Δημόσια τοποθέτηση σε σχέση με κλήση στη ΓΑΔΑ ως «ύποπτος για επεισόδια

0
1366

Δημόσια τοποθέτηση σε σχέση με κλήση στη ΓΑΔΑ, ως «ύποπτος για επεισόδια που προκλήθηκαν έξωθεν της Πρεσβεία των Η.Π.Α.» στις 03/06

Την Τρίτη 16/02/2021, ενημερώθηκα από τον συγκάτοικό μου πως ήρθαν στο διαμέρισμά μας δύο κλήσεις από το «Τμήμα προστασίας κράτους και δημοκρατικού πολιτεύματος» της «υποδιεύθυνσης κρατικής ασφαλείας» της ΓΑΔΑ, στις οποίες καλούμαι για την ίδια υπόθεση ως «ύποπτος να παρέχω εξηγήσεις, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης για επεισόδια που προκλήθηκαν έξωθεν της Πρεσβεία των Η.Π.Α., απογευματινές ώρες της 03/06».

Η δικογραφία που έχει ανοίξει, και στο πλαίσιο της οποίας καλούμαι ως ύποπτος, περιλαμβάνει πληθώρα κατηγοριών πλημμεληματικού χαρακτήρα (διατάραξη κοινής ειρήνης, κατοχή εκρηκτικών υλών, απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης, από κοινού και κατά συρροή, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, παράβαση του νόμου περί όπλων) και μία κατηγορία κακουργηματικού χαρακτήρα (έκρηξη από την οποία προέκυψε κίνδυνος για ανθρώπους).

Η ημέρα στην οποία αναφέρεται η δικογραφία είναι η Τετάρτη 03/06. Εν προκειμένω, στο στόχαστρο μπαίνει η διαδήλωση αλληλεγγύης στους εξεγερμένους των αμερικάνικων μητροπόλεων, μετά την κρατική δολοφονία του George Floyd από τα χέρια του αστυνομικού καθάρματος Derek Chauvin. Μία διαδήλωση η οποία πλαισιώθηκε από χιλιάδες διαδηλωτών και διαδηλωτριών και πράγματι κινήθηκε προς την αμερικάνικη πρεσβεία. Μία διαδήλωση, στην οποία συμμετείχα και εγώ, μεταξύ πολλών άλλων συντροφισσών και συντρόφων, αγωνιστών και αγωνιστριών.

Η εμφάνιση του ονόματός μου, ως «ύποπτο», σε μία τέτοια δικογραφία δεν με παραξενεύει. Είναι μία συνθήκη στην οποία είναι πιθανό να βρεθεί κάθε αγωνιζόμενο υποκείμενο, και επομένως καλό είναι να υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Όχι για να μας φοβίζει ή να μας αποτρέπει από το να αγωνιζόμαστε, αλλά αντιθέτως για να προετοιμαζόμαστε απέναντι σε μία τέτοια ενδεχόμενη «συνέπεια», και να προχωρήσουμε με τον πιο αξιοπρεπή βηματισμό.

Οι «συνήθεις ύποπτοι» των ποινικών μεθοδεύσεων

Δεν χρειάζεται καμιά εξειδικευμένη ματιά για να αντιληφθεί κανείς πως αυτό το πληθωρικό κατηγορητήριο, εν τέλει αποτελεί το σύνηθες πακέτο κατηγοριών που αποδίδονται σε άτομα που συλλαμβάνονται κατά τη διάρκεια τέτοιων διαδηλώσεων. Μάλιστα πρόκειται για πακέτο κατηγοριών που παραμένει αμετάβλητο, ανεξαρτήτως από το αν τα «επεισόδια» έχουν ξεκινήσει από μια επίθεση της αστυνομίας, ή η σύγκρουση έχει ξεκινήσει από την πλευρά της διαδήλωσης, και ανεξάρτητα από το αν η κάθε επιμέρους κατηγορία στοιχειοθετείται επαρκώς σε κάθε περίπτωση. Τα παραδείγματα από την ιστορία των κινητοποιήσεων της τελευταίας δεκαετίας (και όχι μόνο) είναι πάμπολλα (και αρκετά συχνά αποτελούν προϊόν μεθόδευσης), όπως και οι καταγγελίες που προέρχονται από όλες τις πλευρές του ευρύτερου κινήματος. Υπάρχει, λοιπόν, μία «πεπατημένη», μία δοκιμασμένη συνταγή «συμβατών» μεταξύ τους κατηγοριών, και η αντίστοιχη μεθοδολογική εμπειρία ως προς τον τρόπο διατύπωσής τους στο πλαίσιο μιας δικογραφίας.

