Εδώ και τώρα Πολυτεχνείο – Ιστορίες του μαύρου ήλιου και του κόκκινου φεγγαριού

0
234

Διαδικτυακή προδημοσίευση μιας πολιτικής αφήγησης βγαλμένης μέσα από την μαχητική αντίσταση του τριημέρου 15 με 17 Νοέμβρη 2016:

 

Εδώ και τώρα Πολυτεχνείο

Ιστορίες του μαύρου ήλιου

& του κόκκινου φεγγαριού

Μήτσος, Όβερ

Χειμερινό ηλιοστάσιο

Επτά σύντομες αφηγήσεις κι αυτό το εισαγωγικό σημείωμα. Ο τόπος, το Πολυτεχνείο, η Στουρνάρα, η Τοσίτσα και λίγο από Σταδίου, Β. Σοφίας, Αλεξάνδρας, Σπ. Τρικούπη. Ο χρόνος, οι 15η, 16η και 17η Νοέμβρη του έτους 2016. Νυχτερινές και πρωϊνές ώρες.

Οι πρωταγωνιστές, η εποχική βλάστηση και η φυσική ανακύκλωση. Τα μαύρα ηλιοτρόπια και οι μαραμένοι ανθοί. Μαύροι από την αηδία και την οργή της ζωής. Μαύρο που στρέφεται στον καυτερό ήλιο για να ψηθεί κι άλλο. Χρωματιστοί ανθοί που έπεσαν χάμω και μαραίνονται. Πικρό φαϊ.

Ηλιοτρόπια από την Αίγυπτο και το Περιστέρι. Φύτρες θηλυκές, αρσενικές κι απροσδιόριστες. Κλωνάρια μόλις ξεπεταγμένα κι άλλα αιωνόβια. Φαντάσματα άγγελοι, φαντάσματα κτήνη, φαντάσματα νεκροζώντανα, φαντάσματα με σάρκα, οστά, σθένος, φωνή και βλέμμα από εκείνο που φοράει κουκούλα για να μην το προσπερνάς χαμένος στην ονειροφαντασία της εξουσίας.

Ηλιοστάσιο, μέρες κρίσης. Φυσικό σημείο μηδέν. Τα πάντα στέκονται για λίγο πριν ξανακινήσουν. Τι γίνεται κατά την τριήμερη παύση; Μια πόζα όπου ο καθένας μπορεί να δει τα μούτρα του μέσα στα μούτρα του άλλου. Μαύρα φαντάσματα στην φωτιά, πολύχρωμα προσωπεία στα παγωμένα μάρμαρα της πόλης, σακουλιασμένα μάγουλα κάτω από το τσιμέντο. Χειμερινό ηλιοστάσιο, αναδημιουργία μετά τον πάγο.

