Απολογιστικό κείμενο της Συνέλευσης Αλληλεγγύης στον Δημήτρη Κουφοντίνα

0
1905

Απολογιστικό κείμενο της Συνέλευσης Αλληλεγγύης στον Δημήτρη Κουφοντίνα

Πολιτικό περιβάλλον

Η απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα ξεκίνησε μέσα σε ένα πολιτικό περιβάλλον γενικευμένου κρατικού αυταρχισμού, που αποτυπώνεται επίσης σε μία σειρά αντιδραστικών/συντηρητικών/ακροδεξιών στοχεύσεων από την κυβέρνηση της Ν.Δ. Στοχεύσεις, που έχουν να κάνουν γενικά με την εξόντωση των αγωνιστών/ριών και την καταστολή του ριζοσπαστικού κινήματος αλλά και, ειδικότερα, με τον ίδιο τον Δημήτρη Κουφοντίνα, απέναντι στο πρόσωπο του οποίουη κυβέρνηση εξέφρασε την αντικινηματική της ρητορική. Η συνθήκη της πανδημίας αποτελεί την καταλληλότερη συγκυρία για την επιβολή νέων συσχετισμών σε όλο το εύρος των από πολλά χρόνια κοινωνικών κεκτημένων, και μάλιστα σε πολλά επίπεδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι φυλακές, οι συνθήκες εγκλεισμού σε αυτές και κυρίως το καθεστώς εξαίρεσης εις βάρος πολιτικών κρατουμένων, όπως ο επαναστάτης Δημήτρης Κουφοντίνας.

Ο Δ.Κ. βρίσκεται έγκλειστος, επί 19 χρόνια, με τα περισσότερα από αυτά σε καθεστώς απομόνωσης σε ειδική πτέρυγα η οποία κατασκευάστηκε για τον ίδιο και τους συγκατηγορουμένους του στην υπόθεση της 17Ν. Στη διάρκεια του πολύχρονου και σκληρού εγκλεισμού του έχει υποστεί την περιστολή βασικών δικαιωμάτων του ως κρατούμενος, όπως το δικαίωμα στην άδεια. Ακόμα και όταν πήρε άδεια, αν και πολύ αργότερα από τη στιγμή που είχε νομικά θεμελιώσει αυτό το δικαίωμα, υπήρξε μια ολόκληρη πολεμική, που είχε ως αποτέλεσμα να μην του επαναχορηγηθεί.Ωστόσο, η πολεμική εναντίον του δεν εξαντλείται εκεί. Τους προηγούμενους μήνες η κυβέρνηση ψήφισε νομοσχέδιο, το οποίο διαφήμιζε ως «φωτογραφικό» για την περίπτωση Κουφοντίνα, με βάση το οποίο κρατούμενοι που έχουν καταδικαστεί για τρομοκρατία δεν θα κρατούνται σε αγροτικές φυλακές, δε θα μετάγονται καν ή θα επιστρέφουν στο προηγούμενο κατάστημα κράτησης τους. Στον σύντροφο Κουφοντίνα όμως δεν εφαρμόστηκε καν αυτό, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί υπό καθεστώς εξαίρεσης σε άλλο κατάστημα κράτησης από εκείνο που προέβλεπε ο νόμος ο οποίος είχε ψηφιστεί ακριβώς για τον ίδιο. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε στην απόφαση να προβεί σε απεργία πείνας ώστε, ζητώντας τη μεταγωγή του ακριβώς όπως την προέβλεπε ο εν λόγω νόμος, να καταγγείλει τη διαρκή εις βάρος του διαφορετική και εκδικητική μεταχείριση.

Όπως προαναφέρθηκε, η απεργία πείνας του συντρόφου ξεκίνησε σε ένα δύσκολο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Οι συσχετισμοί που θέλει να επιβάλει η νέα κυβέρνηση αφορούν ουσιαστικά στο σύνολο των προοδευτικών κεκτημένων, που έχουν κατοχυρωθεί στο μεταπολιτευτικό κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Η επίθεση σε οτιδήποτε παρουσιαζόταν ως αυτονόητο δημιουργεί μια άγνωστη γη για τα ριζοσπαστικά κινήματα (κατάργηση ασύλου, περιορισμός διαδηλώσεων, επικείμενη κατάργηση οχτάωρου κτλ). Μέσα σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση οι κινηματικές πρωτοβουλίες και οι αγωνιστικές συσπειρώσεις δυσκολεύονται να λάβουν χώρα, έκταση και δυναμική.

Η ολομέτωπη αυτή επίθεση κρίνεται ως ένα σημείο τομής, μια ιστορική αλλαγή σελίδας που θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση, μεταμορφώνοντας άρδην το πολιτικό σκηνικό. Αντιλαμβανόμαστε μία στόχευση εκ μέρους της ΝΔ σε όλα όσα κατά τη γνώμη της συγκροτούν αυτό που η ίδια αποκαλεί «ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς», και τη συνακόλουθη πρόθεσή της να ανακηρύξει έτσι το τέλος της μεταπολίτευσης.

Ο όρος «μεταπολίτευση» σχηματικά αναφέρεται στη μεταδικτατορική περίοδο του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Πρόκειται για μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από τη μετάβαση σε καθεστώς αστικής δημοκρατίας, την επίσημη νομιμοποίηση της αριστεράς και την ένταξη της στο κομματικό σύστημα, αλλά και από σημαντικές και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα του κοινωνικού κράτους και της προοδευτικής ατζέντας.

Το γεγονός, φυσικά, ότι η συντηρητική ρητορική προσδιορίζει χρονικά το τέλος της μεταπολίτευσης (με την ως άνω περιγραφόμενη έννοια) στη λήξη θητείας της σοσιαλδημοκρατίας του Σύριζα, δεν σβήνει από τη μνήμη μας το ότι η βίαιη επαναδιατύπωση του κοινωνικού συμβολαίου, που είχε διαμορφωθεί μεταπολιτευτικά, ουσιαστικά έχει αρχίσει εδώ και μια δεκαετία με την εφαρμογή των διαδοχικών μνημονίων, που προέκυψαν από την υπαγωγή της χώρας στους δανειοληπτικούς μηχανισμούς του ΔΝΤ και της ΕΕ.