Έχω να καταθέσω, λοιπόν, τον εξής ισχυρισμό: Το να κληθεί ένα άτομο ως ύποπτο για ακριβώς αυτό το κλασικό πακέτο κατηγοριών (που ως πακέτο συμπυκνώνει την ποινική αντίληψη γύρω από τις διαδηλώσεις), περισσότερο δείχνει τη διάθεση των διωκτικών αρχών να εντείνουν τη στοχοποίηση του συγκεκριμένου ατόμου, ενώ παράλληλα αποτελεί στιγμιότυπο της διαδικασίας ποινικοποίησης ακόμα μιας διαδήλωσης. Αυτό το τελευταίο άλλωστε, εκτός από διακαή πόθο των κατασταλτικών μηχανισμών, πλέον αποτελεί και νομοθετημένο μέτρο στο νομικό οπλοστάσιο του ελληνικού κράτους.

Στη δική μου περίπτωση, εικάζω πως κάποιο αστυνομικό τζιμάνι με αναγνώρισε σε κάποιο σημείο της διαδήλωσης, είτε δια ζώσης, είτε από το υλικό κάποιας κάμερας ασφαλείας, μεταξύ άλλων 7000+ διαδηλωτών και διαδηλωτριών, και συνέθεσε τις εξής -απολύτως λογικές- προτάσεις: «αυτός ήταν στη διαδήλωση» και «στη διαδήλωση έγιναν “επεισόδια”», καταλήγοντας στο -απολύτως μετέωρο, όπως υποδεικνύεται και από το ότι είμαι «ύποπτος»- συμπέρασμα «αυτός είναι ύποπτος για τα “επεισόδια” στη διαδήλωση». Αν λάβουμε υπόψη και το γεγονός πως καλούμαι ως «ύποπτος» 8 μήνες μετά από τα «επίμαχα» περιστατικά, καταλαβαίνουμε πως η ιστορία από κάπου «μπάζει».

Πολιτική δήλωση για την προσωπική στοχοποίησή μου

Σε σχέση με την αναγνώρισή μου, και για την πορεία που ακολούθησε το όνομά μου μέχρι να φτάσει στα κατάστιχα των υπόπτων, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τις τεχνικές λεπτομέρειες. Έχω όμως πλήρη γνώση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των επιλογών μου, και του πού μπορεί να οδηγήσουν ανάλογα με τις συνθήκες. Στην πραγματικότητα αναφέρομαι αποκλειστικά σε μία επιλογή, την οποία μοιράζομαι με χιλιάδες ακόμα άτομα εντός της ελληνικής επικράτειας, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη. Την επιλογή να πάρω θέση στο «στρατόπεδο» των καταπιεσμένων: των εργατών που βιώνουν τους καθημερινούς εκβιασμούς της μισθωτής εργασίας, των μεταναστών που κουβαλάνε στο πετσί τους τους εξευτελισμούς και τις επιθέσεις του ρατσισμού, των «Άλλων» που δεν χωράνε στα στενά όρια της κανονικότητας, και τόσων ακόμα καταπιεσμένων υποκειμένων.

Είμαι αναρχικός και τα τελευταία 10 χρόνια συμμετέχω ενεργά στις διαδικασίες του ανταγωνιστικού κινήματος. Εργατικές κινητοποιήσεις, απεργιακοί αποκλεισμοί, περιβαλλοντικοί αγώνες, καταλήψεις, μικροφωνικές, μοιράσματα, διαδηλώσεις, παρεμβάσεις, αλληλεγγύης με τους πολιτικούς κρατούμενους, δομές αλληλοβοήθειας/αλληλεγγύης, περιφρουρήσεις κ.ο.κ. Εδώ και έξι χρόνια, είμαι μέλος της εφημερίδας δρόμου Άπατρις, την οποία αναγνωρίζουμε ως ένα κινηματικό εργαλείο μέσα από το οποίο αφενός διαχέουμε τα αντιεξουσιαστικά προτάγματα και τις πολιτικές μας αναλύσεις, προωθώντας παράλληλα τους κατά τόπους αγώνες στο ευρύτερο δυνατό κομμάτι της κοινωνικής βάσης, ενώ αφετέρου φροντίζουμε να καταγράφουμε την τρέχουσα κινηματική ιστορία από τη δική μας σκοπιά, χωρίς να περιμένουμε τις γραφές της επίσημης ιστοριογραφίας των «νικητών».

