Δίκτυο Αγωνιστών Κρατουμένων: Κείμενο για “τρομονόμο”

0
224

Από το 2001 η εξωτερική πολιτική και η εσωτερική καταστολή των δυτικών κρατών κινούνται έχοντας ως στόχο την αντιμετώπιση της “τρομοκρατίας”.

Αφήνουμε κατά μέρος το τι σηματοδοτεί ο όρος “τρομοκρατία” και τις προεκτάσεις του πολέμου που διεξάγουν κάτω από την σημαία της αντιμετώπισης της τα δυτικά κράτη για να περιοριστούμε στην εσωτερική “αντιτρομοκρατική” πολιτική στον ελλαδικό χώρο.
Η αντιτρομοκρατική πολιτική είναι ένα διακριτό κομμάτι της συνολικής “αντεγκληματικής” πολιτικής που κάθε κράτος εφαρμόζει.

Το κράτος δεν είναι διατεθειμένο να ανεχθεί κανένα κοινωνικό υποσύνολο, πέραν από τα θεσμοθετημένα για αυτόν τον σκοπό, να αμφισβητήσει το μονοπώλιο της εξουσίας του – πολιτικής ή οικονομικής – ούτε φυσικά το μονοπώλιο της επιβολής της βίας που εξ’ ορισμού κατέχει. Είτε μιλάμε για οργάνωση της παραβατικής οικονομίας είτε πρόκειται για κάποια οργάνωση ένοπλης πάλης – χωρίς καμιά διάθεση να τα εξισώσουμε – το κράτος δεν μπορεί να ανεχθεί καμιά οργάνωση που αμφισβητεί, έστω και στο τελετουργικό επίπεδο της απλής διακήρυξης, το μονοπώλιο του.

Όσο και αν η λειτουργία της πρώτης, δηλαδή η παραβατική οικονομία, είναι δομικό κομμάτι της συνολικής λειτουργίας του κράτους προσφέροντας του την πειθάρχηση, την επιτήρηση, την διαχείριση και την οργάνωση των αποκλεισμένων γύρω από ιεραρχικά μοντέλα οργάνωσης και δίνοντας του εμμέσως πρόσβαση σε μια αγορά που για το κράτος είναι περιορισμένη ή απαγορευμένη για διάφορους λόγους (π.χ. ναρκωτικά, πορνεία κτλ) ωστόσο ο τρόπος για να ελεγχθεί αυτή η οικονομία και να συνεχίσει να αποτελεί δομικό κομμάτι της συνολικής λειτουργίας του κεφαλαίου, να συνεχίσει δηλαδή να είναι χρήσιμη χωρίς ανταγωνιστικές αξιώσεις δεν είναι άλλος από την ακραία καταστολή, από την εναντίον του επιβολή ειδικών νόμων και από την δημιουργία εξαιρέσεων.

Κύριο χαρακτηριστικό τόσο της πολιτικής κατά του «οργανωμένου εγκλήματος» όσο και της «αντιτρομοκρατικής» πολιτικής αποτελεί η δημιουργία εξαιρέσεων από τους γενικούς κανόνες. Δημιουργούνται ειδικές κατηγορίες συλλογικών υποκειμένων τα οποία αντιμετωπίζονται με ειδικό πιο αυστηρό τρόπο.

Η Ελλάδα έχει εισάγει συνολικά τα τελευταία 70 χρόνια την αντεγκληματική της πολιτική, είτε αφορά την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού» είτε την διαχείριση της παραβατικότητας, από τις ΗΠΑ. Το πρώτο κύμα εισαγωγής ειδικής νομοθεσίας ξεκινάει μετά τον εμφύλιο πόλεμο και περιλαμβάνει τα διατάγματα νομιμοφροσύνης τα οποία είναι απλή αντιγραφή των αντίστοιχων διαταγμάτων που είχε εκδώσει στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Τρούμαν.

Η δεύτερη περίοδος είναι η επιβολή της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας καθώς και η εισαγωγή των αντεγκληματικών δογμάτων Νόμος και Τάξη και Μηδενική Ανοχή σε αστυνομικό, δικαστικό και μιντιακό επίπεδο στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ο κομμουνιστικός κίνδυνος την πρώτη περίοδο και η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος την δεύτερη οδήγησε στην επιβολή συγκεκριμένης νομοθετικής ατζέντας.

Πιο πριν, στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, όταν το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας είχε πάρει διαστάσεις ώστε να είναι σε θέση να αμφισβητεί με αξιώσεις στην ύπαιθρο την κεντρική εξουσία, επιβλήθηκαν ειδικοί νόμοι όπως οι εκτοπίσεις συγγενών προκειμένου να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο. Οι ίδιοι ακριβώς έτοιμοι από πριν νόμοι εφαρμόστηκαν την δεκαετία του 1930 εναντίον του καινοφανούς(τότε) κινδύνου του ΚΚΕ.