Οι μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα στη μνημονιακή δεκαετία ευθυγραμμίστηκαν με την προϋπάρχουσα νεοφιλελεύθερη ατζέντα, που ούτως ή άλλως εποφθαλμιούσε τα κοινωνικά κεκτημένα προηγούμενων δεκαετιών. Απλώς η σημερινή συγκυρία διακρίνεται και από έναν πρωτοφανή σε ένταση και ποιότητα ρεβανσισμό του συντηρητικού πόλου της εξουσίας, εναντίον οποιασδήποτε προοδευτικής κατάκτησης των προηγούμενων ετών. Αυτός ο ρεβανσισμός, σε συνδυασμό μάλιστα με τη συνέχιση της στρατηγικής της αντι-εξέγερσης, έχει ως στόχο του και το πνεύμα αντίστασης που διακρίνει τα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Ένα πνεύμα αντίστασης, που δεν συμβιβάστηκε με τη μετάβαση στην αστική δημοκρατία, που δεν θέλησε να αποδεχθεί την ειρηνική συνύπαρξη με τους υποστηρικτές της δικτατορίας (εγχώριους και ξένους), με τους βασανιστές, τους δολοφόνους, τους εντολοδόχους και τους υποκινητές της. Ένα πνεύμα αγώνα, με άλλα λόγια, που δεν θέλησε να ξεχάσει δεκαετίες ολόκληρες απόλυτης «τρομοκρατίας της εθνικοφροσύνης» αλλά ούτε και να συμβιβαστεί με τα περιορισμένα δημοκρατικά προνόμια που παραχωρήθηκαν στα ριζοσπαστικά κομμάτια των κινημάτων εκείνης της εποχής προκειμένου να αποδεχτούν τον ρόλο τους στη νέα κατάσταση. Ήταν ένα πνεύμα αντίστασης μαζικό, ριζοσπαστικό, μαχητικό, κάποτε και ένοπλο. Ένα πνεύμα που προσωποποιείται συμβολικά στην περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα, καθώς ο ίδιος αντιπροσωπεύει τόσο μια 27χρονη ιστορία ένοπλης αντίστασης κατά την περίοδο εκείνη, όσο και μία περίπου εικοσαετία αξιοπρεπούς και αμετανόητης στάσης υπό ειδικές συνθήκες εγκλεισμού, ως συνέπεια της παραπάνω πολιτικής του δράσης. Πέρα, λοιπόν, από την όποια οικογενειακή βεντέτα υπάρχει ενδεχομένως απέναντι στον συγκεκριμένο πολιτικό κρατούμενο, εμείς διακρίνουμε ξεκάθαρα πως για την κυβέρνηση το «κλείσιμο λογαριασμών» με τον Δημήτρη Κουφοντίνα και με όλα όσα αυτός είναι και συμβολίζει, ισοδυναμεί και με το κλείσιμο ενός ακόμη ενοχλητικού κεφαλαίου της Μεταπολίτευσης και του εξεγερσιακού πνεύματος και κλίματος που γεννήθηκε σε αυτήν.

Η εργαλειοποίηση της υγειονομικής κρίσης από την άλλη πλευρά, το εκτεταμένο πολύμηνο αυστηρό lock down ως όχημα –μεταξύ άλλων- και για την καταστολή κινητοποιήσεων/διαδηλώσεων και η σχετική τρομοκρατία που ασκήθηκε (κι εξακολουθεί να ασκείται) μέσω των συνεχών ελέγχων σε πλατείες, δρόμους, γειτονιές και οπουδήποτε αλλού, καθιστούσαν, σε συνδυασμό με όλα τα προηγούμενα, τη δημιουργία ενός δυναμικού κινήματος αλληλεγγύης εξαιρετικά δύσκολη. Έτσι, τα προγνωστικά έδειχναν ότι οι κινήσεις θα είναι περιορισμένες, αναιμικές και μάλλον κατώτερες των περιστάσεων. Πόσο μάλλον, μέσα σε μια κοινωνική πραγματικότηταδιαρκώς αυξανόμενης καταστολής με στόχο τους ριζοσπαστικούς κύκλους -με μια σειρά κρατικών σκευωριών όπου η μία ήταν πιο «τραβηγμένη» από την άλλη: καταδίκη του συντρόφου Βαγγέλη Σταθόπουλου, υπόθεση Σύντροφοι/ες, προφυλάκιση του συντρόφου Πολύκαρπου Γεωργιάδη, υπόθεση ΑΣΟΕΕ, υπόθεση δύο συντρόφων αντιφασιστών που κατηγορούνται για εμπρησμούς στα γραφεία της χρυσής αυγής και διώκονται με τον 187α. Η πραγματικότητα, ωστόσο, μας διέψευσε.

Κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της απεργίας πείνας, τα περισσότερα κομμάτια της αριστεράς, εκτός κάποιων λιγοστών εξαιρέσεων, έδειξαν χαρακτηριστική απροθυμία και να τοποθετηθούν δημόσια πάνω στην απεργία, και να βγουν στο δρόμο ώστε να δείξουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους σε έναν πολιτικό κρατούμενο απεργό πείνας, που προέρχεται από τον χώρο της επαναστατικής αριστεράς.

Νιώθουμε την ανάγκη να σταθούμε, πέρα από τη διαπίστωση και επισήμανση αυτής της απροθυμίας, και στην ηθική και πολιτική παρακμή που χαρακτήριζε τα διαφορετικά καλέσματα των αριστερών συλλογικοτήτων, όταν επιτέλους αποφάσισαν με ποια γραμμή θα πορευτούν στην υπόθεση. Συγκεντρώσεις σε διαφορετική ημέρα και διαφορετικό μέρος από εκείνο στο οποίο καλούσε η Συνέλευση σε μία περίπτωση,ίδια μέρα (!) αλλά διαφορετικό μέρος και ώρα σε κάποια άλλη – με τη χρονική απόκλιση μάλιστα να είναι μόλις μισή ώρα.

Κατά τη γνώμη μας, αυτή η επιδεικτική αποστασιοποίηση απ’ τις πανελλαδικές συγκεντρώσεις που τόσο βάναυσα χτυπιούνταν από τις αστυνομικές δυνάμεις, διακρίνεται από πολιτικό αμοραλισμό και οπορτουνισμό, και έρχεται έτσι να προστεθεί στις αντικειμενικές δυσκολίες τις οποίες είχαν να αντιμετωπίσουν ο απεργός πείνας και το κίνημα αλληλεγγύης σε αυτόν. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει πολιτική ερμηνεία ετούτης της απροθυμίας, και αυτή έγκειται στο ότι η ατζέντα του ένοπλου αγώνα και των πολιτικών κρατούμενων δεν προσφέρεται για αξιοποίηση από αυτά τα κομμάτια της αριστεράς, παρά μόνο στον βαθμό που μπορούν να ασχοληθούν επιδερμικά, ακίνδυνα και με μία σφετεριστική διάθεση που όμως καμία σχέση δεν είχε, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει, με ένα γνήσια ριζοσπαστικό ανατρεπτικό κίνημα.

Επιλόγηση των δράσεων και των συνθηκών μέσα στις οποίες αυτές έλαβαν χώρα.

Με κοινό τόπο την αλληλεγγύη και τη στήριξη στον αγωνιστή Δημήτρη Κουφοντίνα, βρεθήκαμε άτομα και συλλογικότητες από ένα ευρύ φάσμα ιδεολογικών και κοινωνικών αφετηριών. Παρά την πρωτόγνωρη και ακραία συνθήκη απαγορεύσεων μέσα στην οποία αναγκαστήκαμε να υπάρξουμε όλη την περίοδο από την αρχή της απεργίας πείνας, καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε μεγάλες και παραγωγικές συνελεύσεις – αλλά και και να κινητοποιήσουμε μια αρκετά μεγάλη μερίδα του κόσμου γύρω από ένα θέμα ιδιαίτερα προωθημένο για τα μέχρι τώρα κοινωνικά δεδομένα.