Οι υπάλληλοι της κρατικής ασφάλειας είχαν την «τιμή» να με γνωρίσουν τα τελευταία χρόνια, καθώς έχω βρεθεί στους διαδρόμους και τα γραφεία του τμήματος «προστασίας κράτους και δημοκρατικού πολιτεύματος», είτε ως προσαχθέντας, είτε ως συλληφθέντας, μετά από μοιράσματα, παρεμβάσεις, και άλλες δημόσιες πολιτικές δραστηριότητες. Είναι αυτή η «τιμή» που τους δίνει την «πολυτέλεια» να με αναγνωρίζουν ως κάποιον που στέκεται από την άλλη πλευρά του κοινωνικού και ταξικού «οδοφράγματος»· που τους παρέχει την «άνεση» να με καλούν να δώσω εξηγήσεις, σε μία απόπειρα εκφοβισμού συνολικά προς τον κόσμο του αγώνα.

Η αλληλεγγύη στους εξεγερμένους της Αμερικής

Κρίνω ότι προκύπτει από τη μέχρι τώρα τοποθέτησή μου, ως αναμφισβήτητο συμπέρασμα μάλιστα, το ότι δεν θα μπορούσα να λείπω από μία διαδήλωση σε αλληλεγγύη με τις εξεγερμένες και τους εξεγερμένους των Η.Π.Α., όπως αυτή που διοργανώθηκε στις 03/06. Η συγκεκριμένη πορεία θύμισε στο κράτος και τους διωκτικούς μηχανισμούς πως, παρά το μούδιασμα λόγω του πρώτου lockdown κατά τους μήνες που προηγήθηκαν, ο κόσμος του αγώνα έχει ακόμα οξυμένα αντανακλαστικά και πολιτικά αισθητήρια: Αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητα μιας εξέγερσης στην «καρδιά του καπιταλιστικού κτήνους», ειδικά σε μια περίοδο που η πανδημία covid-19 χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για μια απότομη και ριζική καπιταλιστική αναδιάρθρωση, σε παγκόσμιο επίπεδο μάλιστα. Αντιλαμβάνεται πως η συστηματική υποτίμηση των μαύρων, και η «λευκή κυριαρχία» στην άλλη άκρη του πλανήτη, αποτελούν συμπληρωματικές όψεις του ρατσιστικού νομίσματος, που κατέχει δομικό ρόλο στον αμερικανικό κοινωνικό σχηματισμό, και συναντάται παραλλαγμένο και στα ελληνικά εδάφη.

Τα εξεγερτικά γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του George Floyd αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τους αγωνιζόμενους όλου του κόσμου: Από τη μία, το «παντοδύναμο» κράτος των Η.Π.Α. φάνηκε να έχει χάσει τον έλεγχο για κάποιες ημέρες, και από την άλλη η ποπ νεοφασιστική ηγεσία του, με μπροστάρη τον Trump, δέχτηκε ισχυρό πλήγμα στο «κύρος» που μεθοδικά συντηρούσε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Το ελάχιστο που μπορούσαμε να κάνουμε εκείνες τις μέρες, από το δικό μας μετερίζι, ήταν να βγούμε στον δρόμο, να πορευτούμε μπροστά από την αμερικάνικη πρεσβεία, να διαδηλώσουμε σε αλληλεγγύη στο αθηναϊκό κέντρο.

Ήμουν κομμάτι αυτής της διαδήλωσης, έχοντας στην αντίληψή μου τους συμβολισμούς που η αμερικάνικη εξέγερση συμπύκνωσε για τους απανταχού καταπιεσμένους, για τις απανταχού αγωνιζόμενες, για όποιο άτομο επιμένει να κρατάει ζωντανή την επαναστατική προοπτική. Ήμουν παρών με την πολιτική ταυτότητα, ως αναρχικός κοινωνικός αγωνιστής, όσο και με τη «δημοσιογραφική» μου ιδιότητα ως μέλος της εφημερίδας δρόμου Άπατρις.

Σε αυτές τις τελευταίες παραγράφους εξαντλούνται και οι όποιες «εξηγήσεις» έχω να δώσω. Εξηγήσεις που, καθαρά βάσει του περιεχομένου τους, δεν ενδιαφέρουν εν τέλει και τόσο πολύ τους ντετέκτιβ και τους εισαγγελείς του αστυνομο-δικαστικού συμπλέγματος, αλλά τον κόσμο που συμμερίζεται τις ίδιες αγωνίες και ανησυχίες, που επιλέγει και επιμένει να αντιστέκεται, που εν τέλει στέκεται στην άλλη πλευρά του κοινωνικού και ταξικού «οδοφράγματος», αυτήν την αντίστασης, της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας.