 

~~~

 

Ο Γρηγόρης κι ο Σταμάτης

Νύχτα. Κόσμος. Οδοφράγματα. Δακρυγόνα. Μίσος και μολότοφ. Από πίσω μου, στο κάγκελο, το πανό των συντρόφων της Ανοιχτής Συνέλευσης Αναρχικών.

Εκείνη την ώρα έκανα σκοπιά στην Στουρνάρα έξω από το Πολυτεχνείο. Για ότι μπορεί να χρειαζόταν. Για τα αδέρφια που έβγαιναν απέναντι στα φαντάσματα της αστυνομίας, μακρυά από την πύλη. Για τα αγριεμένα ποτάμια που έχουν περάσει από εδώ και ξεχύθηκαν σε ξερότοπους. Για εκείνους που δεν ξανασηκώθηκαν από αυτό το οδόστρωμα. Για να κυλήσουν οι καταιγίδες που έρχονται.

Ένας πιτσιρίκος έρχεται μπροστά μου, μου δείχνει κάτι απέναντι και ζητάει το παλούκι που κρατούσα. Δεν καταλαβαίνω τι μου δείχνει. Χωρίς χρονοτριβή ο πιτσιρίκος κατεβάζει το μαντίλι του και μου λέει:

– Τώρα ξέρεις ποιός είμαι. Θα μου το δώσεις;

Του το δίνω χωρίς κουβέντες. Εκείνος πάει στο πεζοδρόμιο κι αρχίζει να χοροπηδάει για να φτάσει ένα φανάρι και να το σπάσει με το παλούκι. Δεν το καταφέρνει. Γυρνάει πίσω και μου επιστρέφει το αντικείμενο. Του πιάνω κουβέντα.

-Από που ήρθες;

– … (Από αλλού)

Μου δείχνει τα πόδια και τα χέρια του. Τα σημάδια από τα βασανιστήρια των ελλήνων μπάτσων. Καψίματα και κακώσεις. Η ζωντανή γλυπτική της εξουσίας. Τους βρίζει. Του λέω:

– Θα τους γαμήσουμε. Θα οργανωθούμε και θα τους γαμήσουμε.

Συμφωνεί κι επαυξάνει μιλώντας με όλο το σώμα του.

Η νύχτα συνεχίζεται. Τελικά τα φανάρια αυτής της διασταύρωσης έγιναν σερπαντίνες. Μάλλον από κάποιον άλλον που βιώνει ετούτη την πόλη σαν μαυσωλείο χτισμένο απ’ τις γδαρμένες σάρκες του.

Πέμπτη πρωΐ ο σύντροφος -ας τον πούμε Γρηγόρη- ήταν στην περιφρούρηση του Γκίνη. Δεν ξέρω αν ξανασχολήθηκε με φανάρια, αλλά ξέρω ποιοί θα πολεμήσουμε δίπλα-δίπλα από σήμερα.

Δυστυχώς, δεν εμφανίστηκε η οργάνωση-φάντασμα «ΟΑΝΑΚ», παρά τις τρομερές απειλές της. Έτσι, για να έδειχνα στους σημαδεμένους συντρόφους τι λένε γι’ αυτούς οι άλλοι σύντροφοι, οι ατσαλάκωτοι. Ο Σταμάτης είχε πάει ήδη σπίτι του.

 

~~~

 

Γκλοπ

Επίθεση των μπάτσων στον πεζόδρομο Τοσίτσα. Μια από τις πολλές που αποκρούστηκαν αποτελεσματικά την Τρίτη άφησε πίσω της ένα μυστήριο αντικείμενο. Μια μαύρη ράβδο από σκληρό πλαστικό. Μισό μέτρο μήκος, τρία εκατοστά διάμετρο. Έπεσε από το χέρι ενός ματατζή όταν έφαγε καρέκλα στο κεφάλι.

Το αντικείμενο δεν είναι μοναδικό. Φαίνεται ότι το μεταφέρουν πολλοί μπάτσοι. Ειδικά στις διαδηλώσεις. Προφανώς πρόκειται για βασικό αξεσουάρ επιβολής του νόμου, όπως γράφουν και τα αστυνομικά εγχειρίδια.

Η συγκεκριμένη αστυνομική ράβδος κατέληξε στα χέρια μου, αφότου μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν. Κανείς ελεύθερος άνθρωπος δεν θέλει να χρησιμοποιήσει ένα αντικείμενο με τόσο βαρύ κάρμα. Και κανείς δεν θέλει να κρατάει ποταπά τρόπαια. Εγώ όμως, ως τσιγκούνης που δεν αφήνει ούτε καρφίτσα να πάει χαμένη, το περιμάζεψα.

Μόλις το αντίκρισα αφέθηκα στις αντανακλαστικές ενορμήσεις μου. Τι πρέπει να κάνουμε με αυτό το πράγμα; Αναδύθηκαν εικόνες που με γέμισαν με μια άγρια χαρά, τέτοια που κανένα άλλο κτήνος εκτός από τον άνθρωπο δεν μπορεί να νοιώσει. Να μαγκώσουμε έναν μπάτσο και να τον ανακρίνουμε για να μας εξηγήσει την χρήση της ράβδου. Μ’ ένα ξαφνικό λάκτισμα του πήχη να του σπάσουμε τα δόντια και τα σαγόνια, να λουστεί στα αίματα και να τον ρωτήσουμε:

– Μήπως κάπως έτσι;

Μπορούμε να μετρήσουμε πόσα δόντια και πόσα σαγόνια έχουν σπάσει από αστυνομικές ράβδους σε διαδηλώσεις και αστυνομικά τμήματα από το 1973; Για να μην υπολογίσουμε κι άλλα οστά και σπλάχνα. Ούτε να προσμετρήσουμε πλαστικές σφαίρες, δακρυγόνα σε ευθεία βολή και άλλα θλαστικά αντικείμενα.