Παρά το αρχικό μούδιασμα του κόσμου όταν οι πρώτες κινήσεις αλληλεγγύης άρχισαν να μπαίνουν μπροστά και είτε να ακυρώνονται λόγω συνθηκών είτε να δέχονται επίθεση χωρίς καν να προλάβουν να πραγματοποιηθούν (συγκέντρωση στο Σύνταγμα, επίθεση αστυνομίας και συλλήψεις/προσαγωγές εντός του ΜΕΤΡΟ), η επιμονή του κόσμου οδήγησε σε κάποιες περιφερειακές κινήσεις που άνοιξαν τον δρόμο, έστω και εκτός κέντρου, και έθεσαν το ζήτημα της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα στο προσκήνιο. Τέτοιες παρεμβάσεις ήταν οι αποκλεισμοί της Λεωφόρου Κασομούλη στον Νέο Κόσμο και της Λεωφόρου Συγγρού στο ύψος Συγγρού-Φιξ αλλά και η παρέμβαση εντός του εμπορικού κέντρου «Mall» στο Μαρούσι, σε μια συγκυρία που εμπορικά κέντρα και καταστήματα ήταν ακόμα ανοικτά στο πλαίσιο των χριστουγεννιάτικων γιορτών την ίδια στιγμή που κάθε απόπειρα για πορεία αλληλεγγύης στον Κουφοντίνα στο κέντρο της Αθήνας καταστελλόταν εν τη γενέσει της.

Στη συνέχεια η Συνέλευση Αλληλεγγύης επιχείρησε να συγκροτήσει μια στρατηγική ευρύτερης πίεσης σε ενδιάμεσους θεσμικούς παράγοντες, ώστε, δεδομένης και της απόλυτης σχεδόν μιντιακής ομερτά όσον αφορά την απεργία πείνας του συντρόφου, να αποσπάσουμε δημόσιες τοποθετήσεις σχετικά με το ζήτημα αλλά και να κερδίσουμε έδαφος μέσα από τη δημοσιοποίηση των παρεμβάσεων μας. Τέτοιες ήταν οι παρεμβάσεις στα γραφεία του Δικηγορικού και του Ιατρικού Συλλόγου αντίστοιχα, στα κεντρικά της ΕΣΗΕΑ και στα γραφεία της Διεθνούς Αμνηστίας (οργανισμός που τοποθετήθηκε δημόσια στη συνέχεια υπέρ του απεργού).

Στην κλιμάκωση της απεργίας πείνας και δεδομένης της μεγάλης της διάρκειας αποφασίστηκαν και κινήσεις υψηλής πολιτικής στόχευσης. Τέτοιες ήταν η παρέμβαση/πορεία έξω από την Αμερικάνικη Πρεσβεία η οποία έχει παίξει καταλυτικό ρόλο με δηλώσεις και πιέσεις στελεχών της για την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του Δημήτρη Κουφοντίνα ως κρατουμένου γενικά, αλλά και ειδικότερα στην συγκεκριμένη περίπτωση, όσο εξελισσόταν δηλαδή η απεργία πείνας του συντρόφου. Ο ρόλος και ο βαθμός εμπλοκής της πρεσβείας στο ειδικό καθεστώς εξαίρεσης που έχει επιβληθεί στον σύντροφο, κρίθηκε από τη συνέλευση τέτοιος ώστε να καθιστά επιβαλλόμενη την παρουσία μας εκεί -με παρόμοια χαρακτηριστικά ως προς τον τρόπο παρέμβασης- παραπάνω από μια φορές, και έτσι πραγματοποιήσαμε και δεύτερη παρέμβαση. Παρόμοιας λογικής όμως ήταν και η παρέμβαση στο σπίτι της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, πως ως ανώτατη πολιτειακή άρχουσα έχει ευθύνη απέναντι σε θεσμικές έκτροπές σαν αυτή που συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Σε τοπικό επίπεδο, μιλώντας για την Αθήνα δηλαδή, το κέντρο κρίθηκε κατάλληλο να αποτελέσει σημαντικό πεδίο για τη διεκδίκηση της ύπαρξής μας. Τη στρατηγική αυτή υπηρέτησαν οι πανελλαδικές συγκεντρώσεις στο κέντρο της πόλης, στα Προπύλαια ξανά και ξανά. Φυσικά είναι καταγεγραμμένες στο εσωτερικό της Συνέλευσής μας κάποιες ενστάσεις για το αν θα μπορούσε να είχε δοθεί ενδεχομένως μεγαλύτερο βάρος του κεντρικού σχεδιασμού μας σε περισσότερες και μαζικότερες περιφερειακές πρωτοβουλίες. Ως Συνέλευση θεωρούμε ότι οι Πανελλαδικές σε βάθος χρόνου άνοιξαν το θέμα ευρύτερα και βαθιά σε όλη την επικράτεια, όπως και ότι έδωσαν μεγάλη και σημαντική ώθηση στην ενδυνάμωση του κινήματος αλληλεγγύης.

Στις επτά συνολικά Πανελλαδικές που διοργανώθηκαν, η Αθήνα γνώρισε μέρες πρωτοφανούς καταστολής, με το κέντρο απόλυτα στρατιωτικοποιημένο, με αστυνομικές δυνάμεις σε κάθε στενό της ευρύτερης περιοχής γύρω από το σημείο καλέσματος, με διμοιρίες ΜΑΤ/ΥΜΕΤ, με ομάδες ΔΕΛΤΑ- ΔΙΑΣ-ΟΠΚΕ αλλά και με αύρες παραταγμένεςστον ίδιο τον χώρο συγκέντρωσης και γύρω από αυτόν, με ελικόπτερο και drones να ίπτανται ώστε να εντοπίζουν τα σημεία προσέλευσης μας.

Παρόλα αυτά, παρά τους ασφυκτικούς ελέγχους, παρά τις υπέρμετρες αστυνομικές δυνάμεις και την άγρια επίθεση που εξαπέλυαν οι μπάτσοι την ίδια στιγμή που έβλεπαν την άκρη ενός πανό ή άκουγαν το πρώτο μισό ενός συνθήματος, παρά τα δακρυγόνα, το ξύλο, τις προσαγωγές, τα πρόστιμα και τις συλλήψεις, προοδευτικά ο κόσμος όχι μόνο δεν μειωνόταν στις Πανελλαδικές αλλά αυξανόταν.

Ήταν η συλλογική ευφυΐα και φαντασία που έκαναν δυνατή την εμφάνιση πανό σε όλες τις Πανελλαδικές – και τις εφτά. Ήταν η αποφασιστικότητα και η αυταπάρνηση που έκανε τον κόσμο να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση τριγύρω για να ακούσει τις φωνές, να δει το «μπραφ», ώστε να τρέξει τότε να θέσει το σώμα του σε κίνδυνο, δίπλα στους συντρόφους και τις συντρόφισσες που θα δέχονταν το πρώτο κύμα επίθεσης. Και σε κάθε Πανελλαδική τα άτομα που στήριζαν ήταν όλο και περισσότερα. Ήταν εκεί να δεχθούν τις πρώτες επιθέσεις, αλλά και να τρέξουν από τα γύρω στενά να υποστηρίξουν το κόσμο που καταδιωκόταν άγρια, περνώντας άφοβα ανάμεσα από τις γραμμές των μπάτσων για να βρεθούν μπροστά στις φυσούνες, τα γκλομπ και τις ασπίδες. Ήταν το πείσμα εκείνο που έκανε τον κόσμο να λέει ότι θα είναι εδώ κάθε φορά, ξανά και ξανά, κάθε βδομάδα, κάθε μέρα αν χρειαστεί, μέχρι να δικαιωθεί ο σύντροφος απεργός πείνας.