Κάποιες απαραίτητες επισημάνσεις σε σχέση με τη συγκυρία που διανύουμε

Οι αγώνες δεν είναι φετίχ, και το ίδιο ισχύει για την καταστολή τους. Δεν πρόκειται για κάποια προσωπική -συμμορίτικου τύπου- αντιπαράθεση μεταξύ πολιτικών αντιπάλων ή μεταξύ αγωνιστών και κατασταλτικών μηχανισμών. Οι κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες έρχονται να ενισχύσουν και να εμπλουτίσουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό από τη σκοπιά των από κάτω. Έρχονται να βάλουν φρένα στις ορέξεις κράτους, εργοδοτών, σεξιστών και σε κάθε λογής καλοθελητών, και να δημιουργήσουν πιο ευνοϊκούς συσχετισμούς για τα εκμεταλλευόμενα υποκείμενα, είτε μιλάμε για εργαζόμενους, για καταπιεσμένες θυληκότητες, για μετανάστριες κ.λπ.

Πολύ συνοπτικά, η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σηματοδότησε την «ήττα των αντιμνημονιακών αγώνων», με την απορρόφηση και την αφομοίωση της πλειοψηφίας των κινημάτων, την παράλληλη διάβρωση της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και -σε ελαφρώς μικρότερο βαθμό- του αναρχικού χώρου. Παράλληλα έθεσε εκ νέου τις βάσεις αφενός για την ανασύσταση του ελληνικού καπιταλισμού, συνδυάζοντας αρμονικά τη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού με το real estate, και αφετέρου για την οργανωτική αναβάθμιση του ελληνικού κράτος, με την εισαγωγή της ψηφιοποίησης και της ηλεκτρονικής επιτήρησης σε διάφορα επίπεδα (ΜΜΜ, ηλεκτρονικές συναλλαγές κ.α.). και την επέκταση της κρατικής διαμεσολάβησης (θεσμικός αυταρχισμός).

Αυτή ήταν και η σκυτάλη που παρέλαβε η ΝΔ με την εκλογή της το καλοκαίρι του 2019.Ήδη πριν τις εκλογές είχε κάνει σαφές προς ποια κατεύθυνση κοιτούσε οραματιζόμενη «ανάπτυξη» και «επενδύσεις», και κατ’ αντιστοιχία, εξίσου σαφές ήταν ποια στάση θα κρατούσε απέναντι στον αγωνιζόμενο κόσμο. Τα νομοσχέδια των τελευταίων μηνών, και η διαχείριση της πανδημίας είναι ενδεικτικά.

Από τη μία πλευρά, έχουν ψηφιστεί και κατατεθεί νομοσχέδια που:

-«απελευθερώνουν» κάθε προστατευόμενη περιβαλλοντική ζωνή, αφήνοντάς τη βορά στα χέρια επίδοξων επενδυτών, για κάθε είδους ιδιωτική εκμετάλλευση, περιφραγμένη και αποκομμένη από κάθε ελεύθερη πρόσβαση.

-θεσμοθετούν για πρώτη φορά την απλήρωτη εργασία, η οποία ανταλλάσσεται με ρεπό, εισάγουν ως κατώτατο μισθό τα 200€ (για μακροχρόνια άνεργους), περιορίζουν και ποινικοποιούν την απεργία, υποβιβάζοντάς την από μέσο πίεσης των εργαζομένων απέναντι στην εργοδοσία, σε νομικά προβλεπόμενη και ελεγχόμενη μορφή διαμαρτυρίας, που πλέον απαγορεύεται να τερματίζει την παραγωγή.

-καταργούν το πανεπιστημιακό άσυλο, ως πρώτο βήμα για την απονεύρωση των πανεπιστημιακών κυττάρων, ως χώρων συνάντησης, πολιτικής ζύμωσης και κοινωνικοποίησης, ως κοινωνικών χώρων που δεν υπόκεινται σε καμία μορφή επιτήρησης ή εποπτικής διαμεσολάβησης. Σε δεύτερο χρόνο, ενισχύουν τα ταξικά κριτήρια για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και μεταλλάσσουν το πανεπιστήμιο, βασιζόμενα σε μία λογική μείωσης του κόστους για το δημόσιο, και μετατροπής του σε ιδιωτικό κέρδος, με βασική αιχμή την εισαγωγή της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Είναι η ίδια λογική που βλέπουμε να εξασκείται και στο πεδίο της δημόσιας περίθαλψης, που πεισματικά δεν ενισχύεται εδώ και έναν χρόνο πανδημίας, αλλά αντιθέτως συνεχίζει να υποτιμάται, κλείνοντας το μάτι στην ιδιωτική υγεία και τους κλινικάρχες.