Ύστερα, ο πήχης εκτινάσσεται πάλι κι η ράβδος πέφτει με ορμή (dV/dt) στο αφτί του στριμωγμένου μπάτσου. Αίματα κλπ. Το άλλο αφτί το αφήνουμε ανέπαφο, για να ακούει τις προσταγές. Φρικιαστικό. Να μετρήσουμε πόσα τύμπανα έχουν σπάσει από χτυπήματα και χειροβομβίδες κρότου-λάμψης; Πόσοι βασανισμοί γίνονται καθημερινά, ανάμεσα σε προσταγές των οργάνων της εξουσίας;

Η αστυνομική ράβδος χρησιμοποιείται συχνά για βιασμούς. Να θυμίσω τις ομάδες Δέλτα στα αντιμνημονιακά συλλαλητήρια το καλοκαίρι του 2011, που χτυπούσαν συστηματικά άντρες και γυναίκες στα γεννητικά τους όργανα, σε όλο το κέντρο της Αθήνας, αφού τους ακινητοποιούσαν; Κυκλοφορούν και οπλοφορούν ακόμα ανάμεσά μας αυτά τα φαντάσματα. Αλλά η δική μου οραματική οικειοποίηση της εξουσιαστικής βίας δεν μπορεί να χωρέσει τον βιασμό.

Κάποια στιγμή παρενέβη στην ονειροφαντασία μου η φωνή της επίγνωσης ότι δεν είμαι και δεν θέλω να είμαι μόνος μου. Στον κόσμο που φτιάχνουμε πρέπει να μην κυριαρχεί ο τρόμος. Πρέπει να υπάρχει εναλλακτική και για τους χειρότερους. Με πυγμή και επιείκεια. Να ανακτήσουμε την αγριότητα του πολέμου, αλλά και να την περιορίσουμε κάτω από την ανάγκη της ελεύθερης κοινότητας.

Αν βρω ποτέ κανέναν μπάτσο μαγκωμένο (θα ‘ρθει κι αυτή η μέρα, που τα πράγματα θα γίνονται έτσι, επειδή θα ‘μαστε πολλοί που θα σηκώσουν την αξιοπρέπειά τους) δεν θα χρησιμοποιήσω την ράβδο που φύλαξα. Αυτοί έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσουν να λιώνουν σαγόνια, μέχρι να τους γονατίσουμε.

Αλλά θα κρατήσω το μαύρο αντικείμενο μέχρι να λυθεί το μυστήριο. Ενημερώνω τις διωκτικές αρχές ότι δεν το έχω στο σπίτι μου, ούτε σε κανέναν πολιτικό χώρο, μα ούτε και σε γιάφκα. Το έθαψα βαθιά, εκεί που η αστυνομική φαντασία δεν μπορεί να φτάσει. Το έθαψα στο χώμα για να ξεβρωμίσει.

Στο πλαίσιο του δημοκρατικού διαλόγου και του αστικού νταραβεριού προτείνω μια ανταλλαγή:

Υπόσχομαι να επιστρέψω την ράβδο -θα την αποστείλω συστημένη στο Γενικό Συμβούλιο του Κράτους- αν δοθεί δημόσια μια επίσημη απάντηση, τεκμηριωμένη με επιστημονικούς όρους, στο εξής απλό ερώτημα:

Ποιά είναι η ακριβής χρήση αυτού του αντικειμένου;

Μετά τον διαφωτισμό το κύρος της «πολιτείας» υποτίθεται ότι επαναθεμελιώθηκε με βάση τις επιστημονικές γλώσσες. Ο όρος «αστυνομική ράβδος» δεν λέει τίποτα. Θέλω ένα υπουργικό έγγραφο, με συνημμένη μελέτη του Εθνικού Μετσώβιου Πολυτεχνείου, που να λέει κάτι σαν «το συγκεκριμένο θλαστικό όργανο ενδείκνυται να καταλήξει με ταχύτητα τόσα χιλιόμετρα ανά ώρα στην άνω σιαγώνα του βαλλόμενου, ώστε να προκαλέσει συνθλιπτικό κάταγμα. ´Η εναλλακτικά, μπορεί να ανέλθει με ταχύτητα τάδε προς τα γεννητικά όργανα του βαλλόμενου, για να του προκαλέσει οξύ πόνο, δυσφορία, φόβο, αισθήματα αδυναμίας και ταπείνωσης, ενδεχομένως ναυτία, μέχρι και μόνιμες κακώσεις. Ύστερα το συγκεκριμένο επιμήκες όργανο μπορεί να συρθεί με κάθετη πίεση ανάμεσα στους δυο γλουτιαίους έξωθεν του πρωκτού και στην συνέχεια να πιεστεί ως νυκτικό όργανο προς τον πρωκτό. Τα επιδιωκόμενα ψυχολογικά αποτελέσματα της κίνησης μεγεθύνονται αν συνοδεύεται από σεξιστικές φραστικές επιθέσεις». Κλπ