Θεωρούμε πως στις Πανελλαδικές της Αθήνας, μια νέου τύπου συντροφικότητα σφυρηλατήθηκε. Όχι μόνο ο κόσμος έπαψε να τρέχει άτακτα στο πρώτο «μπαμ», αλλά παρέμενε εκεί, δίπλα στο πανό να τρώει φυσουνιές στο πρόσωπο αλλά να μην εγκαταλείπει τα συντρόφια που το κρατούσαν – και που ούτε αυτά το εγκατέλειπαν. Έμενε εκεί όταν η ΔΕΛΤΑ εφορμούσε δολοφονικά για να τσαλαπατήσει κόσμο, όταν άρπαζαν σηκωτά τα συντρόφια μας για σύλληψη, όταν οι αύρες μάς στόχευαν με νερό. Έμενε εκεί για πάρει πίσω από τα χέρια των μπάτσων συντρόφους και συντρόφισσες μας (όπως και συνέβη). Και κάποια στιγμή δεν έσπασε μόνο ο φόβος αλλά έσπασε και η διάθεση για ανοχή και ψυχραιμία. Και έτσι ο κόσμος αντιστάθηκε σθεναρά στις ορδές των βασανιστών με ό,τι μπορούσε να βρει, με γυμνά χέρια, με πόδια, με καφέδες, με μπουκαλάκια νερό, με οτιδήποτε βρισκόταν πρόχειρο.

Αν έσπαγε γρήγορα η συγκέντρωση στα Προπύλαια, το σώμα προσπαθούσε να παραμείνει στον δρόμο η στο πεζοδρόμιο -ανάλογα με το πού ήταν εφικτό σε κάθε περίπτωση- άλλες φορές όλοι μαζί, άλλες σπασμένοι σε δύο ή τρία δυναμικά τμήματα. Μια Πανελλαδική κατέληγε σε πορειάκι στην Ομόνοια, άλλη σε μαζική πορεία στη Βικτώρια, και κάποια άλλη, παρά τα διαδοχικά πλήγματα, το τρέξιμο και τις συλλήψεις, έκλεινε το δρόμο και μέσω Σταδίου μετέφερε τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα ενώ παράλληλα άλλο τμήμα έκανε συγκέντρωση στην Ομόνοια ή άνοιγε πανό μπροστά από τη Βουλή. Άλλες φορές μέσω μετρό το σώμα μετέφερε τη συγκέντρωση στην πλατεία Μοναστηρακίου, ή στη Λεωφόρο Συγγρού, ενώ στην τελευταία Πανελλαδική κρατήσαμε, με όπλο την αποφασιστικότητά μας, τις εισόδους του μετρό Ομονοίας για μισή ώρα.

Ειδική μνεία οφείλουμε να κάνουμε και στους συντρόφους και τις συντρόφισσες που σήκωσαν το βάρος για δυναμικές κινήσεις με υψηλή πολιτική στόχευση αλλά και δεδομένο κόστος συλλήψεων και προστίμων, όπως οι δύο καταλήψεις στα Υπουργεία Υγείας και Πολιτισμού αντίστοιχα. Θεωρούμε ότι διαγνώσαμε σωστά τον προβλεπόμενο αντίκτυπό τους στον δημόσιο διάλογο αλλά και στο ντόμινο πολιτικών χειρισμών από κει και ύστερα. Με την ίδια λογική αντιλαμβανόμαστε και την πρωτοβουλία να πραγματοποιήσουμε πορεία-παρέμβαση στα κεντρικά γραφεία της ΝΔ στο Μοσχάτο, μια πρωτοβουλία η οποία υπερασπίστηκε τον εαυτό της από τα ένστολα καθάρματα στις αποβάθρες και η οποία επί δύο ώρες συνέχισε να προκαλεί πολιτικό γεγονός στη γειτονιά, εφόσον η απόφαση που πάρθηκε από τα υψηλά κλιμάκια ήταν να διακοπεί η κυκλοφορία των συρμών, και άπαντες να προσαχθούν και να συλληφθούν.

Θεωρούμε πως οι κινήσεις αυτές αποτέλεσαν σταθμούς κατά την εξέλιξη της απεργίας πείνας, τουλάχιστον για τα δεδομένα της Αθήνας, πως έδωσαν εξαιρετική ώθηση στο κίνημα αλληλεγγύης, κι ακόμη, πως πέρασαν το μήνυμα ότι ακόμα κι αν οι αντιστάσεις έχουν κόστος, έχουν όμως και αποτέλεσμα, και αυτό το αποτέλεσμα είναι που τις κάνει ν’ αξίζουν τον κόπο και να έχουν τη θέση τους εντός του αγώνα.

Η Συνέλευσή μας έκρινε και αποφάσισε σωστά να στηρίξει, από το πρώτο ως και το τελευταίο, όλα τα καλέσματα της αγωνιστικής πρωτοβουλίας των δικηγόρων. Στην αρχή πιο διστακτικά και μηχανικά δεδομένου του κλίματος καταστολής και της αμηχανίας εξαιτίας του ότι ουδέποτε βρισκόμασταν στον δρόμο χωρίς να δεχτούμε επίθεση στο πρώτο δευτερόλεπτο σχεδόν, αλλά στη συνέχεια πιο μεθοδικά, πιο οργανωμένα, και με περιφρούρηση.

Καταφέραμε να διατηρήσουμε την πολιτική μας αυτονομία και το ριζοσπαστικό πρόσημό μας με το μεγάλο κεντρικό πανό, όπου ήταν γραμμένο το γνωστό: «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» – που μπορεί να έχει πολλαπλές σημάνσεις και αναγνώσεις. Μάλιστα, σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, το μπλοκ της Συνέλευσης, που είχε φτάσει να αριθμεί από 5.000 ως 7.000 κόσμο σε καθημερινή βάση, μετά τη λήξη της πορείας στην Ομόνοια, αυτονομήθηκε και κατευθύνθηκε προς τα Εξάρχεια. Η επανοικειοποίηση της περιοχής μετά από μήνες κυριαρχίας των κρατικών συμμοριών, αυθόρμητη την πρώτη φορά και κατόπιν συλλογικής απόφασης τις επόμενες, ενίσχυσε περαιτέρω τη συλλογική μας αυτοπεποίθηση ενδυναμώνοντάς μας περισσότερο.