Αυτό είναι το πρόσωπο της ανάπτυξης. Μείωση του δημοσίου κόστους, που συνεπάγεται επιδείνωση των όρων ζωής των από κάτω, και ενίσχυση των ιδιωτικών πρωτοβουλιών, που συνεπάγονται φουσκωμένες τσέπες για τους από πάνω. Μειωμένοι μισθοί, σε μορφή επιδομάτων, περισσότερη και εντατικότερη εργασία, περιφραγμένοι, άρα λιγότεροι προσβάσιμοι δημόσιοι χώροι ή χώροι πρασίνου, μειωμένη πρόσβαση στην περίθαλψη κ.ο.κ.

Παραδείγματα υπάρχουν ακόμα πολλά – επέλεξα λίγα από τα πιο ενδεικτικά. Είναι σαφές πως η ανάπτυξη αυτή, για να ριζώσει και να προχωρήσει, «πρέπει» να συμβαδίζει με την αναβάθμιση της καταστολής και του ελέγχου. «Πρέπει» να προνοήσει, ώστε οι όποιες αντιστάσεις να δυσκολευτούν να εκφραστούν, και αν το καταφέρουν να δεχτούν τα χτυπήματα από τα γκλοπ της αστυνομίας, πάντα με τη βούλα του νόμου. Σε αυτό το σημείο έρχεται να «κουμπώσει», λοιπόν, η ποινικοποίηση των αντιστάσεων και η στοχοποίηση των αγωνιζόμενων.

Οι εκκενώσεις των κατειλημμένων κτιρίων αποτέλεσαν ένα από τα πρώτα κατασταλτικά στιγμιότυπα της ακροδεξιάς κυβέρνησης ΝΔ. Έχει εγγραφεί στην κρατική μνήμη η συνεισφορά και η δυναμική τους στις μαζικές κινητοποιήσεις, ειδικά από την εξέγερση του 2008 ως το τέλος του κύκλου των «αντιμνημονιακών ταραχών», και γι’ αυτό έχει μπει σε υψηλή προτεραιότητα η εκκένωση και το σφράγισμα κτιρίων που αποτέλεσαν ορόσημα για τις διεργασίες του ανταγωνιστικού κινήματος. Κίνηση που συνάμα αποτελεί πλήγμα στο κοινωνικό-πολιτικό παράδειγμα της ελεύθερης στέγασης χωρίς τη διαμεσολάβηση οικονομικών ή θεσμικών όρων, σε μία εποχή που η προστασία της α’ κατοικίας έχει «απελευθερωθεί», με τις κατώτερες τάξεις να καλούνται να χάσουν τα απομεινάρια της ιδιόκτητης κατοικίας τους, για να προσδεθούν ακόμα πιο σφιχτά στον καταναγκασμό της μισθωτής εργασίας.

Η απαγόρευση των διαδηλώσεων αποτελεί ένα ακόμα πολύ ισχυρό εργαλείο. Ένα νομοθέτημα που φιλοδοξεί να θέσει τους κρατικούς λειτουργούς ως τους αποκλειστικούς φορείς που ορίζουν τους όρους διαμαρτυρίας, αντίστασης και αγώνα, των ίδιων ανθρώπων που έχουν υπό την καταπίεση και τον έλεγχό τους. Οι κυρίαρχοι, άδραξαν την ευκαιρία, εν μέσω υγειονομικού φόβου λόγω της πανδημίας covid-19, και κοινωνικής αμηχανίας λόγω των επιβεβλημένων lockdown, για να προωθήσουν ένα νομοσχέδιο που εξουσιοδοτεί τους ίδιους να αποφασίζουν για το «νόμιμο» των αντιδράσεων των από τα κάτω εναντίον των εκμεταλλευτών τους. Έχουμε πάρει μία γεύση από τη μελλοντική εφαρμογή του νομοσχεδίου. Οι απαγορεύσεις συναθροίσεων (με αιχμή ημερομηνίες ορόσημα για το ευρύτερο κίνημα, βλέπε 17 Νοέμβρη και 6 Δεκέμβρη), και η επιβολή προστίμων για άσκοπη μετακίνηση, πάντα «στο πλαίσιο των μέτρων πρόληψης για την εξάπλωση του κορωνοϊού» αποτέλεσαν τις πρόβες, αφήνοντας πολύτιμη παρακαταθήκη στο κράτος για τη μετάβαση από τις «υγειονομικές απαγορεύσεις» των διαδηλώσεων στις «δημοσιονομικές απαγορεύσεις». Ας μην γελιόμαστε, αυτού του τύπου η μεθοδολογία, οι απαγορεύσεις, οι καταλήψεις πλατειών από τα ΜΑΤ, ακόμα και εντός των γειτονιών μας, και -βεβαίως- τα πρόστιμα ήρθαν για να μείνουν.