Και παρακαλώ, δεν επιστρέφω την ράβδο αν το έγγραφο δεν έχει την τζίφρα του κόκκινου Άλεξ και του προκομμένου του Παυλόπουλου.

Αν στο εντωμεταξύ ακούσω κάποιον ονειροπόλο να παραμιλάει, «αχ και να ‘πεφτε στα χέρια μου μια αστυνομική ράβδος», ε, τότε θα παραδώσω το όργανο εκεί που υπάρχει ανάγκη, διότι ως αντιεξουσιαστής σοσιαλιστής διακατέχομαι από μια λεπτή ανθρώπινη ηθική που με υποχρεώνει να μοιράζομαι τα πάντα και κυρίως τα απαλλοτριωμένα μέσα παραγωγής.

 

~~~

 

Βεβήλωση

Όποιος έχει βρεθεί εκεί κάτω από το κόκκινο φεγγάρι ξέρει. Στην τελετή του πλήθους. Πολυτεχνείο, ναός.

Το επόμενο πρωί, δεύτερη μέρα, πάλι οι κνίτες στρογγυλοκαθισμένοι πίσω από την Πατησίων. Φραπεδάκι κι η μικροφωνική στον αυτόματο. Και πότε πότε με μια φωνή: -Ογδόντα χρόνια αγώνες και θυσία κλπ.

Πόνεσε η καρδιά μου. Βεβήλωση.

Υπάρχει ακόμα πίστη στο κόμμα; Πρέπει να βεβηλωθεί με την σειρά της. Είναι θέμα δικαίου, διαλεκτικής εξέλιξης, ιστορικού υλισμού. Αλλά αυτοβεβηλώθηκε τόσες φορές που δεν έχει μείνει τίποτα πια για ποδοπάτημα. Από τον πρώτο στοίχο όπου η πίστη στην κοινότητα, ο κομμουνισμός, έγινε ψωμοτύρι των λογίων και των πολιτικών κογκλαβίων. Μέχρι την Οκτωβριανή αντιεξέγερση του ’11 (πριν πέντε χρόνια), τότε που τα έσχατα αποθέματα πίστης ρίχτηκαν μπροστά από τους τσολιάδες για να προστατέψουν το αστικό κοινοβούλιο. Και χώνεψαν κι ένα νεκρό εργάτη, νεκρό από τα δακρυγόνα. Ήταν εύπεπτος σύντροφος, καθότι κομματικός. Αντέχει αυτό το κόμμα όλες τις βεβηλώσεις.

Αντέχει κι ο κομμουνισμός. Γιατί όλη η ιστορία ανήκει σ’ αυτούς που κατέχουν μόνο μια πίστη στην ιστορία. Όλοι οι αγώνες δικοί μας. Όλες οι ήττες δικές μας. Όλες οι διαστρεβλώσεις, οι καπηλείες, οι προδοσίες, η παλινόρθωση της τυραννίας, η αφομοίωση, το ΚΚΕ, δικά μας. Αυτό θα πει κοινότητα. Όσο ακόμα ταΐζουμε τον πατέρα που της γαμάει τη μάνα (της κοινότητας) κι αφήνουμε να μπαινοβγαίνει ο κωλοπετσωμένος κουμπάρος.

Δεν τίθεται ζήτημα απώλειας της πίστη μας. Η ιστορία πάει μαζί μ’ εκείνους που την παίζουν στην άσφαλτο για μια βαθυά κόκκινη νύχτα, μ’ ένα τσακμάκι.

Το πρώτο πανί των αναρχικών ήταν κατακόκκινο. Πριν βεβηλωθεί. Και το ξανασηκώνουν οι κατάμαυροι, ετούτοι που κρατάνε την σημαία της άρνησης.

Ο τελευταίος εκφωνητής την μεθεπόμενη μέρα, την τελευταία της φιέστας, διάβασε ονόματα φαντασμάτων που στοιχειώνουν την εξουσία. Ο κατάλογός του όμως σταματούσε στο έτος 1973. Ευθύς, ένα από τα φαντάσματα που λίγο πριν είχαν κατέβει από του Γκίνη και παρατάχθηκαν πίσω από την κεντρική πύλη, κατέβασε το μαντήλι του. Συνέχισε τον κατάλογο, καλύπτοντας με την φωνή του την παρλαπίπα της μικροφωνικής:

Κουμής, Κανελλοπούλου, Μιχάλης Καλτεζάς, Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, Γιατρός Τσιρώνης, Χρήστος Κασσίμης, Χρήστος Τσουτσουβής, Μιχάλης Πρέκας, Χριστόφορος Μαρίνος, Λάμπρος Φούντας! Πίσω οπορτουνιστές! Πίσω καθάρματα!

Δεν κλείνουν ρε οι πύλες της εκκλησίας. Σήμερα που τιμάμε όλους τους αγίους.

 