Η δυναμική που αναπτύχθηκε τις μέρες αυτές με την καθημερινή παρουσία χιλιάδων διαδηλωτών έγινε αντιληπτή και από την άλλη πλευρά και μάλλον εκτιμήθηκε ως επικίνδυνη καθώς σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις οι πολιτικοί προϊστάμενοι των αστυνομικών αρχών έδωσαν την εντολή για απαγόρευση και διάλυση κάθε απόπειρας συγκέντρωσης. Γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη γενίκευση της ακραίας καταστολής με τις χαρακτηριστικές εικόνες των αστυνομικών οχημάτων νερού να σημαδεύουν σε ευθεία βολή το πανό της πρωτοβουλίας των δικηγόρων και όσους το κρατούσαν, και με τους ίδιους ν’ αρνούνται να αποχωρήσουν με την πρώτη ρίψη νερού. Παρά την καταστολή των ημερών αυτών, παρά το ξύλο, τις συλλήψεις και τις προσαγωγές, η επόμενη πορεία ήταν ακόμα πιο μαζική, με την αστυνομία σε ολοφάνερη στρατηγική αναδίπλωσης.

Πρέπει ωστόσο να τονίσουμε ότι όλες αυτές οι δράσεις που παράχθηκαν στη διάρκεια των 65 ημερών της απεργίας πείνας ήταν προϊόν πολύωρων διαδικασιών, με έντονους προβληματισμούς και διαφωνίες στο εσωτερικό της Συνέλευσης. Ούτε είμαστε αφελείς ώστε να υποθέτουμε ότι με κάποιο μαγικό τρόπο οι διαφωνίες μπορούν να εξαλειφθούν από τη μία μέρα στην άλλη αλλά ούτε και θα θεωρούσαμε παραγωγικό να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο τρόπος όμως με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ανοιχτή και οριζόντια διαδικασία, μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε όχι μόνο τις διαφορές ανάμεσα στις πολιτικές θέσεις αλλά και το γεγονός ότι κάποιες από αυτές δεν καταφέραμε να τις συνθέσουμε επιτυχώς. Ακόμα και στο περιεχόμενο αυτού του κειμένου ενδεχομένως να υπάρχουν ελλείψεις, κάτι που αναφέρουμε όχι για να δικαιολογηθούμε αλλά επειδή αντιλαμβανόμαστε ακόμη και τις ίδιες μας τις παθογένειες με αυτοκριτική διάθεση, και συνεπώς δεν φοβόμαστε να τις παραδεχτούμε. Ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε αυτή η Συνέλευση σίγουρα δεν ήταν τέτοιος ώστε να κατορθώσουμε να λύσουμε όλα ανεξαιρέτως τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό της, όμως μας έδειξε -ίσως για πρώτη φορά τόσο εμφατικά- την ουσιαστική ανάγκη να μπορούν να συζητηθούν στο πλαίσιό της οι διαφορές μας αλλά και την ικανότητά μας να το κάνουμε χωρίς να λησμονούμε το πολιτικό επίδικο.

Αρνητικά σημεία

Αναγνωρίζοντας ότι δεν υφίσταται ουσιαστικός πολιτικός διάλογος με όρους νίκης και ήττας εντός των ριζοσπαστικών κινημάτων, κρίνουμε ότι αυτό που αναλογεί στο σώμα της Συνέλευσής μας, με τη σύνθεση που είχε, είναι ν’ αποφύγει να μπει σε μια τέτοια είδους συζήτηση. Αντιλαμβανόμενοι όμως την ουσιαστική ανάγκη μας για αυτοκριτική θεωρούμε ότι πρέπει να αναδείξουμε κάποιες καταστάσεις και συνέπειες ως αρνητικές ή προβληματικές.

Δε μπορούμε να μην αναφερθούμε πρώτα απ’ όλα στο θέμα της υγείας του απεργού πείνας. Η μόνιμη στάση αδιαλλαξίας και συνεχούς εμπαιγμού που επιδεικνύει ο κρατικός μηχανισμός απέναντι στα δίκαια αιτήματα του Δημήτρη Κουφοντίνα αποτυπώθηκαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο πάνω στο σώμα του. Η συνεχής μετάθεση της ευθύνης που επέδειξε εξ αρχής ο κρατικός μηχανισμός είχε ως στόχο την εξάντληση του απεργού. Παρά την εξάντλησή του, ο Δημήτρης Κουφοντίνας, με τεράστια ψυχικά αποθέματα, αρνήθηκε πεισματικά να υποκύψει στους βασανιστές του, με σοβαρότατες επιπτώσεις στην υγεία του. Το σώμα του θα φέρει πλέον τα σημάδια αυτής της επώδυνης διαδικασίας ενώ είναι αμφίβολο κατά πόσον ο ίδιος θα μπορέσει να επανέλθει πλήρως, κάτι που εμείς ευχόμαστε ολόψυχα να συμβεί σύντομα.

Η τελική έκβαση της απεργίας, με τη μη ικανοποίηση του αιτήματος, δείχνουν μια κυβέρνηση που δεν διστάζει να μείνει ανυποχώρητη, ακόμα και μπροστά στο ορατό ενδεχόμενο ενός νεκρού απεργού πείνας. Είναι δεδομένο ότι στο κομμάτι αυτό η κυβέρνηση επιβεβαιώνει τον εαυτό της ακόμα και απέναντι σε όσες φωνές από το ίδιο της το εσωτερικό την αμφισβήτησαν, και σε έναν βαθμό βγαίνει ισχυρότερη από πριν καθώς κατάφερε να αποδείξει ότι η πολιτική αντιβία, (που εν προκειμένω αντιπροσωπεύεται από τον Δημήτρη Κουφοντίνα) δεν παράγει πλέον αποτελέσματα στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Αυτή τη στάση της κυβέρνησης από την πρώτη μέρα της απεργίας μέχρι την τελευταία, δεν καταφέραμε να την κάμψουμε παρά τη μαχητικότητα την οποία επέδειξε ο κόσμος που πλαισίωσε τις δράσεις μας.

Προβληματιζόμαστε ως προς το γεγονός ότι η δυναμική του κινήματος που αναπτύχθηκε για την υπόθεση του Δημήτρη Κουφοντίνα, η μαχητικότητα, η επιμονή και η αυταπάρνηση που επέδειξε υπό συγκεκριμένους πάντα όρους, σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα του ίδιου του απεργού, δεν κατόρθωσε να πιέσει όσο έπρεπε για να πετύχει μια κρατική αναδίπλωση, και μάλιστα για την ικανοποίηση ενός αιτήματος (τήρηση «φωτογραφικής» διάταξης) εντός του ισχύοντος νομικού πλαισίου. Πρόκειται για κάτι το οποίο μας γεννά πολλές ανησυχίες εν όψει της νέας εποχής στην οποία μπαίνουμε και που μάλλον θα έχει άλλους όρους – γενικότερα αλλά και ως προς την αντιμετώπιση ενδεχόμενων μελλοντικών απεργιών πείνας.

Μία ακόμα ιδιαιτερότητα αυτής της απεργίας πείνας σε συνθήκες όξυνσης της καταστολής απέναντι στα ριζοσπαστικά κινήματα και απόπειρας εξαφάνισης τους, είναι η ευθύνη που φέραμε ως προς την υπεράσπιση της ίδιας της απεργίας ως μέσο πίεσης και αγώνα. Ένας νεκρός απεργός πείνας στην Ελλάδα του 2021 θα επιβεβαίωνε την αυταρχικοποίηση ως εργαλείο στα χέρια του κράτους και θα ισχυροποιούσε την ακροδεξιά θέση της συγκεκριμένης κυβέρνησης. Σε μία περίοδο δυναμικής αλλαγής του κοινωνικού πεδίου όπου χάνονται, το ένα μετά το άλλο, τα κεκτημένα χρόνων αγώνων, μέσα σε μία συνθήκη ελέγχου του δημόσιου χώρου με την πρόφαση της πανδημίας, βρισκόμαστε προ των ευθυνών μας για τους αγώνες που έρχονται, χωρίς να υπάρχουν πλέον στεγανά.

