Η συνέλευση ως μορφή-της-ζωής

0
328

Η συνέλευση ως μορφή-της-ζωής*

στους συντρόφους και τις συντρόφισσες
με τις οποίες και τους οποίους
μοιραστήκαμε το βάρος μας

Επειδή λοιπόν οι συζητήσεις μας πάνω στο «θέμα» έκρυβαν στο σκοτάδι την πραγματικότητα των υπάρξεών μας, γι’ αυτό και περέμεναν αναγκαστικά ουτοπικές συζητήσεις. Οι συναθροίσεις μας επηρεάζονταν αδιάκοπα από την κατάσταση στην οποία ο καθένας μας βρισκόταν αλλού, σ’ έναν άλλο τόπο, σ’ έναν άλλο κόσμο.
Απέναντι στις εξωπραγματικές συναθροίσεις μας, ο εξωτερικός κόσμος παρέμενε ο πραγματικός κόσμος. Δεν είχαμε κοινή γλώσσα για να εκφράσουμε τις διαφορές μας, ούτε κοινό προσανατολισμό. Αυτό που μας ξανα-ένωνε δεν μας ανήκε ακόμα.
Δεν μπορέσαμε να αδράξουμε αυτό που θέλαμε να κριτικάρουμε, κι έτσι μας έκανε κριτική αυτό.
Παραμείναμε
οργανωμένοι από έναν κόσμο που μας χωρίζει.
Yves Le Manach

Spirit is something that dwells equally in the hearts and animated bodies of all individuals, which erupts out of them with natural compulsion as a binding quality and leads them to associate together.
Gustav Landauer

Εν αρχή είναι οι σχέσεις. Η συνέλευση είναι μια σχέση, ένας τρόπος να σχετιζόμαστε, μια πρόφαση να βρισκόμαστε, να ενωνόμαστε ενάντια σε ό,τι καθημερινά μας διαιρεί, και να οργανώνουμε ένα διαφορετικό κόσμο· είναι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόμαστε ο ένας στην άλλη εντός και εκτός του χωροχρόνου της συνέλευσης (γιατί παρά την αρχική ορθή διάκριση σε ένα εντός και ένα εκτός της συνέλευσης, η ένταση μεταξύ τους δεν μπορεί παρά να επηρεάζει καθολικά και τους δύο πόλους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καθότι η ζωή παραμένει εν τέλει μία και ενιαία)· είναι ο τρόπος με τον οποίο συζητάμε, συμφωνούμε, διαφωνούμε, δεξιωνόμαστε τις αναπόφευκτες και ευκταίες συγκρούσεις, (αυτο)περιοριζόμαστε, αναστοχαζόμαστε και απολογίζουμε, επιμερίζουμε τις ευθύνες, αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες, αποφασίζουμε, δεσμευόμαστε και προσπαθούμε να τηρούμε τα υπεσχημένα κόντρα στο anything goes, στη γενική ρευστότητα και ελευθεριότητα της εποχής.

Η συνέλευση ως οργανωτικό μοντέλο είναι μια σύμπηξη μικρότερων ομάδων που κρατά αποστάσεις τόσο από τη μορφή-κόμμα όσο και από τον παρεϊσμό, τόσο από την αυστηρή πειθαρχία και τη στράτευση όσο και από τη γενικευμένη χαλαρότητα, το κουλ και την επιπολαιότητα ως ανθρωπολογικές-πολιτισμικές σταθερές της «μεταμοντέρνας» εποχής μας, τόσο από το «προσωπικό είναι πολιτικό» όσο και από «το προσωπικό δεν είναι πολιτικό» γιατί είναι η μεταξύ τους ένταση που έχει σημασία. Η συνέλευση είναι ο τόπος της πολιτικής φιλίας, με την έννοια του αλληλοσεβασμού, της αλληλοαναγνώρισης και της αλληλοεκτίμησης στο δημόσιο χώρο και χρόνο, κι όχι με την έννοια της πολιτικής ομοιογένειας και ταύτισης. Είναι επίσης ο τόπος της εμπιστοσύνης, της ηθικής ευθύνης, της επένδυσης συναισθημάτων και της εξάρτησης, αλλά ταυτόχρονα είναι ο τόπος μιας γόνιμης αβεβαιότητας και ενός ρίσκου γιατί όποιος ή όποια δεσμεύεται ανεπιφύλακτα διακινδυνεύει να πληγωθεί σημαντικά στο μέλλον αν τυχόν η σχέση διαλυθεί. Η αβεβαιότητα [και η άνευ όρων δέσμευση] είναι [όμως] η πατρίδα του ηθικού προσώπου και το μόνο έδαφος στο οποίο η ηθικότητα μπορεί να ανθίσει και να καρποφορήσει (Zygmunt Bauman).