Θα εστιάσω σε ένα τελευταίο σημείο. Η προβλεπόμενη ύφεση του ελληνικού καπιταλισμού αποτέλεσε γνώση για την ντόπια εξουσία ήδη πριν από την πτώση του κυβερνητικού σχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, στελέχη της τρέχουσας κυβέρνησης, λίγες ημέρες μετά την επιβολή του πρώτου lockdown, παραδεχόντουσαν πως είχαν προβλέψει περαιτέρω βάθεμα αυτής της ύφεσης. Ύφεση που καταγράφεται και από τα επίσημα στοιχεία ενός «ουδέτερου φορέα» (με δεξιές πλάτες παρ’ όλα αυτά), της επιτροπής Πισσαρίδη, και εντοπίζεται στο τέλος του 2018. Η εμπειρία των κοινωνικών αντιστάσεων ενάντια στις πολιτικές λιτότητας είναι φρέσκια, και οι μνήμες νωπές, τόσο για τους εξουσιαστές και τους στρατούς τους, όσο και για τα κομμάτια εκείνα της κοινωνίας που συγκρούστηκαν μαζί τους την τελευταία δεκαετία. Το βάθεμα της κρίσης, που διαπερνάει κάθετα ολόκληρη την καθημερινότητα των από τα κάτω, εγκυμονεί τις ίδιες προοπτικές για τους καταπιεσμένους, και τους ίδιους κινδύνους για τους καταπιεστές. Οι τελευταίοι γνωρίζουν πολύ καλά πως όσα μέτρα και να πάρουν, όσα «σπίτια» και να κλείσουν, στο τέλος θα είναι το έμψυχο δυναμικό τους αυτό που θα αναμετρηθεί με την κοινωνική και ταξική οργή, για να υπερασπίσει την κερδοφορία και την εξουσία τους. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται λοιπόν μία δέσμη κινήσεων με αποκλειστικό σκοπό την οργανωτική και υλική αναβάθμιση της αστυνομίας, και την ποσοτική και ποιοτική ενίσχυσή της. Ενδεικτικά, μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, έχουν βγει στον δρόμο νέα αστυνομικά σώματα (ΔΕΛΤΑ, ΟΔΟΣ) και αναμένονται περισσότερα, έχουν προσληφθεί μερικές εκατοντάδες επιπλέον ειδικών φρουρών, έχουν επενδυθεί εκατομμύρια ευρώ σε αναβαθμισμένες στολές, υλικοτεχνικό εξοπλισμό, νέα οχήματα, κάμερες κ.ο.κ. Άπιαστα ποσά, που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στο κοινωνικό αίτημα για ενίσχυση της υγείας ή της παιδείας για παράδειγμα, που όμως επιλέγονται να επενδυθούν (με πλήρη νηφαλιότητα) στην ενίσχυση του αστυνομικού κράτους. Ακόμα μία ισχυρή ένδειξη πως ο ταξικός πόλεμος όχι απλώς δεν έχει εξασθενίσει, όπως ευαγγελίζονται κάποιοι ανιστόρητοι εραστές του «τέλους της Ιστορίας», αλλά μαίνεται και (θα) είναι δριμύς. Το ελληνικό κράτος το αναγνωρίζει, φροντίζει να επιδεικνύει με περίσσια υπεροψία την υπεροχή των αντιπροσώπων του (μοτοκρός στην Πάρνηθα, τραπέζια στην Ικαρία, συγκάλυψη «ημέτερων» κακοποιητών), και λαμβάνει τα μέτρα του.

Η Αμερικάνικη Πρεσβεία και η ελληνο-αμερικάνικη συνεργασία

Ενδεχομένως, η ειδική βαρύτητα που φέρει η αμερικάνικη πρεσβεία, όπως και οι υψηλές απαιτήσεις από την ελληνο-αμερικάνικη συνεργασία, να αποτέλεσαν ένα επιπλέον κίνητρο για αναζήτηση υπόπτων μέσα στη διαδήλωση της 03/06.

Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να υπονοήσω την απόλυτη και πλήρη εξάρτηση του ελληνικού κράτους από αυτό των ΗΠΑ, καθώς κάτι τέτοιο θα υποτιμούσε τις όποιες πρωτοβουλίες έχει πάρει το πρώτο ανά τα χρόνια: Πρωτοβουλίες που κινούνται στην κατεύθυνση τόσο της υποτίμησης των προλεταρίων που βρίσκονται εντός των συνόρων του, ντόπιων και μεταναστών, όσο και της βαθύτερης εν-τύπωσης του ρατσισμού και της πατριαρχίας στην ελληνική κοινωνία· πρωτοβουλίες που «βλέπουν» και έξω από την ελληνική επικράτεια, στο οικόπεδο των Βαλκανίων και της νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπου επιχειρηματικοί κολοσσοί ελληνικών συμφερόντων «λύνουν και δένουν» με τις πλάτες του επίσημου ελληνικού κράτους, είτε με δεξιά, είτε με «αριστερή» διαχείριση.