Στην Ελλάδα σήμερα αυτή η διάκριση εφαρμόζεται με το άρθρο 187 περί εγκληματικών οργανώσεων και το δίδυμο αδελφάκι του άρθρο 187Α περί τρομοκρατικών. Το 2001 στο ξεκίνημα της δυτικής αντιτρομοκρατικής εκστρατείας ψηφίστηκε το πρώτο και το 2004 πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων συμπληρώθηκε από το δεύτερο.

Με αυτούς τους νόμους η ένταξη σε κάποια οργάνωση (με την νομική έννοια) γίνεται αυτοτελές και διαρκές κακούργημα, αυστηροποιούνται οι ποινές για μια σειρά από επιμέρους πράξεις, καταργούνται τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια, οι δίκες διεκπεραιώνονται από ειδικές συνθέσεις δικαστών σε ειδικές αίθουσες και γενικά δημιουργείται ένα νομικό καθεστώς εξαίρεσης. Ειδικότερα στον 187Α υπάρχει και η φρονηματική δίωξη καθώς τιμωρούνται πράξεις που οι δράστες σκόπευαν να διαπράξουν, η προτροπή και ο εγκωμιασμός ενεργειών.

Όπως κάθε καθεστώς εξαίρεσης έτσι και το συγκεκριμένο παρουσιάζει την τάση να διευρύνεται. Το 2001 η ψήφιση του 187 αφορούσε λίγες δεκάδες μέλη μεγάλων ομάδων του «οργανωμένου εγκλήματος». Σήμερα με αυτόν τον νόμο κατηγορούνται περίπου το 25% του συνολικού αριθμού των κρατουμένων με ολοένα αυξητική τάση. Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών και όσον αφορά το κινηματικό πεδίο συμβαίνει με τον 187Α .

Αυτοί οι νόμοι αλλάζουν την παραδοσιακή έννοια της οργάνωσης διευρύνοντας την έννοια του μέλους. Πλέον μέλος κάποιας οργάνωσης δεν είναι κάποιος που δρα μέσα στα πλαίσια της αλλά οποιοσδήποτε την εφοδιάσει με όπλα, εκρηκτικά, έγγραφα ή προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια.