~~~

 

Ο στρατός μας

Ο πατέρας μου μεγάλωσε σε μια πόλη της Θράκης. Θυμάται ακόμα μετά από επτά δεκαετίες τη μέρα που στεκόντουσαν με τον παππού μου, δάσκαλος, μπροστά από το σπίτι τους όταν πέρασε ένα άγημα του Δημοκρατικού Στρατού. Ο πατέρας του πατέρα μου του είπε:

– Αυτός είναι ο στρατός μας.

Την Πέμπτη νωρίς το πρωΐ αρκετοί σύντροφοι στεκόντουσαν μπροστά στη σκάλα της κατάληψης αρματωμένοι με μπόλικο σθένος κι ένα φτυαρόξυλο έκαστος. Μέσα στο κτίριο καθόντουσαν αρκετές δεκάδες αμφίπλευρα και αντικριστά κατά μήκος του διαδρόμου στα σκαμνάκια της σχολής σιωπηλοί, με την ίδια αρματωσιά. Βρώμικα σκούρα ρούχα, κουκούλες, φτυαρόξυλα κατακόρυφα, πίστη και αυτοπειθαρχία.

Μέσα στο πρωϊνό πέρασε μια συντρόφισσα με την κόρη της. Η μικρή κοιτούσε τους συντρόφους στα μάτια και γελούσε με το παιχνίδι των καλυμμένων προσώπων. Ακόμα δεν μιλάει, το παλεύει. Αλλά καταλαβαίνει πολύ καλά τι γίνεται.

Δεν θα ξεχάσει τον στρατό μας. Κανένα παιδί δεν ξεχνάει.

Η στράτα έχει μνήμη.

 

~~~

 

Το σχολείο

Στάθηκε ένας παππούς κάτω από τα σκαλιά. Περασμένα ενενήντα, όπως είπε. Ήθελε να μπει να δει. Μπροστά στα φαντάσματα με τις μαύρες σημαίες.

Ο Οδυσσέας τον συνόδεψε μέσα. Ο γέρος του είπε:

– Εγώ είμαι κουκουέ.

Κατευθύνθηκαν στο αμφιθέατρο. Είπε ο γέρος:

– Έχω ξανάρθει εδώ.

Μετά πέρασαν από την φάμπρικα. Τα παιδιά εργάζονταν.

Είπε ο γέρος:

– Σχολείο.

Βαδίζοντας προς την έξοδο στράφηκε στα μαύρα φαντάσματα, σε καθεμία και καθέναν που συνάντησε στον διάβα του. Και χαιρέτησε:

– Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε. Γειά σου σύντροφε…

Η μνήμη είναι στράτα. Γεια σου σύντροφε.

 

~~~

 

Σκαπανείς

Σαράντα χρόνια θάβουν. Τα κοράκια της δημοκρατίας και τα βαμπίρ της χούντας. Το ΚΚ και οι σέχτες της αριστεράς. Οι μεταμοντέρνοι της αντιεξουσίας και οι εξυπνάκηδες του εναλλακτισμού.