Η συνέλευση δεν είναι οργάνωση, δεν είναι κόμμα, δεν έχει ένα σκληρό οργανωτικό πλαίσιο και μια αυστηρή πειθαρχία στους σκοπούς και τις μεθόδους, δεν έχει κανονιστική δέσμευση, δεν έχει στράτευση. Έχει απεναντίας ανοιχτότητα σε νέες φωνές και νέες απόψεις, έχει διαρκή αμφιβολία και αναστοχασμό, έχει ηθική ευθύνη και δέσμευση, ψυχικό δόσιμο και ποιοτική διάρκεια. Απ΄την άλλη όμως, η συνέλευση δεν είναι ούτε μια καθαρή σχέση, όπου ο καθένας μετέχει για χάρη της ίδιας της σχέσης, για ό,τι μπορεί να αποκομίσει, να ωφεληθεί απ’ αυτήν, και η οποία επομένως μπορεί να διακοπεί λίγο-πολύ κατά βούληση, οποιαδήποτε στιγμή, από οποιοδήποτε μέλος της (Zygmunt Bauman), δεν έχει δηλαδή διάρκεια. Οι στρατηγικές αρχές που διέπουν την καθαρή σχέση είναι η διατήρηση των ανοιχτών επιλογών, ενός διαρκώς ανοιχτού πεδίου αλά αμερικανικό γουέστερν, η σχεδόν απεριόριστη ελευθερία κινήσεων, καθώς και η ανενδοίαστη, απότομη διακοπή της όταν πια δεν προσφέρει α λα κάρτ ικανοποίηση και απόλαυση, όταν το κόστος βαραίνει περισσότερο στη ζυγαριά από το όφελος, χωρίς μάλιστα την ανάγκη να δοθεί κάπου λόγος, ούτε καν στο λατρεμένο και μονάκριβο εαυτό.

Η συνέλευση είναι τέλος ο τόπος της έντασης μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, είναι ο τόπος όπου διασταυρώνεται το πολιτικό με το προσωπικό ή καλύτερα το υπαρξιακό, η αδήριτη αναγκαιότητα με την ελευθερία, οι ανάγκες με τις επιθυμίες και τα πάθη, η συνύπαρξη και συνεργασία με τις προσωπικές αγωνίες, προσδοκίες, εμμονές και εμπάθειες, τα όνειρα με τη διάψευση, το κενό και τη ματαίωση της εποχής, η (ρομαντική) ενσυναίσθηση με το ρεαλισμό, οι εσωτερικοί ρυθμοί με την ιλιγγιώδη ταχύτητα της αλλοτριωτικής καθημερινότητας, η Ιστορία με το «υπάρχουμε μέσα στον κόσμο». Δεν ζούμε μόνο με αγώνες και μίση. Δεν πεθαίνουμε πάντα με το όπλο στο χέρι. Η Ιστορία υπάρχει, υπάρχει όμως και κάτι άλλο: η απλή ευτυχία, τα πάθη των ανθρώπων, η φυσική ομορφιά. Είναι και αυτές ρίζες που η Ιστορία αγνοεί, αλλά τις αγνοεί και η Ευρώπη, που, επειδή τις έχει χάσει, είναι σήμερα έρημος (Albert Camus).