Θετικά σημεία

Αξιολογώντας το συνολικό πλαίσιο εντός του οποίου διεξήχθη η απεργία πείνας και τον αγώνα αλληλεγγύης που εξαπλώθηκε εντός και εκτός των συνόρων, είμαστε σε θέση να επισημάνουμε και αρκετά θετικά σημεία.

Από την αρχή της απεργίας πείνας ήταν δεδομένο ότι η Συνέλευση Αλληλεγγύης είχε να αντιμετωπίσει την αδιαλλαξία του κράτους απέναντι στον απεργό και την ικανοποίηση του αιτήματός του, αλλά και τη μηδενική ανοχή της κυβέρνησης ενάντια σε όσους και όσες θα πλαισίωναν τον αγώνα του Δημήτρη Κουφοντίνα. Παρά την αρχικά περιορισμένη συμμετοχή σε αυτό τον αγώνα, μέσω του συνόλου των δράσεών μας καταφέραμε τελικά ν’ αναδείξουμε την απεργία πείνας του συντρόφου σε κεντρικό κοινωνικό ζήτημα. Θεωρούμε, επίσης, ότι ως έναν βαθμό καταφέραμε να κάνουμε αντιληπτό πως η στάση της κυβέρνησης απέναντι στον Κουφοντίνα δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά μάλλον προοικονομεί την αντιμετώπιση που πρέπει να περιμένουμε στο εξής.

Ως πολύ σημαντικό θετικό σημείο λοιπόν πρέπει να καταγραφεί η πραγματοποίηση μεγάλων και παραγωγικών συνελεύσεων αναρχικών και κομμουνιστών, συλλογικοτήτων αλλά και ατόμων – συσπείρωση πρωτοφανής μετά τον κατακερματισμό των κινηματικών δυνάμεων τα τελευταία χρόνια και δεδομένης της κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας στην οποία γεννήθηκε ο συγκεκριμένος αγώνας. Κατορθώσαμε, μέσα από τις δράσεις μας, να αναπτύξουμε δεσμούς συντροφικότητας που υπερέβαιναν τις όποιες πολιτικές διαφωνίες και συγκρούσεις υπήρχαν ενδεχομένως στο πλαίσιο των συνελεύσεων, όχι επειδή αυτές οι διαφωνίες ήταν επιφανειακές ή δευτερεύουσες αλλά επειδή αναγνωρίσαμε συλλογικά το επίδικο.

Χάρη στην επιμονή που επιδείξαμε εξαρχής, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του αγώνα, καταφέραμε να σπάσουμε την καταστολή ώστε να πραγματοποιηθεί ένα ντόμινο κινητοποιήσεων, επιδιώκοντας επίσης πολλές φορές τη σύνδεση με άλλους αγώνες – στον βαθμό που μπορεί αυτό να επετεύχθη. Και αυτό διότι η απεργία πείνας είναι ένας αγώνας δυναμικός, ο οποίος συμβαδίζει με την εποχή εντός της οποίας εκτυλίσσεται, και συνδέεται με την κοινωνική οργή.

Σε ένα περιβάλλον γενικευμένης καταστολής και ελέγχου καταφέραμε να εκφράσουμε πολιτικά ένα μέρος της συσσωρευμένης καταπίεσης, του τελευταίου χρόνου ειδικότερα, και μάλιστα μέσω μίας αρκετά συγκρουσιακής λογικής. Η ίδια η απεργία πείνας, οι δράσεις που πραγματοποιήθηκαν ως ένδειξη αλληλεγγύης στον αγώνα του Δημήτρη Κουφοντίνα, ως μέσο πίεσης και διαμαρτυρίας, και οι κινητοποιήσεις που διεξήχθησαν ενάντια στην κρατική καταστολή, λειτούργησαν διαλεκτικά μεταξύ τους και ως ανάχωμα και έρεισμα, συμβάλλοντας ως έναν βαθμό ώστε η μέχρι τότε καταπιεσμένη και αγανακτισμένη κοινωνική βάση να βγει στον δρόμο. Η μαζική συγκρουσιακή διαδήλωση στη Νέα Σμύρνη, θεωρούμε πως πυροδοτήθηκε τόσο από την ακραία καταστολή, που είχε καταγραφεί όλο το προηγούμενο διάστημα στους δημόσιους χώρους και στους χώρους δουλείας (εργασιακούς), όσο και από τις κινητοποιήσεις για την απεργία πείνας του πολιτικού κρατούμενου. Ωστόσο, οφείλουμε να πούμε ότι δεν καταφέραμε να διαβλέψουμε έγκαιρα το μέγεθος και τη σημασία των γεγονότων αυτών της Νέας Σμύρνης, κάτι που αναγνωρίζουμε ως προβληματικό. Όπως προβληματική ήταν και η παρουσία μας εκεί καθώς δεν είχε την απαιτούμενη οργάνωση αλλά και τη διορατικότητα που θα μας επέτρεπε ενδεχομένως να διεκδικήσουμε μια πιο έντονη σύνδεση των αγώνων και των αιτημάτων μας.

Παρ’ όλα αυτά, συγκροτήθηκε ένα κίνημα το οποίο συνδέθηκε και με την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα και βγήκε στον δρόμο διαμαρτυρόμενο με όλους τους τρόπους ενάντια στην κρατική καταστολή, επιτυγχάνοντας έτσι μια αναδίπλωση έστω και προσωρινή από την πλευρά του κράτους και των κατασταλτικών μηχανισμών.

Τι θα μπορούσε να έχει γίνει διαφορετικά

Έχοντας στραμμένη την προσοχή μας στους αγώνες που έρχονται, θέλουμε να θίξουμε ορισμένα σημεία που στη συγκεκριμένη απεργία πείνας θα μπορούσαν να είχαν γίνει διαφορετικά προσφέροντας τόσο στη ίδια τη Συνέλευση όσο και στο ευρύτερο κίνημα αλληλεγγύης περισσότερα και ακριβέστερα δεδομένα, προκειμένου να αναπτύξουν τις στρατηγικές και τις δράσεις τους. Αντιλαμβανόμενοι την αυτοκριτική ως μία παραγωγική διαδικασία, αναζητούμε εκείνα τα εργαλεία με τα οποία επιδιώκουμε να χτίσουμε τις αγωνιστικές παρακαταθήκες του μέλλοντος.

