως του έκανε κεφαλοκλείδωμα, γύρισε και τους είδε. Τότε κατέβηκε από τη μηχανή, πήρε το στιλέτο-πεταλούδα που είχε κάτω από τη σέλα της μηχανής, και προσπάθησε να «απεγκλωβίσει» το Λιακόπουλο (περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρονται παρακάτω, στην περιγραφή της απολογίας του Στεργιόπουλου). Αφού κατάφεραν να τον απομακρύνουν, ο Λουκμάν περπατούσε για να φύγει και τότε ο Λιακόπουλος κάθισε σε ένα πεζούλι για να ηρεμήσει. Ισχυρίστηκε ότι δεν αντιλήφθηκε πως ο Λουκμάν είχε τραυματιστεί σοβαρά από τη στιγμή που ήταν όρθιος και περπατούσε και γι’ αυτό το λόγο δεν τον βοήθησαν. Είπε πως αποχώρησαν με τη μηχανή περίπου 7-8 λεπτά μετά το μαχαίρωμα. Όμως, όπως είχε καταθέσει ο Κουτσάφτης, ακόμα και αν ο Λουκμάν ήταν όρθιος και περπατούσε μετά τις μαχαιριές, δεν θα ζούσε για πάνω από 2-3 λεπτά. Δεν δικαιολόγησε για ποιο λόγο δεν κατευθύνθηκαν προς τα σπίτια τους, που υποτίθεται πως ήταν ο προορισμός τους, αλλά πήγαν στο Σύνταγμα.

Ως προς τη σχέση του με τη Χρυσή Αυγή και τα δεκάδες φυλλάδια και αυτοκόλλητα που βρέθηκαν στο σπίτι του, υποστήριξε ότι τα είχε βρει όλα μαζί σε ένα τραπέζι στην πλατεία και τα πήρε από περιέργεια, επειδή ανέφεραν τη φράση “Μαζί τα φάγαμε”, η οποία τον αντιπροσώπευε. Αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με τη Χρυσή Αυγή και δήλωσε ιδεολογικά αντίθετος.

Ως προς τα όπλα που βρέθηκαν στο σπίτι του, τα δικαιολόγησε ως εξοπλισμό για ψάρεμα και τους κάλυκες ως ενθύμιο από το στρατό που ήταν έφεδρος αξιωματικός.

Την άδεια παραμονής μετανάστη που είχε στο σπίτι του είπε πως την είχε βρει στο δρόμο και την πήρε «από περιέργεια».

Για το έγκλημα δήλωσε μετανιωμένος.

Απολογία Στεργιόπουλου

Ο Στεργιόπουλος ξεκίνησε ζητώντας συγγνώμη από την οικογένεια του θύματος και από το Θεό (sic!). Να σημειώσουμε ότι οι ηλικιωμένοι γονείς του Στεργιόπουλου παρακολουθούν τη δίκη έχοντας αρκετά προκλητική συμπεριφορά απέναντι στους/ις αλληλέγγυους/ες, με αποκορύφωμα την άρνηση της μάνας (Αλεξάνδρας Μπλέτσα) να καθίσει δίπλα σε μέλος της πακιστανικής κοινότητας.

Εξιστόρησε την εξέλιξη της δολοφονίας με παρόμοιο τρόπο με το Λιακόπουλο. Το στιλέτο το δικαιολόγησε σαν οπλισμό που χρησιμοποιεί ως πυροσβέστης, παρότι ο υποδιοικητής του Γεώργιος Κατσαρής σε προηγούμενη συνεδρίαση, σε ερώτηση της πολιτικής αγωγής αν οι πυροσβέστες συνηθίζεται να κατέχουν στιλέτα-πεταλούδες είχε απαντήσει «Όχι, τί να τα κάνουμε, δεν είμαστε φονιάδες, προς Θεού!».

Προανακριτικά είχε πει ότι το στιλέτο το κουβαλάει πάνω του και εκτός υπηρεσίας όταν βγαίνει τα βράδια, αλλά στην απολογία του δήλωσε ότι το είχε στο μηχανάκι.