Ως προς το ζήτημα της δέσμευσης, είναι γενικά σωστό και ηθικό να τίθεται, ειδικά όταν όλα γύρω μας συνηγορούν στο ότι δέσμευση σημαίνει δεσμά και στο ότι η μεγαλύτερη αρετή στις μέρες μας είναι το free-floating, η all around διαθεσιμότητα, οι «ελεύθεροι σκοπευτές». Η δέσμευση όμως προϋποθέτει μια σειρά από «πράγματα». Προϋποθέτει καταρχήν μια συναισθηματική εμπλοκή, μια επένδυση συναισθημάτων, μια συναισθηματική εξάρτηση, κι αυτό είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί σ’ έναν κόσμο όπου τα συναισθήματα πρέπει διαρκώς να εξορίζονται ή να περιορίζονται δραστικά, ακόμα και βίαια, διότι ύψιστη οργανωτική αξία είναι ο διαδικαστικός ορθολογισμός (στα καθ’ ημάς, η συνέλευση ως -ορθολογική- διαδικασία, που σημαίνει μια διαρκή προσπάθεια και αγωνία για εξορθολογισμό, κανονιστικότητα και κωδικοποίηση· θεωρούνται άλλωστε πολύ συχνά ως «η πλέον ενδεδειγμένη λύση» για τις «δυσλειτουργίες» της συνέλευσης). Δεύτερον, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός πνεύματος που συνέχει και συνενώνει τη συνέλευση, μιας κοινής γλώσσας και ενός κοινού προσανατολισμού, προϋποθέτει μια επανανακάλυψη της επικοινωνίας και των σιωπών της, ένα βλέμμα της πολλαπλότητας μέσα από το πρίσμα της ολότητας, και της μοναδικότητας – διαφορετικότητας μέσα από το πρίσμα της ενότητας και της κοινότητας της μοίρας. Χωρίς αυτό το πνεύμα, τόσο η επινόηση διαφόρων τεχνικών – μεθόδων συζήτησης, συμφωνίας, διαφωνίας και απόφασης όσο και η φυγή προς τα εμπρός, η καταφυγή στη δράση δηλαδή, θα έχουν κοντά ποδάρια. Γιατί δεν θα αγγίζουν τον πυρήνα, θα έχουν μια πρόσκαιρη, επιφανειακή και στεγνά πραγματιστική αποτελεσματικότητα και επιτυχία, ενώ στο βάθος, ενδόμυχα, θα συσσωρεύουν κενό, απόσταση, απόκλιση και διάρρηξη, και κάποια στιγμή αυτά θα (ξανα)ξεσπάσουν και θα (ξανα)φανεί ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τεχνικά τα πολιτικά και υπαρξιακά ζητήματα. Και τρίτον, προϋποθέτει μια ειδικότερη κοινή αντίληψη: ότι η συνέλευση έχει ενότητα και συνέχεια, δεν ξεκινάμε απ’ το μηδέν κάθε φορά, καθετί που κάνουμε αφήνει τα ίχνη του, δεν είναι αποσπάσματα, επεισόδια χωρίς παρελθόν και μέλλον, ότι γενικά οι πράξεις και τα πράγματα έχουν σημασία, τείνουν να διαρκούν και να έχουν συνέπειες, να συνδέονται και να αλληλοεπηρεάζονται (Zygmunt Bauman).

* Το παρόν κείμενο αποτελεί σύνθεση περισσότερων που γράφτηκαν τον Απρίλιο και το Μάιο του 2015 ως εσωτερικά κείμενα προς υπεράσπιση της συνέλευσης στην οποία συμμετείχα. Ο χρόνος πέρασε, η συνέλευση συνεχίζει να υπάρχει μόνο στα μυαλά και τις καρδιές μας, και οι σκέψεις που κατατίθενται εδώ κατά κάποιο τρόπο ασφυκτιούσαν στα οριοθετημένα πλαίσια ενός εσωτερικού κειμένου.

λαμπε ρατ / αθήνα / ιούνιος 2016