Καπετανάτα του γλυκού νερού, «κόκκινα» και «μαύρα» σαν πουκάμισα ξεθωριασμένα από το πολύ σιδέρωμα και την πολλή ντουλάπα, κονταροχτυπιούνται στις λάσπες των παραπολιτικών συζητήσεων. Σέρνονται στον βούρκο που χέζουν τα γουρούνια (μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι). Άντε να ξεχωρίσεις ποιός είναι ποιός! Κανείς πάντως από τους εκ’ των Εξαρχείων αγκιτάτορες της κακιάς ώρας δεν σεβάστηκε την μάζα (0.5 miligram ή 100 τόνους, δεν έχει σημασία) που κατέβηκε στην πορεία ακομμάτιστα, κρατώντας την μνήμη της εξέγερσης αναμμένη. Αναρχικές ομοσπονδίες (με τα δυο πόδια στον τάφο), αντιιμπεριαλιστικά μέτωπα και παγκόσμια αφορμαλιστικά δίκτυα είχαν άλλες δουλειές εκείνο το απόγευμα. Τι να την κάνουν την δράκα των ανοργάνωτων; Οι αγωνιστές χτίζουν οργάνωση, αόρατη, αλλά τρομερή.

Κι όμως, κάποιες έκαναν το καθήκον όλων. Μια συλλογικότητα γυναικών (Μ.Α.Γ.Κ.Α., μαχητική αυτοοργάνωση γυναικών για τη κοινωνική απελευθέρωση) δεν είχε την αλαζονεία να ντραπεί να υπερασπιστεί την μνήμη που θάβεται πανταχόθεν κι έτσι κατέβηκε στην κατάπτυστη διαδήλωση. Έκανε και κάτι παραπάνω, σε αντίθεση με τα φαντάσματα της αριστεράς και της αντιεξουσίας. Συσπείρωσε και οδήγησε με το πανό της ένα σώμα ανθρώπων πίσω στα Εξάρχεια. Δεν κατάφερε να φτάσει στο κατειλημμένο, οχυρωμένο και αποκλεισμένο Πολυτεχνείο, αφού μπήκε στο πεδίο των οδομαχιών λίγο πιο πάνω.

Οι συντρόφισσες ήξεραν τι οφείλει να κάνει κάθε οργανωμένος αγωνιστής εκείνη την ημέρα. Έσκαψαν έναν δρόμο για να περάσει ένας μικρός χείμαρρος που αύριο θα γίνει ποτάμι. Ενώ οι κουράδες ρίχνουν μπάζα στο ρέμα.

Μια μέρα δέκα βήματα, σαράντα αιώνες μνήμη, φωτιά, αμέτρητα βήματα. Χρειάζεται εξήγηση; Σαράντα χρόνια θάψιμο, σαράντα χρόνια παίρνουν τα παπάρια μου. Χρειάζεται εξήγηση; Να χέσω την διαλεκτική που ‘χουν διαβάσει οι λαϊκοί αγωνιστές των Εξαρχείων. Να χέσω και την φυσική του χάους. Να χέσω και τις ιστορικές παραδόσεις της αναρχίας. Αν τους παίρναμε της μετρητής.

Μια η άλλη, να το πούμε λαϊκά. Ρίχνεις λάσπη, από κάπου την σηκώνεις. Σκάβεις πάλι. Έναν λάκκο. Δεν χρειάζεται να πέσεις. Κατεβαίνεις λίγο λίγο για να βγάλεις κι άλλη λάσπη. Μπορείς να ξανανέβεις; Θέλεις να βγεις από την τρύπα; Το νου σας, εσείς που καβαλήσατε το φτυάρι, γιατί όσο μπαζώνετε τόσο ταχύτερα θα ξεχειλίσει ο χείμαρος και θα πλημμυρίσει τις λασπότρυπες.