Περιγράφοντας το περιστατικό, ισχυρίστηκε πώς ο Λουκμάν τους έβρισε εκείνους, τις οικογένειές τους και τη θρησκεία τους (η θρησκεία ήταν δική του προσθήκη, ο Λιακόπουλος δεν την είχε αναφέρει). Προανακριτικά είχε καταθέσει ότι έβριζε σε άλλη γλώσσα, ενώ στο δικαστήριο το αναίρεσε λέγοντας ότι μιλούσε σπαστά ελληνικά.

Σχετικά με τη «συμπλοκή» Λουκμάν και Λιακόπουλου, ανέφερε ότι «σπρωχνόντουσαν» και βρέθηκαν πίσω από τη μηχανή. Όταν γύρισε για να τους δει, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενά του, ήταν σκυμμένοι και οι δύο και ο Λουκμάν είχε πιάσει με κεφαλοκλείδωμα το Λιακόπουλο. Προανακριτικά είχε καταθέσει ότι είδε το Λιακόπουλο να μαχαιρώνει το Λουκμάν στην καρδιά και εκείνον να πέφτει κάτω. Στην απολογία του το αναίρεσε εντελώς, υποστηρίζοντας ότι είδε «μόνο συμπλοκή». Δεν είχε αντιληφθεί ότι ο Λιακόπουλος είχε μαζί του μαχαίρι, ούτε και τον είδε να το κρατάει.

Τότε πήρε το δικό του μαχαίρι από τη μηχανή για να βοηθήσει το Λιακόπουλο «για εκφοβισμό στην αρχή». Τις 6 μαχαιριές που έριξε, τις περιέγραψε λέγοντας πως «τον τσίμπησε» ίσα-ίσα για να αφήσει το φίλο του. Δηλαδή, ότι έκανε χρήση του μαχαιριού χωρίς δύναμη. Παρακίνησε το Λιακόπουλο να φύγουνε, λέγοντας πως για να στέκεται όρθιος ο Λουκμάν σημαίνει ότι δεν έχει χτυπήσει. Υιοθετώντας τη ρητορική του συνηγόρου του (Α. Φούσα), ισχυρίστηκε πως τα χτυπήματα «ήταν επιπόλαια».

Σχετικά με την ταυτότητα που είχε βρεθεί στο σπίτι του, ισχυρίστηκε πως τη βρήκε σε παρακείμενο πάρκο και είχε σκοπό να την παραδώσει κάποια στιγμή στην αστυνομία.

Δήλωσε πως δεν έχει καμία σχέση με τη Χρυσή Αυγή και ότι δεν βρέθηκε σχετικό υλικό ούτε στο σπίτι του, ούτε στη μηχανή του. Η εξήγηση που έδωσε για τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν ήταν αυτό που είχε πει και στον υποδιοικητή του: «Ήταν η κακιά η ώρα».

Παρατηρήσεις

Η κατασκευασμένη ιστορία που έφτιαξαν οι χρυσαυγίτες δολοφόνοι με τη βοήθεια των συνηγόρων τους, είχε πάρα πολλές αντιφάσεις με τα όσα είχαν πει κατά την προανακριτική διαδικασία και με τις καταθέσεις των μαρτύρων, δεν ήταν καθόλου λογικοφανής και απ’ ό,τι φάνηκε δεν έγινε πιστευτή από κανέναν στην έδρα (δικαστές, ενόρκους και εισαγγελέα).

Κάποιες παρατηρήσεις που δεν αναφέρθηκαν νωρίτερα:

  • Η περιγραφή μιας μηχανής 250 κυβικών να προσπαθεί για αρκετά λεπτά να προσπεράσει ένα ποδήλατο και να μην τα καταφέρνει (σε μονόδρομο πλάτους 9 μέτρων), αλλά και το ότι ο Λουκμάν κατάφερε να ακινητοποιήσει τη μηχανή και να τους αναγκάσει να κατέβουν από αυτήν, ώστε να «αμυνθούν», όπως οι ίδιοι κατέθεσαν, είναι γελοία και δεν μπορεί να γίνει πιστευτή.
  • Μάρτυρας είχε καταθέσει ότι είχε δει τη μηχανή μπροστά από το ποδήλατο, ενώ η απολογία των δύο δολοφόνων βασίζεται στο ότι ο Λουκμάν ήταν μπροστά με το ποδήλατο και τους έκλεισε το δρόμο.
  • Οι δράστες δεν είχαν χτυπήσει. Δεν τους έγινε ποτέ άλλωστε ιατροδικαστική εξέταση και ούτε οι ίδιοι έχουν αναφέρει κάποιο τραύμα. Η ύπαρξη συμπλοκής δεν προκύπτει από πουθενά.
  • Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο Στεργιόπουλος κατείχε το στιλέτο-πεταλούδα για υπηρεσιακούς λόγους, αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει ότι είχε λειανθεί ώστε να είναι δίκοπο.
  • Όπως σωστά τόνισε η πολιτική αγωγή, δεν έχει σημασία ποιος έδωσε τη θανατηφόρα μαχαιριά, διότι η επίθεση έγινε και από τους δύο.
  • Ο Λιακόπουλος έχει δηλώσει πως ήταν άνεργος τον τελευταίο 1,5 χρόνο, αλλά μάρτυρας υπεράσπισης που τον γνώριζε το διέψευσε καταθέτοντας ότι εργαζόταν.
  • Όπως σωστά παρατήρησε ένας ένορκος, οι μηχανές «στρώνονται» με ένα άτομο, και αυτό προτείνουν οι κατασκευαστές.

Αν και οι δολοφόνοι παριστάνουν τους μετανοημένους, τα φανερά ψέματα και η συκοφάντηση του νεκρού Σαχζάτ Λουκμάν δείχνει πόσο αδίστακτοι και αμετανόητοι είναι.

Το ρατσιστικό κίνητρο ελάχιστα τέθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της συνεδρίασης από την έδρα (εισαγγελέας, πρόεδρος και δύο δικαστές), η οποία έχει δείξει από τις προηγούμενες συνεδριάσεις ότι είναι πολύ αρνητική ως προς την αποδοχή αυτού, παρότι έχει επιμείνει πολύ η πολιτική αγωγή και μια σειρά μάρτυρες που κατέθεσαν. Θα είναι πολύ μεγάλη επιτυχία, όχι τόσο για ποινικούς λόγους όσο για πολιτικούς, αν τελικά γίνει αποδεκτό.

Συνεχής ενημέρωση για τις εξελίξεις στο #JusticeForShehzad.

——————————————————————————————

Και ένα συμπλήρωμα εκ μέρους του Δικομανή :

Η δολοφονία έγινε Φυλασίων και Τριών Ιεραρχών. Αν δεχθούμε ότι ο Λουκμάν έκλεισε απ’ την αρχή της Τριών Ιεραρχών το δρόμο στους δολοφόνους, μιλάμε για 300-350 μέτρα, όπως δείχνει ο χάρτης. Για να τους κλείνει για 8 λεπτά το δρόμο (ώστε να τσαντιστούν), θα πρέπει να πήγαινε με 2-2,5 χιλιόμετρα την ώρα (μικρότερη κι απ’ την ταχύτητα βαδίσματος)… Παρεμπιπτόντως, πρέπει να είναι οι μοναδικοί Έλληνες (ίσως και άνθρωποι, γενικά) που κάθονται να τους κλείνουν το δρόμο 8 λεπτά.

Όσον αφορά το στρώσιμο της 250άρας μηχανής, σε ερώτηση της έδρας γιατί δεν προσπέρασαν το ποδήλατο του Λουκμάν, αρχικά ισχυρίστηκε ότι δε μπορούσαν επειδή τους έκλεινε. Μην ψαρώνοντας η έδρα και επιμένοντας, ισχυρίστηκε ότι δεν άνοιξαν το γκάζι επειδή η μηχανή στρωνότανε… Πολύς ζήλος στο στρώσιμο, αλλά το δικάβαλο δικάβαλο…

Η κλωτσιά που έδωσε ο Λιακόπουλος στο Λουκμάν δεν ήταν μια τυχαία κλωτσιά αλλά μια υπερκλωτσιά Τιραμόλα καθώς ισχυρίστηκε ότι του την έριξε στα οπίσθια ενώ ήταν μέτωπο με μέτωπο. Στην απορία της Προέδρου, το γύρισε σε κλωτσιά στο μπούτι.