Είναι γεγονός όμως, πως τα πεδία εκμετάλλευσης και κερδοφορίας, που μάλιστα έχουν διευρυνθεί τα τελευταία χρόνια με τις ευγενικές κινήσεις της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχουν ανοίξει και διαφορετικά μέτωπα στα εδάφη γύρω από το ελληνικό κράτος. Η αντιπαράθεση με την «προ-αιώνια εχθρό», την Τουρκία, που κυμαίνεται και κλιμακώνεται σε διαφορετικές σκηνές και στιγμιότυπα αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Η έντασή της υποδεικνύει και τη σημασία που έχει για τις τσέπες των ελληνικών αφεντικών, και για όποιον άλλο φιλοδοξεί να πάρει κομμάτι από τα ενεργειακά φιλέτα της Μεσογείου. Όπως είναι εμφανές, το ελληνικό κράτος, ειδικά μετά την εκλογή Μπάιντεν, αναμένει τη στήριξη των ΗΠΑ σε αυτό το σύνθετο γεωπολιτικό παζλ.

Αυτό βέβαια είναι μόνο ένα σημείο σύγκλισης. Το ελληνικό κράτος ανέκαθεν βρισκόταν σε πολιτική ευθυγράμμιση, άλλοτε πλήρη και άλλοτε μερική με το κράτος των ΗΠΑ. Έτσι, ο διακαής πόθος της «δεξιάς πολυκατοικίας» για κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και τοποθέτηση αστυνομικού σώματος μέσα στο πανεπιστήμιο «συνάντησε» με ακρίβεια τις οδηγίες/παραγγελίες από την πρεσβεία των ΗΠΑ, που «προτείνουν» ένα πανεπιστημιακό μοντέλο στα πρότυπα των αμερικάνικων κολλεγίων: εξαφάνιση του φοιτητικού συνδικαλισμού, εξουδετέρωση της πολιτικοποίησης και της πολιτικής ζύμωσης εντός του πανεπιστημίου, αποστείρωση των ιδρυμάτων, αναβάθμιση των πειθαρχικών ποινών, αστυνόμευση, άμεση σύνδεση της τριτοβάθμιας με την ιδιωτική επιχειρηματικότητα.

Σε αυτή τη φάση, εκτός από το επίπεδο κρατικής πολιτικής, παρατηρούμε και συγκλίσεις προσωπικών «συμφερόντων», που αποτυπώνονται στη μεταχείριση του πολιτικού κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα. Η εκδικητικότητα στο πρόσωπό του στοχεύει τόσο τον «μύθο» που έχει δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του (για την ελληνική και την αμερικανική ιστορία) ως μέλος της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη», όσο και την ανυποχώρητη τοποθέτηση και την αγωνιστική στάση του τα 18 χρόνια του εγκλεισμού του. Από τον μιντιακό ντόρο για τις τακτικές άδειες του Κουφοντίνα ως το κόψιμό τους, μέχρι και τη φωτογραφική διάταξη για τη στέρηση έκτισης ποινής σε αγροτικές φυλακές, και την αιφνιδιαστική απαγωγή-μεταγωγή στις φυλακές Δομοκού, οι θέσεις των στελεχών της ΝΔ ταυτίζονται με αυτές των αμερικανών αντιπροσώπων στην Ελλάδα. Όπως επίσης ταυτίζεται η διάθεση και η επιθυμία τους να φτάσουν τον απεργό πείνας ως το τέλος, αξιοποιώντας στο έπακρο τις απαγορεύσεις και τα μέτρα για τον «περιορισμό της μετάδοσης του κορωνοϊού», χτυπώντας κάθε κίνηση αλληλεγγύης που λαμβάνει χώρα στην Αθήνα.

Στο πλαίσιο προστασίας και φροντίδας της ελληνο-αμερικανικής συνεργασίας, ενδεχομένως να αποτελεί επιτακτική ανάγκη για το ελληνικό κράτος να δείξει έργο στους συνεργάτες του: Να ανοίξει δικογραφία, να παρουσιάσει μία δεξαμενή υπόπτων, να διενεργήσει «προκαταρκτική εξέταση», να προχωρήσει την ποινική διαδικασία με όσα άτομα αποφασίσει να κατηγορήσει.