 

~~~

 

… τα χέρια του με αίμα …

 «Κάποιος πρέπει να βάψει τα χέρια του με αίμα κι εγώ δεν διστάζω ν’ αναλάβω την ευθύνη»

Αυτήν την φράση την είχε ξεστομήσει το 1919 ο Γκούσταβ Νόσκε, υπουργός πολέμου των γερμανών σοσιαλδημοκρατών και συνδημιουργός των μισθοφορικών αντεπαναστατικών στρατευμάτων «frei corps». Μια φράση που συμπυκνώνει τον εγγενή οπορτουνισμό της αριστεράς.

Πιο πρόσφατα, το 2013, ο πρωτοσύντροφος της βουλής, πριν γίνει πρωθυπουργός δήλωνε: «…Και όλες αυτές οι ομάδες που χρησιμοποιούν βία, ισχυριζόμενες ότι ανήκουν στον χώρο του αναρχισμού -στον οποίο εγώ προσωπικά δεν πιστεύω, επειδή θεωρώ ότι η χρήση βίας είναι η πιο εξουσιαστική πράξη που μπορεί κάποιος να ασκήσει- θα αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του νόμου». Κόκκινος κλόουν, που έβαψε την μούρη του με αίμα πάνω στην σκηνή.

Ο νέος Νόσκε διατρανώνει ακούραστα τον ρόλο του: Εισβολή στην κατειλημμένη Πρυτανεία κατά την διάρκεια της μαζικής απεργίας πείνας των πολιτικών κρατούμενων, για να «σώσει τη τιμή της κυβέρνησης», «διότι άρχισε να γυρνάει ανάποδα η ιστορία όλη». Εθνικιστική προπαγάνδα, μιλιταρισμός και καλλιέργεια εθνικής μισαλλοδοξίας. Εισβολή και ισοπέδωση μεταναστευτικών καταλήψεων. Ξυλοδαρμός συνταξιούχων. Αβάντα στην φασιστική δράση. Χτύπημα της διαδήλωσης για την επίσκεψη Ομπάμα. Μαζική ρίψη χημικών και πλαστικών σφαιρών έξω από το Πολυτεχνείο και στα Εξάρχεια, στις επετείους των εξεγέρσεων του 1973 και του 2008. Δολοφονίες στα σύνορα, σε κέντρα κράτησης μεταναστών και σε αστυνομικά τμήματα. Και όσα ξεχνάω. Και βασανιστήρια παντού.

Τη νύχτα της Πέμπτης όμως έκανε πίσω. Γιατί δεν μπήκε στο οχυρό της ανομίας; «Θα είχαμε νεκρούς», είπε ο στρατηγός. Δεν μπορούσε ο κλόουν να καταπιεί νεκρούς διαδηλωτές; Πεδίον δόξης λαμπρόν! Να μπουκάρει μέρα επετείου; Το κάναν κι άλλοι. Αυτός γιατί να αφήσει λειψό βιογραφικό; Άλλωστε, γι’ αυτό είναι εδώ: Να τυλίγει τις πληγές με βελούδο. Όπως θωράκισε νομικά τα βασανιστήρια για την λήψη γενετικού υλικού σαν «τρόπο που δεν προσβάλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

Το κωμικοτραγικό προσωπείο του Τζόκερ είναι ένας εργαλειακός καταναγκασμός από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει ο πρωτοσύντροφος. Ο Νόσκε, ως οπορτουνιστής, είναι ρεαλιστής. Ήξερε ότι αυτή τη φορά υπήρχε λύσσα και οργάνωση στο δρόμο. Το ενδεχόμενο νεκρών μπάτσων είναι αναπάντεχο. Αυτός είναι ο λόγος που δίστασε να μπουκάρει. Είπαμε, πρώτα η τιμή του κράτους. Να μην γυρίσει ανάποδα η ιστορία όλη.

Με την φωτιά, με τις μπετόβεργες, με τα χέρια μας, με τα δικά τους όπλα, με άσβεστο μίσος. Τέρμα τα μακάβρια αστεία της εξουσίας. Έχουμε κάψει πολλά πνευμόνια, μαζέψαμε αρκετές βουρδουλιές, κουβαλάμε πολλούς νεκρούς. Έχουμε πάθει ανοσία.

Πολλοί νεκροί, σαν φαντάσματα στοιχειώνουν την εξουσία. Καθένας τους μια κόκκινη θάλασσα ικανή να βυθίσει την πολιτεία. Καθένας τους μια μαύρη στρατιά απυρόβλητη.

~~~

η ιστορία συνεχίζεται

Εδώ και τώρα

~~~

Νοέμβρης – Δεκέμβρης 2016