Ιδιαίτερα με τον 187Α ως μέλος οργάνωσης μπορεί να διωχτεί οποιοσδήποτε προβεί σε κινήσεις έμπρακτης αλληλεγγύης, από το να συλλέξει χρήματα για φυλακισμένους αγωνιστές μέχρι το να κρύψει κάποιον καταζητούμενο.
Με αυτόν τον τρόπο υιοθετείται η λογική των επάλληλων κύκλων. Εκτός από τους άμεσα εμπλεκόμενους στοχοποιούνται άτομα του ευρύτερου συγγενικού, φιλικού ή πολιτικού περιβάλλοντος με σκοπό την δημιουργία ακόμη περισσότερων κατηγορούμενων και τη διασπορά φόβου. Γνωρίζοντας το κράτος πως η αλληλεγγύη είναι η βασική αρχή ενδυνάμωσης και τροφοδότησης του αναταγωνιστικού ανατρεπτικού κινήματος σκοπεύει στην σχάση των δεσμών μεταξύ των φυλακισμένων και των εκτός των τειχών αγωνιστών.
Ακριβώς το ίδιο ισχύει και με το άρθρο 187 και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που στενά συγγενικά πρόσωπα κατηγορούμενων για «συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση» έχουν φυλακιστεί και διωχθεί.
Σε αυτό το σημείο πρέπει αν γίνει μια επισήμανση προκειμένου να αντιληφθούμε σφαιρικά την πραγματικότητα.
Αυτοί οι νόμοι δεν ξεπήδησαν από το πουθενά αλλά προηγήθηκε η επιβολή τους σε χώρες που είχαν βιώσει έντονα τα φαινόμενα τόσο της ένοπλης πάλης όσο και της γενικότερης εγκληματοποίησης μεγάλων κοινωνικών ομάδων. Ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» στις ΗΠΑ και στην Λατινική Αμερική, «ενάντια στην Μαφία» στην Ιταλία, «κατά της λαθρομετανάστευσης» (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα), «κατά του χουλιγκανισμού» στην Μ. Βρετανία και φυσικά όλες οι νομοθεσίες εναντίον ενόπλων πολιτικών ομάδων είναι πτυχές της προσπάθειας που κάνει κάθε κράτος να προστατευτεί από τους εν δυνάμει αποσταθεροποιητές του συστήματος.
Ο νεοφιλελευθερισμός που επικράτησε στον δυτικό κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο.
Η σωφρονιστική/αντεγκληματική διαχείριση δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτήν την συνθήκη.
Προϋπάρχοντες νόμοι αυστηροποιήθηκαν, νέοι αυστηρότεροι ψηφιστήκαν, νέες φυλακές με την λογική της αισθητηριακής απομόνωσης χτίστηκαν ενώ (ανάλογα με τις κατά τόπους συνθήκες) μέρος της σωφρονιστικής πολιτικής εκχωρήθηκε σε ιδιωτικές εταιρίες δημιουργώντας ισχυρά λόμπι.
Μιλώντας συγκεκριμένα για την Ελλάδα, αυτή η διαδικασία άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ΄90.
Η μεγάλη μεταναστευτική εισροή από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ γέμισε μέσω του μηχανισμού εγκληματοποίησης των μεταναστών τις ελληνικές φυλακές δημιουργώντας πρωτόγνωρες, για το ελληνικό κράτος, παραβατικές συνθήκες.
Εκείνη την περίοδο οι παράνομες δραστηριότητες των μεταναστών ωσμώνονται συμπληρωματικά ή αντιθετικά με τις προϋπάρχουσες εγχώριες δημιουργώντας γιγάντωση της «μαύρης» καπιταλιστικής οικονομίας. Πλέον οι δραστηριότητες των κάθε λογής κυκλωμάτων ξεπερνούν κατά πολύ τα εθνικά σύνορα παράγοντας τεράστια κέρδη για τους «νονούς» τους.
Η φυλακή είναι το κατεξοχήν μέρος που η «μαύρη» οικονομία συναντά την «λευκή», κάτι που επεκτείνεται και εκτός φυλακής. Η «μαύρη» και η «λευκή» οικονομία είναι αλληλοσυμπληρούμενες, καθώς το κράτος προσπαθεί να καρπωθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των κερδών των «εγκληματικών οργανώσεων» ενώ αυτές προσπαθούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους δίνοντας όσο το δυνατό λιγότερα.
Με την έξαρση των δυτικών νεοαποικιακών επεμβάσεων σε Κεντρική Ασία και Αφρική από το 2001 πάρα πολλοί άνθρωποι έφτασαν πρόσφυγες στις χώρες της δύσης ανοίγοντας ακόμη περισσότερες προοπτικές στη «μαύρη» οικονομία να επεκταθεί και στο κεφάλαιο να κερδοφορήσει μέσω της υποτιμημένης εργασίας.
Αυτή η διαδικασία βαίνει αυξανόμενη ως και σήμερα παρόλη την κρίσιμη συγκυρία, ενδεχομένως δε να υποβοηθήθηκε από αυτήν.
Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά αυτός ο κύκλος χρειάζεται οι φυλακές να είναι συνεχώς γεμάτες και μάλιστα ο πληθυσμός τους να αυξάνεται προκειμένου να αυξηθεί και ο αριθμός των κερδών.
Οι φυλακές δεν είναι μόνο ο χώρος που εναποθέτονται τα περισσεύματα του κοινωνικού εργοστασίου αλλά μια διαδικασία όπου η «αυθόρμητη» παραβατικότητα απορροφάται από την «οργανωμένη» διευρύνοντας τους κύκλους κερδοφορίας. Η λειτουργία που επιτελούν οι νομοθεσίες εξαίρεσης είτε αφορούν συμμετοχή σε τρομοκρατική, είτε σε εγκληματική οργάνωση είναι να εγκλωβίσουν όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων στις φυλακές και για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο.
Χρειάζεται επομένως να αντιληφθούμε τους «τρομονόμους» ως μέρος του ευρύτερου καθεστώτος εξαίρεσης. Ως μέρος των νομοθεσιών που αποτελούν την κρατική διαχείριση της παραβατικότητας και που όπως όλα στο καπιταλιστικό σύστημα στοχεύουν στην αύξηση της κερδοφορίας της νόμιμης και «παράνομης» οικονομίας. Αναγνωρίζοντας την σφαιρικότητα του ζητήματος των νομοθεσιών εξαίρεσης δεν παραβλέπουμε την ιδιαιτερότητα των τρομονόμων που ως μέσω αποτελεσματικής καταστολής των επαναστατικών διαδικασιών που δυνητικά μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο το κρατικό και καπιταλιστικό οικοδόμημα, θέτουν τις νομικές προϋποθέσεις για την συνεχιζόμενη φυλάκιση κοινωνικών αγωνιστών.

ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΟΜΟΝΟΜΩΝ

ΚΑΜΙΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ

Δίκτυο Αγωνιστών Κρατουμένων

Αναδημοσίευση από athens.indymedia.org