Επειδή η φάση με το κεφαλοκλείδωμα είναι ψιλοασαφής στην παραπάνω περιγραφή, αρχικά ο Λιακόπουλος σε ερώτηση της έδρας δε θυμόταν με ποιο χέρι τον είχε αρπάξει ο Λουκμάν (και καλά…) αλλά αργότερα θυμήθηκε, σε ερώτηση ενόρκου. Στη συνέχεια άρχισε πάλι τα Τιραμολίστικα προσπαθώντας να πείσει πώς κατάφερε να τον μαχαιρώσει από τη μειονεκτική θέση που βρισκόταν λόγω της στάσης των σωμάτων τους.

Όσον αφορά τα μαχαίρια για το ψάρεμα, ο Λιακόπουλος ισχυρίστηκε ότι τα πηγαινοφέρνει στο χωριό για το ψάρεμα, κάτι όμως που δεν κάνει και για τις καραμπίνες που κατέχει αλλά αφήνει μόνιμα στο χωριό. (Η αλήθεια είναι πως εδώ έχει ένα δίκιο, μιας και όντως στην Αθήνα δεν παίζουν αγριογούρουνα αλλά παίζουν άφθονες πέστροφες.)

Μια αντίφαση που δεν αναφέρθηκε παραπάνω είναι η ψυχολογία των δραστών μετά το μαχαίρωμα. Ενώ ο (κουστουμαρισμένος στο δικαστήριο) Στεργιόπουλος ανέφερε πως έφυγαν χαλαρά, χωρίς να τρέχουν, γιατί ένιωσαν πως δεν είχε πάθει τίποτα το τρομερό ο Λουκμάν αφού είπε πως όταν έφυγαν περπατούσε, άρα ποιος ο λόγος να τρέχουν πανικόβλητοι, μετά από λίγο, στην ερώτηση γιατί πήγαν στο Σύνταγμα και όχι σπίτια τους, ανέφερε πως ήταν ταραγμένοι απ’ το συμβάν και ήθελαν να τους φυσήξει λίγος αέρας…

Απορίας άξια είναι, επίσης, η ψυχραιμία του Στεργιόπουλου, που δήλωσε ότι ενώ οι άλλοι πίσω του τσακώνονταν, αυτός ούτε καν γύρισε να κοιτάξει, με αποτέλεσμα να μη δει το μαχαίρωμα… Βέβαια, κάτι πρέπει να έχει η όρασή του, αφού ούτε και το ματωμένο μαχαίρι του Λιακόπουλου είδε.

Θα συμφωνήσω ότι η σύνθεση του δικαστηρίου δεν έδειξε να πείθεται απ’ τους ισχυρισμούς των φασιστών περί συμπλοκής, αν και δεν τους πίεζαν σχεδόν καθόλου και σίγουρα τους έδωσαν χρόνο και ευκαιρίες για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους χωρίς διακοπές κτλ. (μόνο μία ένορκος δε μίλησε καθόλου – ίσως είχε κουφαθεί η γυναίκα…) Ούτε οι ίδιοι οι φασίστες δε φαίνεται να είχαν πείσει τους εαυτούς τους, εξάλλου. Χαρακτηριστικά, ο Λιακόπουλος δεν κοίταξε ούτε μία στιγμή την εισαγγελέα. Για το ρατσιστικό κίνητρο, θα δείξει… Γενικά πολλά απ’ όσα ακούστηκαν απ’ τους φονιάδες ήταν για γέλια, αλλά πού όρεξη για γέλια όταν έχει δολοφονηθεί άνθρωπος και οι γονείς του κάθονται στις διπλανές θέσεις.

Κατά τ’ άλλα, τα κλασικά. Κράξιμο στους δολοφόνους κατά την προσέλευση και κυρίως κατά την αποχώρηση, συνολικά 2 διμοιρίες ΜΑΤ (στο τέλος έσκασε και 3η) και 10 κουκουλοφόροι ΕΟΜίτες να τους προστατεύουν από νέα κλωτσομπουνίδια.

Αναδημοσίευση από : athens.indymedia.org