Είναι γεγονός ότι ένα βασικό πρόβλημα που εντοπίζεται σε πολλές απεργίες πείνας πολιτικών κρατουμένων είναι η έλλειψη επικοινωνίας με το κίνημα αλληλεγγύης. Από παλαιότερα, είχε εκφραστεί η άποψη ότι ο απεργός πείνας θα ήταν καλό πριν ξεκινήσει τον αγώνα του να έρχεται σε μια, στοιχειώδη, έστω, επικοινωνία με το κίνημα. Άποψη η οποία στην πραγματικότητα λήφθηκε υπόψη σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις. Πέρα όμως από την έναρξη μιας απεργίας πείνας, ακόμη σημαντικότερη είναι η διασφάλιση της επικοινωνίας κατά τη διάρκειά της∙ επικοινωνία, η οποία αφορά, κατά κύριο λόγο, στις ενημερώσεις σχετικά με την υγεία του απεργού και, δευτερευόντως, στις νομικές ενέργειες που ακολουθούνται προκειμένου να ικανοποιηθεί το αίτημά του. Δυστυχώς, σε αρκετές περιπτώσεις, οι ενημερώσεις αυτές δεν ήταν πάντα συχνές και επαρκείς.

Στην απεργία πείνας του Δ. Κ., οι προβληματικές αυτές καταστάσεις δεν απουσίαζαν. Οι ενημερώσεις σχετικά με την υγεία του αγωνιστή δεν πραγματοποιούνταν από τους γιατρούς σε μια τακτική βάση ώστε να έχουμε εικόνα της γραμμικής επιδείνωσης της υγείας του, αλλά γίνονταν κατά διαστήματα, δίνοντας έμφαση κυρίως στο ενδεχόμενο της αιφνίδιας επιδείνωσης, το οποίο λόγω ηλικίας και επιβαρυμένης κατάστασης εξαιτίας των προηγούμενων απεργιών και του μακροχρόνιου εγκλεισμού ήταν το πλέον υπαρκτό και επικίνδυνο. Η πληροφόρηση αυτή δεν αρκούσε όμως προκειμένου να υπάρχει μια σαφής εικόνα του σταδίου στο οποίο βρίσκεται κάθε στιγμή η απεργία πείνας. Ο βασικός λόγος που καθιστά τις ακριβείς και τακτικές ιατρικές ανακοινώσεις επιβεβλημένες είναι η ανάγκη αξιοποίησής τους από τον κόσμο του αγώνα, προκειμένου να οργανώσει και να πραγματοποιήσει κινήσεις και ενέργειες αλληλεγγύης, η δυναμική των οποίων σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται απ’ την υγεία του απεργού. Το γεγονός ότι μια απεργία πείνας από μόνη της δημιουργεί αυξημένες ανάγκες για δράση, καθώς η υγεία του απεργού διακυβεύεται κάθε μέρα που περνά, δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση την αναγκαιότητα ύπαρξης ιατρικών ανακοινώσεων, και μάλιστα σε τακτική βάση και με ακριβή διατύπωση που δεν δημιουργεί σύγχυση ούτε επιπλέον ένταση από αυτή που ούτως ή άλλως είναι αναπόφευκτη τόσο για το κίνημα όσο και για το συγγενικό περιβάλλον του απεργού.

Όσον αφορά το νομικό σκέλος, θεωρούμε ότι υπήρξαν κάποιες ασάφειες και αστοχίες στις ενημερώσεις που είχαμε σχετικά με τις ενέργειες που γίνονταν. Αποτέλεσμα αυτής της συγκεχυμένης κατάστασης ήταν η δυσκολία τόσο στην κατανόηση των γεγονότων όσο και στη διατύπωση επιχειρημάτων. Με λίγα λόγια, σε πολλές περιπτώσεις, δεν ήταν σαφές ποιο είναι το θεσμικό όργανο το οποίο καλείται κάθε φορά να αποφασίσει για την ικανοποίηση ή μη του αιτήματος της απεργίας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα άσκησης περισσότερο στοχευμένης πολιτικής πίεσης.

Η αναφορά μας στις προβληματικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν και σ’ αυτή την απεργία πείνας, αποσκοπεί στον εντοπισμό των αιτιών που τις δημιούργησαν, ώστε να μπορούμε στο μέλλον να τις αντιμετωπίσουμε και ‒γιατί όχι;‒ να τις περιορίσουμε ή και να τις αποφύγουμε.

Όπως είναι εύλογο, το πρόβλημα της επικοινωνίας με το κίνημα σχετίζεται και με τις επιλογές και τη στρατηγική του ίδιου του απεργού πείνας. Χωρίς να παραβλέπουμε τις ακραία αντίξοες συνθήκες μέσα στις οποίες ξεκίνησε και διεξήχθη η συγκεκριμένη απεργία, με τον απεργό να βρίσκεται μάλιστα σε καθεστώς πλήρους απομόνωσης, πιστεύουμε ότι δεν αντιστοιχεί ούτε στο μέγεθος του αγώνα που δόθηκε αλλά ούτε και στην ιστορία του ίδιου του απεργού να μην αναγνωρίσουμε το μέρος και των δικών του ευθυνών. Θεωρώντας ότι ο Δ.Κ. είναι ένας από εμάς, του ασκούμε συντροφική κριτική, όπως άλλωστε κάνουμε όλοι και όλες εδώ μεταξύ μας. Και αυτό συνιστά ένα βήμα προς τα μπροστά για τη συνολική υπόθεση.

Πάντα στις απεργίες πείνας, ενεργό ρόλο στο ζήτημα της επικοινωνίας έχει το άμεσο περιβάλλον, οι πιο οικείοι άνθρωποι του απεργού, οι οποίοι στη συγκεκριμένη απεργία έδιναν καθημερινά το παρών, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος κάθε συνέλευσης. Αλλά εκείνο που θα διευκόλυνε κατά πολύ τα πράγματα θα ήταν, όπως προαναφέρθηκε, μια ακριβέστερη ενημέρωση σχετικά με την υγεία του απεργού και τις νομικές ενέργειες των συνηγόρων του. Ενημερώσεις που θα ενίσχυαν όχι μόνο την οργάνωση της δράσης του αγωνιστικού κινήματος, αλλά και το ενδιαφέρον όλων όσων παρακολουθούσαν και νοιάζονταν για την υπόθεση.

Το σημείο όμως στο οποίο μας ενδιαφέρει να σταθούμε περισσότερο είναι η ευθύνη της ίδιας της Συνέλευσης, που δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τους όρους επικοινωνίας και ενημέρωσης. Θεωρούμε ότι η Συνέλευση δεν διεκδίκησε με την επιμονή και τη θέληση που της αναλογούσε μία ουσιαστική και άμεση επικοινωνία με τους γιατρούς και τους συνηγόρους του απεργού, οι οποίοι καθ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας δεν είχαν άμεση επαφή μαζί της. Ο οριζόντιος και αυτοοργανωτικόςχαρακτήρας της Συνέλευσης είναι και αυτός που μας εξασφαλίζει τη δυνατότητά να θέτουμε συλλογικά τους όρους της διαδικασίας και της συζήτησης. Άρα, για ό,τι δεν λειτούργησε καλά φέρουμε την ευθύνη συλλογικά.

Τελειώνοντας από εκεί που ξεκινήσαμε και έχοντας την προσοχή μας στραμμένη πάντα στους αγώνες που έρχονται, θα θέλαμε να συνοψίσουμε τις προτάσεις μας για το πώς η επόμενη απεργία πείνας θα μπορούσε να αποφύγει τις δυσκολίες που αναφέραμε παραπάνω, επιμένοντας πως σκοπός αυτού του απολογισμού δεν είναι να βάλει τελεία σε αυτό που τελείωσε, αλλά να προτείνει καλύτερους όρους για αυτό που θα ξαναγίνει.

Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η έναρξη της απεργίας πείνας είναι σημαντικό να συμβαίνει εν γνώσει του κινήματος αλληλεγγύης. Ιδανικά, θεωρούμε ότι θα μπορούσε να αποτελεί κοινή απόφαση απεργού και κινήματος, κάτι όμως που ξέρουμε ότι είναι δύσκολο να συμβεί, τόσο γιατί η απεργία πείνας είναι και μια βαθιά προσωπική απόφαση, αφού ο απεργός βάζει ως ενέχυρο το ίδιο του το σώμα, την ίδια του τη ζωή, όσο και γιατί πολλές φορές οι συνθήκες επικοινωνίας κινήματος-απεργού δεν είναι εύκολες ώστε να αναπτυχθεί μια τέτοιου είδους συζήτηση σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, δεν παραγνωρίζουμε ότι κατά την έναρξη μιας απεργίας πείνας συχνά οι συνθήκες φάνταζαν δυσχερείς ή και απαγορευτικές, αλλά το πάθος και ο επαναστατικός βολονταρισμός του ίδιου του απεργού, η έντονη, εντέλει, δραστηριοποίηση του κινήματος και η διαλεκτική αλληλεπίδραση των παραπάνω με τις ευρύτερες κοινωνικές ανάγκες μπόρεσαν να ανατρέψουν τους αρχικά αρνητικούς συσχετισμούς

Απαραίτητη θεωρούμε επομένως την άμεση επικοινωνία με τους γιατρούς και τους συνηγόρους του απεργού, ώστε να υπάρχει σαφής εικόνα της υγείας του και των νομικών ενεργειών, προκειμένου το κίνημα να έχει τη δυνατότητα διαρκούς αξιολόγησης των δεδομένων άρα και καλύτερης οργάνωσης των ενεργειών και δράσεών του, όπως επίσης για να υπάρχει μια σαφής εικόνα για την πορεία της απεργίας σε όλους και σε όλες, αφού κάθε απεργία πείνας ενός πολιτικού κρατούμενου, μιας φυλακισμένης αγωνίστριας, είναι επί της ουσίας ένας ακόμη αγώνας ενάντια στην κρατική επιβολή και εξουσία, και ως τέτοιος επιχειρείται κάθε φορά να συνδεθεί με τις φτωχές και τους αποκλεισμένους, τις εκμεταλλευόμενες και τους καταπιεσμένους.

Τέλος όσον αφορά το λεπτό εκείνο σημείο όπου ο απεργός αποφασίζει να λήξει την απεργία πείνας, θεωρούμε ότι η στήριξή μας θα πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη και ολοκληρωτική, όποια στιγμή κι αν ο απεργός πείνας πάρει αυτή την απόφαση. Έχοντας ως οδηγό την αντίληψη ότι η ζωή του απεργού πείνας βρίσκεται στην απόλυτη δικαιοδοσία του ιδίου, δεν θα μπορούσαμε ποτέ ούτε να εγκαλέσουμε κάποιον απεργό πείνας επειδή σταμάτησε ούτε φυσικά να του κάνουμε εμείς έκκληση να σταματήσει.

Μετά την απεργία πείνας …

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι η συγκεκριμένη Συνέλευση δεν διαλύθηκε αυτόματα μετά τη λήξη της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα. Αντίθετα, μπήκε σε έναν κύκλο απολογιστικών συζητήσεων, οι οποίες, παρά τα δύσκολα θέματα που είχαν μπροστά τους, κατάφεραν όχι μόνο να ολοκληρωθούν, αλλά και να προχωρήσουν στη συγγραφή ενός συλλογικού απολογιστικού κειμένου. Θεωρήσαμε τη διαδικασία του απολογισμού ιδιαίτερα σημαντική και ως εκ τούτου την οργανώσαμε ώστε να είναι όσο πιο λειτουργική γίνεται, προκειμένου να έχουν τον χώρο και τον χρόνο να μιλήσουν άτομα, ομάδες και συλλογικότητες που συμμετείχαν στη Συνέλευση Αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Δ.Κ. Πιστεύουμε ότι τα συμπεράσματα που βγήκαν απ’ αυτό τον κύκλο των απολογιστικών συνελεύσεων εκτείνονται πέρα από τον συγκεκριμένο αγώνα, οπότε η αποτύπωσή τους θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη όχι μόνο για την ανάγνωση της εν λόγω συγκυρίας, αλλά και για την ενίσχυση των μελλοντικών αγώνων.

Η Συνέλευση Αλληλεγγύης στον Δ.Κ. έχει πάρει την απόφαση να αντιμετωπίσει συλλογικά τους δικαστικούς αγώνες και τα δικαστικά έξοδα, που βαραίνουν πλήθος αγωνιστών και αγωνιστριών, οι οποίοι/ες συνελήφθησαν στις διαδηλώσεις και τις παρεμβάσεις που οργανώθηκαν, καλέστηκαν και πραγματοποιήθηκαν από τη Συνέλευση. Είναι για εμάς ζήτημα αξιακό να μην αφεθεί κανένας σύντροφος και καμία συντρόφισσα μόνος ή μόνη απέναντι στο βάρος των διώξεων, των δικαστικών εξόδων και των προστίμων που επιβλήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας πείνας και που το μέγεθός τους μας εισάγει σε μια νέα κατασταλτική περίοδο, την οποία οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε όσο πιο συλλογικά είναι δυνατόν.

Τέλος, θα θέλαμε να αναφερθούμε και στην παρακαταθήκη που αφήνει η συγκεκριμένη Συνέλευση, ως ένας τόπος όπου καταφέραμε να συναντηθούμε, να συζητήσουμε, να συνδιαμορφώσουμε και να δράσουμε άτομα και ομάδες του αναρχικού – αντιεξουσιαστικού και κομμουνιστικού χώρου. Χωρίς να υποτιμάμε τις σοβαρές διαφωνίες που προέκυπταν καθ’ όλη τη διάρκεια της Συνέλευσης, διαφωνίες όχι μόνο πάνω σε πρακτικά αλλά και σε κατ’ εξοχήν πολιτικά ζητήματα, θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη Συνέλευση μάς πρόσφερε εμπειρία και εργαλεία, τα οποία θα φανούν χρήσιμα στις συλλογικές διαδικασίες και τους αγώνες που έρχονται. Κλείνοντας, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι οι απολογιστικές διαδικασίες έχουν την ίδια πολιτική σημασία με τον εκάστοτε αγώνα που τίθεται υπό συζήτηση, όχι μόνο για τους λόγους που προαναφέρθηκαν αλλά διότι συμβάλλουν τα μέγιστα στη συνέχιση των αγώνων και στην οικοδόμηση της συλλογικής κινηματικής μνήμης απέναντι στον κατακερματισμό που επιβάλλει η καπιταλιστική κοινωνία.

Συνέλευση Αλληλεγγύης στον Δημήτρη Κουφοντίνα

Αρχική δημοσίευση 06/06/2021 στο athens.indymedia.org