Μια προσωπική απάντηση στην επιχειρούμενη ποινικοποίηση της αντίστασης και των αγώνων

Μετά από αυτή την υπόνοια για δίωξή μου, αντιλαμβάνομαι πλήρως πως δεν παίζει κανέναν ρόλο το γεγονός πως δεν έχω προβεί σε καμία από τις ενέργειες για τις οποίες φέρομαι ως ύποπτος. Μπορώ μάλιστα να πω με μεγάλη βεβαιότητα πως οι ιθύνοντες στην κρατική ασφάλεια έχουν γνώση αυτού του γεγονότος. Σημασία, βέβαια, γι’ αυτούς έχει η ίδια κίνησή τους (η χειρονομία!), και λιγότερο η πραγματικότητα καθ’ εαυτή.

Έτσι, η κλήση ενός υπόπτου, στο πλαίσιο που ήδη έχω αναλύσει, μόνο ως απόπειρα εκφοβισμού και τρομοκράτησης μπορεί να ειδωθεί. Τρομοκράτησης προσωπικής, αλλά κυρίως πολιτικής, που στόχο έχει να απομονώσει τα αγωνιζόμενα υποκείμενα και να ποινικοποιήσει τις επιλογές αγώνα.

Η ένταση της καταστολής στον δρόμο, το ξύλο, τα χημικά, οι αύρες και οι απαγορεύσεις πάνε πακέτο με τις νέες δικαστικές μεθοδεύσεις, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο σε ομηρία αγωνιστές και αγωνίστριες (που επιβαρύνονται με περιοριστικούς όρους και εγγυήσεις, εξαναγκάζονται σε λήψη αποτυπωμάτων και DNA, κ.ο.κ.). Χαρακτηριστική των κρατικών προθέσεων η δίωξη για εγκληματική οργάνωση, και οι εξόφθαλμοι περιοριστικοί όροι στην υπόθεση «σύντροφοι/συντρόφισσες», η προσπάθεια ποινικοποίησης της δράσης πολιτικών συλλογικοτήτων, με την απόδοση της ίδιας κατηγορίας στα 2 μέλη της «Μασόβκα», και οι λογικές ακροβασίες και τα «ανώνυμα τηλεφωνήματα», όπως στην περίπτωση των 8 της ΑΣΟΕΕ.

Από την πλευρά μου δεν σκοπεύω να δώσω παραπάνω έδαφος σε αυτή την απόπειρα εκφοβισμού. Δεν σκοπεύω να περιορίσω τη συμμετοχή μου στους κοινωνικούς αγώνες και τις διαδικασίες του κινήματος. Αντιθέτως, ομολογώ πως με γεμίζει να επενδύω χρόνο, σκέψη και ενέργεια στην πιο δημιουργική ενασχόληση, αυτήν της διάβρωσης των κοινωνικών σχέσεων του Κράτους και του Κεφαλαίου, και της προσπάθειας οικοδόμησης εκείνων των συνθηκών που θα ακολουθήσουν την ανατροπή τους. Ή όπως έχει γράψει και ένας σύντροφος: «Η τιμή να ανήκεις στην παγκόσμια οικογένεια των γνωστών και άγνωστων που πολεμούν το κρατικό και ταξικό σύστημα κρατώντας αλώβητες τις αξίες τους, είναι απερίγραπτη. Και από μόνο του αυτό, αποτελεί λόγο ύπαρξης».

Αυτά έχω να καταθέσω, και επιλέγω να το κάνω δημόσια, απευθυνόμενος πρωτίστως στις συντρόφισσες και τους συντρόφους μου, και στον αγωνιζόμενο κόσμο· στον κόσμο που -όπως ήδη ανέφερα- μοιραζόμαστε την ίδια αγωνία. Στους υπαλλήλους των κατασταλτικών μηχανισμών να ξεκαθαρίσω πως δεν υπάρχει κάτι παραπάνω να «εξηγήσω» στις μελλοντικές μας συναντήσεις. Ακόμα και στο ανυπόστατο και «τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά» ενδεχόμενο ενός δικαστηρίου, να είναι σίγουροι πως αυτά θα είναι τα λόγια που θα ακούσουν από τα χείλη μου.

ΟΥΤΕ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ

Η ΖΩΗ ΑΝΑΠΝΕΕΙ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

Στέλιος Κ.
μέλος της εφημερίδας δρόμου Άπατρις
Χανιά, 22/02/2021

ΥΓ: Οποιοδήποτε άτομο έχει λάβει παρόμοιες κλήσεις για εκείνη την ημέρα, και επιθυμεί να έρθουμε σε μία συνεννόηση, ας επικοινωνήσει στο e-mail της εφημερίδας δρόμου Άπατρις: [email protected]

Αρχική δημοσίευση στις 22/02/2021 στην apatris.info